Της Άννας Παχή
Βρίσκεσαι στην πλατεία Κολωνακίου, ψάχνοντας να βρεις κάπου να αράξεις. Θέλεις να συνδυάσεις cool κατάσταση με τζέρτζελο. Περνάς από το Da Capo που μοιάζει να έχει χάσει πια την αίγλη του… Σχεδόν άδειο, μόνο κάτι παππούδες και γιαγιάδες με τα καλά τους, χαζεύουν το χαμό που γίνεται στα δυο-τρία μπαράκια που βρίσκονται δίπλα τους. Πιτσιρικαρία, wannabe μοντέλες, αγοροπαρέες που κάνουν πλάκες, φωνές, γέλια, μουσική. Δε βρίσκεις να καθίσεις και προχωράς στη Σκουφά. Ήρεμα πράγματα. Τα μαγαζιά που λειτουργούν δεν παίζουν μουσική, οι περίοικοι βλέπεις (και ορθώς!) όμως το ανθρώπινο βουητό εισβάλλει στη γλυκιά ηρεμία της νύχτας και σου λέει πως υπάρχει ζωή στην Αθήνα.
Φτάνεις στην Ομήρου. Με δυο βήματα βρίσκεσαι, από την ησυχία του δρόμου στη βουή του μπαρ. Κόσμος στέκεται με το ποτό του έξω και μιλάει, γελά, διασκεδάζει. Θες πολύ να μείνεις, αλλά δεν έχει ούτε καφάσι άδειο, και δεν είμαστε για ορθάδικα πλέον. Ου γαρ…
Κατηφορίζεις. Το Μοναστηράκι, η Πλάκα, του Ψυρρή, είναι πάντα μια ασφαλής επιλογή, μια επιλογή που γνωρίζεις καλά πως δε θα σε προδώσει ποτέ. Λεφούσια ο κόσμος. Φώτα από τα αυτοκίνητα (μα ποιος σώφρον άνθρωπος κατεβαίνει Σάββατο βράδυ στο Μοναστηράκι με αυτοκίνητο; Άβυσσος η ψυχή του οδηγού) και τις λάμπες των δρόμων. Κάθε μπαρ παίζει τη μουσική του, η ατμόσφαιρα μυρίζει σουβλάκι και burger, κάπου διακρίνεις κι ένα sushi bar. Άδειο. Το ψάρι είναι καλό και πριν και μετά το φαγητό και το ποτό θέλει στέρεο πράγμα για να μη σου θερίσει το στομάχι.
Όλα τα μαγαζιά είναι γεμάτα. Δεν έχει να κάνει με την κρίση, η κατανάλωση μειώθηκε, οι έξοδοι περιορίστηκαν, όμως η βραδυά είναι τόσο γλυκιά.. Οκτώβρης μήνας και τα κοντομάνικα, τα ραντάκια και τα σανδάλια καλά κρατούν. Βλέπεις όμως και κάτι μπότες που και που, να κυκλοφορούν όλο χαρά αγκαλιάζοντας γυναικείες γάμπες. Η εποχή χωρά τα πάντα, όπως και το Κέντρο. Το Κέντρο της Πόλης. Πάντα ζωντανό, πάντα δραστήριο. Καλύπτει όλα τα γούστα, όλα τα βαλάντια. Ροκ ήχοι μαζί με house, ακόμη κι ελληνικά, είναι ότι πρέπει για να πάθεις μουσική παράκρουση. Βλέπεις, κάθε μαγαζί προσπαθεί να ξεπεράσει σε ένταση το διπλανό του κι ακούς ταυτόχρονα ντίσκο με ποπ, τελικά, δεν ακούς τίποτα.
Δεν πειράζει. Βρίσκεις τελικά ένα καταφύγιο, εκεί, στην πλατεία Αγίας Ειρήνης και κάθεσαι να ξαποστάσεις. Παραγγέλνεις, μιλάς με την παρέα σου, γελάς. Χαζεύεις τον κόσμο, ανασαίνεις, γεμίζεις. Μέσα κι έξω. Είσαι στην πιο όμορφη πόλη του κόσμου. Και το ξέρεις.
*Παράφραση του τίτλου «Σάββατο βράδυ στην άκρη της πόλης» από το ομότιτλο βιβλίο της Σώτης Τριανταφύλλου.