Της Άννας Παχή

Ήρθε η ώρα. Με προετοίμαζαν για αυτό, μου είχαν μιλήσει, μερικοί μάλιστα το περιέγραψαν με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες. Σε φτιάχνουν. Σε μελονοκαρυδώνουν. Σου ρίχνουν καυτή σοκολάτα. Βάζουν πάνω σου ότι τους καπνίσει. Ύστερα σε σβερκώνουν μαζί με λοιπούς φίλους και συγγενείς πάνω σε μια πιατέλα και σε επιδεικνύουν μέσα από βιτρίνες, κάτω από δυνατά φώτα. Όταν σε αγοράσουν, στριμώχνεσαι σε ένα κουτί και ταξιδεύεις προς τον τελικό σου προορισμό. Τον οισοφάγο. Τι διάολο είναι αυτός ο οισοφάγος δεν έχω καλοκαταλάβει. Ξέρω τι είναι στόμα, δεν είμαι ηλίθιο, αλλά ο οισοφάγος με μπερδεύει. Ο ξάδερφος που χρησιμοποιεί τέτοιες λέξεις, λέει πως είναι ένα σωληνάκι που συνδέει το στόμα του ανθρώπου με το στομάχι κι εκεί μέσα θα καταλήξουμε όλοι. Εντάξει, αποδέχτηκα τη μοίρα μου, άλλωστε, για αυτό φτιάχτηκα.

Το συζητήσαμε και με τους κουραμπιέδες δίπλα. Γνωρίζουμε όλοι τι θα γίνει.

Με το που θα φανούμε στις βιτρίνες, θα ορμήσουν οι ορδές να μας καπαρώσουν. Θα βρεθούμε μέσα σε σπίτια και θα μας κοιτάνε με τα σάλια τους να τρέχουν. Μερικοί θα μας κλέβουν, θα μας τρώνε τις νύχτες σε σκοτεινές κουζίνες, ή θα μας κρύβουν σε τσέπες και τσάντες. Οκ. Άλλοι, αφού μας χλαπακιάσουν καλά – καλά θα παραπονιούνται ότι τους παχαίνουμε. Γλυκά είμαστε, τι να κάνουμε τώρα. Αν θέλετε δίαιτα, προτιμήστε τα χόρτα.  Το έχουν αυτό οι άνθρωποι, μου είπε ένα προφιτερόλ από το πάνω ράφι, κάνουν τη βλακεία και μετά γκρινιάζουν. Κανείς δεν είναι τέλειος. Εκτός από το προφιτερόλ. Όπως και να’χει, θα περιμένω τη σειρά μου για φάγωμα. Το καλό είναι πως δε θα είμαι ποτέ μόνο. Μας τρώνε δυο – δύο, λένε, κάπως σαν τους Χιώτες, αλλά δεν ξέρω τι είναι χιώτες. Χαίρομαι πάντως που θα έχω παρέα. Ελπίζω να αρέσω.