Της Άννας Παχή
Πάει κάμποσος καιρός που παρακολούθησα το «Στέλλα Βιολάντη – Έρως Εσταυρωμένος» και δυσκολεύτηκα πολύ να βάλω στο χαρτί τα συναισθήματα που μου προκάλεσε. Αυτό όμως δεν είναι δίκαιο ούτε για τους συντελεστές, ούτε για όσους διαβάζουν τις κριτικές μου, οπότε ανασκουμπώθηκα για να σας πω αυτά που ένιωσα.
Η ιστορία της Στέλλας, γνωστή. Ερωτεύεται έναν ξεπεσμένο αριστοκράτη που τη ζητά σε γάμο. Ο πατέρας της αρνείται να τη δώσει σε κάποιον που αφενός δεν εκτιμά, αφετέρου είναι φτωχός. Για να «σωφρονίσει» την κόρη που τόλμησε να ερωτευτεί (παίζοντας αριστοτεχνικά τον φιλόστοργο πατέρα, προκειμένου να αποσπάσει την ομολογία της), την κλείνει στη σοφίτα, αφήνοντάς την να λιμοκτονεί και να υποφέρει. Ο αγαπημένος της Στέλλας δεν αργεί να βρει παρηγοριά, κλέβεται με ένα άλλο πλουσιοκόριτσο. Για τη Στέλλα όμως αυτό δεν έχει καμιά σημασία. Παραμένει πιστή στην έννοια της αγάπης έτσι όπως εκείνη την νιώθει, καθώς και στις έννοιες της ελευθερίας και των προσωπικών της αρχών. Άδικα προσπαθούν να τη «συνετίσουν» οι οικείοι (;) της. Το τέλος της, σωματικό και ψυχικό, είναι προδιαγεγραμμένο.
Είχα δει την Ευγενία Δημητροπούλου στο «Άννα Καρένινα» και μου έκανε εντύπωση τόσο το ταλέντο όσο και η ομορφιά της (θα έχει βαρεθεί να το ακούει αυτό, αλλά είναι η αλήθεια). Στη «Στέλλα», με το βάρος του πρωταγωνιστικού ρόλου απέδειξε την αξία της. Ισορρόπησε εξαιρετικά ανάμεσα στην απαλότητα του έρωτα και τη δύναμη του χαρακτήρα που προσδίδει ο Ξενόπουλος στην ηρωίδα του. Από ερωτευμένο κοριτσάκι που ζει στο σύννεφο της αγάπης, περνά στην ανήσυχη κόρη, δέσμια των κοινωνικών συνθηκών, ύστερα στην γυναίκα που αρνείται να θυσιάσει την αγάπη της στην πατρική εξουσία και τέλος, γίνεται η ίδια σύμβολο της προσωπικής ελευθερίας που κανείς δε μπορεί να υφαρπάξει.
Ο Δημήτρης Παπανικολάου είναι ο αδέκαστος πάτερ – φαμίλιας που διοικεί την οικογένειά του με σιδερένια πυγμή. Αφέντης όλων, του ανήκουν, δεν ανέχεται την παραμικρή αυθάδεια, η τιμωρία του είναι αμείλικτη. Με ευστροφία βρίσκει τρόπο να αποσπάσει από την κόρη του την αλήθεια, πως αγαπά κάποιον χωρίς την άδειά του, έτσι ώστε να την τιμωρήσει αμείλικτα κατόπιν. Γίνεται χαιρέκακος όταν ο αγαπημένος της φεύγει με άλλη, είναι μια ακόμη ευκαιρία να πληγώσει τη Στέλλα, να την τιμωρήσει ξανά που τον παράκουσε. Μένει πλήρως ασυγκίνητος στο δράμα της, βιαιοπραγεί επάνω της για να επιβεβαιώσει την εξουσία του. Στο τέλος όμως, μπροστά στη δική της εσωτερική δύναμη, υποκύπτει, προσπαθεί να βρει τρόπο να τελειώσει αυτήν την κατάσταση που δεν τον εξυπηρετεί σε τίποτα. Δυστυχώς για αυτόν, είναι αργά.
Ο Μάρκος Παπαδοκωνσταντάκης είναι ο επιπόλαιος Χρηστάκης Ζαμάνος, ένα κακομαθημένο παλιόπαιδο που κοιτά το συμφέρον του και μόνον. Δεν τα κατάφερε με τον πατέρα της Στέλλας, τράβηξε αλλού.
Ο Ηλίας Λατσής ενσαρκώνει τον αδερφό της Στέλλας, Νταντή. Ξεκάθαρο προϊόν της εποχής και του πατέρα του, ο Νταντής προσπαθεί να γίνει αντίγραφο του πατέρα – αφέντη, κυρίως για να πάρει μια μέρα στα χέρια του την εξουσία που βλέπει στο γονιό του. Το μόνο που καταφέρνει είναι να γίνει ένα γελοίο κακέκτυπο.
Η Αθηνά Σακαλή, υπηρετεί ως Ασημίνα τους Βιολάντηδες, βάζοντας κωμικές πινελιές στην καθημερινότητά τους, ζώντας στο περιθώριο της οικογένειας.
Η Ηλιάννα Γαϊτάνη είναι η Νιόνια, θεία της Στέλλας, ο μόνος άνθρωπος που την καταλαβαίνει και προσπαθεί να τη βοηθήσει, χωρίς ωστόσο αποτέλεσμα. Η Νιόνια έχει μείνει ανύπαντρη εξαιτίας του αδερφού της αλλά και της δικής της επιθυμίας να μην υποδουλωθεί σε γάμο συμφέροντος.
Η Νεκταρία Γιαννουδάκη είναι η Μαρία, μητέρα της Στέλλας και του Νταντή, σύζυγος του Παναγή. Πλήρως υποταγμένη, στον άντρα, στις κοινωνικές δεσμεύσεις, προσπαθεί να συμβιβάσει, να λειάνει τα πράγματα, είναι όμως αδύναμη να το πράξει. Νιώθει, αντιλαμβάνεται το άδικο, την κακία, την πίκρα, όμως οι αλυσίδες δε σπάνε εύκολα. Η διέξοδος έρχεται με την τελευταία, σπαρακτική της κραυγή. Ακόμα με στοιχειώνει.
Το δράμα αυτό σκηνοθετεί ο Γιώργος Λύρας με ιδιαίτερο τρόπο. Παρεμβάλλει στην ατμόσφαιρα εποχής στοιχεία του σήμερα, καταφέρνοντας να δώσει άλλη ανάσα στο κείμενο, το οποίο έχει απόλυτα σεβαστεί. Το σκηνοθετικό εύρημα του τραπεζιού είναι πραγματικά ευφάνταστο, όπως και το γενικό ντύσιμο στα λευκά. Δεν λέω άλλα, να τα δείτε μόνοι σας. Ο σκηνοθέτης επικεντρώνεται στη Στέλλα και τον Παναγή, οι δυο τους είναι οι πόλοι ανάμεσα στους οποίους αιωρούνται οι υπόλοιποι χαρακτήρες. Απέναντι στην επιβεβλημένη εξουσία του Συστήματος, στέκεται η ατομική ελευθερία του Ανθρώπου. Η μάχη αυτή δεν τελειώνει ποτέ.
Όπως καταλαβαίνετε, η παράσταση μου άρεσε πολύ, αλλά το κυριότερο, με επηρέασε. Η Στέλλα Βιολάντη είναι δημιούργημα της φαντασίας του Γρηγορίου Ξενόπουλου, οι καταστάσεις όμως που βιώνει, ήταν απόλυτα πραγματικές για πολύν καιρό. Για εκατοντάδες χρόνια οι γυναίκες είναι αντικείμενα που τα εξουσιάζουν πατεράδες, αδέρφια, σύζυγοι. Ο έρωτας – σα συναίσθημα – για αυτές, ήταν απαγορευμένος κι όπως δεν όριζαν την καρδιά τους, έτσι δεν όριζαν και το σώμα τους. Αυτή δεν είναι η έννοια του σκλάβου; Παντρεύονταν για το συμφέρον της οικογένειας, οικονομικό ή κοινωνικό. Σε περιπτώσεις ανυπακοής, φυλακίζονταν σε σοφίτες, υπόγεια, κλείνονταν σε μοναστήρια, υπέφεραν. Δεν ξεκινώ φεμινιστική κουβέντα, είναι απλά η αλήθεια.
Το να βλέπεις στη σκηνή ένα λουλούδι όπως η Στέλλα, να κόβεται βάναυσα, αμείλικτα και να τιμωρείται για πράγματα φυσικά, σίγουρα θα σου σφίξει την καρδιά. Η γνώση πως όλα αυτά έγιναν – και σε μερικές περιπτώσεις γίνονται ακόμη – θα σε κάνει να σκεφτείς περισσότερο.
Η παράσταση ανεβαίνει στο Θέατρο «Χώρα» και ευτυχώς θα συνεχιστεί μέχρι το Πάσχα. Αξίζει να πάτε προς τα εκεί. Θα δείτε μια ωραία παράσταση, με πολύ καλούς ηθοποιούς και σκηνοθεσία. Θα θυμηθείτε ή θα γνωρίσετε το μεγάλο λογοτέχνη Γρηγόριο Ξενόπουλο. Θα νιώσετε το δράμα των ηρώων, καθώς όλοι είναι δέσμιοι των συμβάσεων εκτός από τη Στέλλα. Κυρίως όμως θα κατανοήσετε πως κανείς δε μπορεί να είναι ελεύθερος αν δεν είναι όλοι ελεύθεροι.
Πληροφορίες για την παράσταση εδώ: