sadness

Της Άννας Παχή

Όπως η λεγόμενη μελαγχολία των Χριστουγέννων και γενικά των εορτών, έτσι και το καλοκαίρι έχει τα δικά του βάσανα.

Για μια χώρα που τον περισσότερο καιρό έχει ήλιο και ζέστη (έστω και ήπια) η στενοχώρια το καλοκαίρι μπορεί να θεωρηθεί έως και αντι-πατριωτική. Με το που σκάει ο Μάιος, όλοι ονειρεύονται θάλασσες, παραλίες και γλεντάκια σε πολυτελή ή οικονομικά στέκια. Το ιδανικό για τον καθένα νησί, γίνεται ένα είδος Ιερού Δισκοπότηρου κι όλοι αρχίζουν την αναζήτηση. Συγκρίνουν ξενοδοχεία, παραλίες, τιμές, εισιτήρια. Όπως έχουμε ξαναγράψει, όλα αυτά για τις δέκα ή δεκαπέντε μέρες – το πάρα πολύ – που φεύγουμε από την εστία για να κάνουμε διακοπές. Ψώνια, το τέλειο μαγιό, η στυλάτη εμφάνιση ή απλά, η άνετη σκηνή κι ένα ζευγάρι σαγιονάρες, όλα στο βωμό της απόδρασης.

Υπάρχουν όμως και οι άνθρωποι που δουλεύουν όταν οι άλλοι ξεκουράζονται. Εστιάτορες, σερβιτόροι, μάγειροι, καφετζήδες, ξενοδόχοι. Έρχονται αντιμέτωποι με τα στίφη των τουριστών που αναπαριστούν τη μυθική κάθοδο των Μυρίων στις παραλίες. Αυτή είναι η δουλειά τους, να εξυπηρετούν, να συνδράμουν στο να περάσεις καλά εσύ. Ειδικά σε ώρες αιχμής, αντιμετωπίζουν την αγένεια και τη βιασύνη του “τουρίστα”, που θέλει να έχει το φαγητό του έτοιμο τη στιγμή ακριβώς που πατάει το πόδι του στο μαγαζί. Που θέλει να πιεί καφέ ΤΩΡΑ. Χωρίς να δίνει σημασία στο γεμάτο κατάστημα, στο γεγονός πως οι σερβιτόροι έχουν δυο χέρια κι όχι εκατό. Ο ίδιος “τουρίστας” που όταν στη δουλειά αναλαμβάνει πάνω από δυο εργασίες ταυτόχρονα, γκρινιάζει για το φόρτο που αντιμετωπίζει.

Είναι κι εκείνοι που δε μπορούν να πάνε διακοπές, είτε λόγω οικονομικών προβλημάτων, είτε λόγω έλλειψης παρέας. Που θα πάρουν άδεια όταν γυρίσουν όλοι οι άλλοι. Που η σπάνια ηρεμία της Αθήνας τους βάζει στο τριπάκι να παλεύουν με τη μοναξιά τους, να σκέφτονται τα λάθη τους, τη ζωή τους ολόκληρη και να αισθάνονται λίγοι. Τα κοινωνικά “πρέπει” για τις υποχρεωτικές σχεδόν διακοπές, μπορούν ακόμη και να τους περιθωριοποιήσουν. Το ίδιο γίνεται εξάλλου και με όλα τα κοινωνικά “πρέπει”.

summertime_sadnessΥπάρχουν και οι “άλλοι”. Που δεν τρελαίνονται όταν καλοκαιριάζει. Το αντιμετωπίζουν απλώς σαν άλλη μια από τις εποχές του χρόνου. Νιώθουν λίγο περίεργα όταν βλέπουν τα πλήθη που τρέχουν αλαλάζοντας στην παραλία, το στριμωξίδι στις ταβέρνες. Απορούν για τις – πολλές φορές – υπερβολικές τιμές, δε δέχονται την ταλαιπωρία του πολύωρου ταξιδιού.

Δεν είναι πως δεν τους αρέσει η εποχή. Απολαμβάνουν τη ζέστη από τη στιγμή που θα μεγαλώσει η μέρα και θα φορέσουν το πρώτο κοντομάνικο. Θα χαμογελάσουν τη στιγμή που θα δουν στο δρόμο τις πρώτες σαγιονάρες, τα πιτσιρίκια που τρελαίνονται από τη χαρά τους την τελευταία μέρα του σχολείου. Βλέπουν όμως και όλην αυτήν την υπερβολή, την απόγνωση σχεδόν και μελαγχολούν.  Αντιλαμβάνονται την ανάγκη των άλλων να δείξουν κάτι που επί της ουσίας δεν υπάρχει. Όταν η καλοπέραση γίνεται αγώνας για το ποιός περνάει καλύτερα, σημαίνει πως κάτι άλλο λείπει από την καθημερινή ζωή μας…

Στην παραλία, χαζεύουν εκείνους που βγάζουν selfies και κάνουν διαρκώς check in, είτε βρίσκονται στην ταβέρνα, είτε στη στάση του λεωφορείου. Γίνονται άθελά τους κοινωνοί των κουτσομπολιών που συζητούν μεγαλοφώνως στη διπλανή παρέα. Αντιλαμβάνονται την αγωνία του πλήθους να “περάσει καλά”. Τι κρίμα, αλήθεια. Εκείνος που περνά καλά δεν έχει ανάγκη να το βροντοφωνάξει. Όταν είσαι με τους φίλους σου και πίνεις ουζάκια, δε χρειάζεται να καπελώσεις τον άλλον για το ποιός θα μιλήσει πρώτος, ή ποιός έχει δίκιο. Η απόλαυση, όπως πολλά άλλα ουσιαστικά πράγματα είναι θέμα συναισθήματος, ή το νιώθεις, ή όχι.

Οι άνθρωποι που τα βλέπουν όλα αυτά, νιώθουν λίγο σα θεατές, σαν να βρίσκονται ταυτόχρονα εντός του κόσμου αλλά έξω από αυτόν. Συναισθάνονται την αγωνία των άλλων και λυπούνται για αυτό. Περνούν καλά χωρίς να αισθάνονται υποχρεωμένοι να δώσουν λογαριασμό, ούτε να το κοινοποιήσουν σε όποιον μιλά ελληνικά. Αυτό όμως είναι μια διαφορετική στάση ζωής. Η αλήθεια είναι πως, νιώθουν λίγο μόνοι.  Και δε συμβαίνει μόνο το καλοκαίρι.