evangelika1901

Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Το περίφημο «γλωσσικό ζήτημα» ήταν ένα πρόβλημα που απασχόλησε σοβαρά τους Έλληνες από την ίδρυση του ελληνικού κράτους (για μην πούμε και πριν από αυτήν). Στην Ελλάδα του 19ου αιώνα ως επίσημη γλώσσα του κράτους καθιερώθηκε η καθαρεύουσα. Αυτή ήταν η γλώσσα της κυβέρνησης, των επίσημων κειμένων, των δημόσιων εγγράφων, των δικαστηρίων, της εκπαίδευσης, του στρατού, της διανόησης. Η καθαρεύουσα είχε ενσωματώσει πολλά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής, αλλά ήταν μια τεχνητή μορφή της ελληνικής γλώσσας, ενώ ο λαός στην καθημερινότητά του μιλούσε πάντα τη δημοτική (πάρτε για παράδειγμα τα δημοτικά τραγούδια). Από το 1880 και μετά, όλο και πλήθαιναν οι φωνές που υποστήριζαν την καθιέρωση της δημοτικής. Δεν ήταν άνθρωποι τυχαίοι οι οπαδοί της δημοτικής. Επρόκειτο για εξέχουσες προσωπικότητες των γραμμάτων και των τεχνών, όπως ο Παλαμάς, ο Ψυχάρης, ο Δεμούζος και πολλοί άλλοι. Όλο και περισσότεροι λογοτέχνες χρησιμοποιούσαν τη δημοτική. Μέσα σε αυτό το κλίμα το 1898 η βασίλισσα Όλγα, σύζυγος του βασιλιά Γεωργίου Α΄, πήρε πρωτοβουλία να μεταφραστούν τα Ευαγγέλια από την αρχαία ελληνική στη δημοτική, για να είναι κατανοητά από τον απλό λαό. Έδωσε σχετική εντολή στη γραμματέα της, τη διανοούμενη Ιουλία Σωμάκη (ή Σουμάκη)-Καρόλου, η οποία έκανε τη μετάφραση με τη βοήθεια του πανεπιστημιακού καθηγητή Ιωάννη Πανταζίδη, αλλά και με την επιτήρηση του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Προκοπίου. Όμως η Ιερά Σύνοδος αρνήθηκε να εγκρίνει την έκδοση της μετάφρασης αυτής, χαρακτηρίζοντας τη γλώσσα της «χυδαία».

Σε εμάς το ζήτημα αυτό μπορεί να φανεί εξαιρετικά απλό και ίσως ασήμαντο, όμως εκείνη την εποχή τα πράγματα δεν ήταν έτσι. Ήδη από τον 18ο αιώνα η Ορθόδοξη Ελληνική Εκκλησία είχε απαγορεύσει με την ποινή του αναθέματος οποιαδήποτε μετάφραση της Αγίας Γραφής στη δημοτική, με το σκεπτικό ότι τα ιερά κείμενα έπρεπε να παραμείνουν στη γλώσσα που γράφτηκαν. Επιπλέον, μετά την ντροπιαστική ήττα στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, είχαν εκδηλωθεί έντονα φαινόμενα εθνικισμού. Οι αρχαιολάτρες οπαδοί της καθαρεύουσας θεωρούσαν τους εαυτούς τους εθνικόφρονες και ήταν απόλυτα προσηλωμένοι στα εθνικά ιδεώδη, ενώ τους δημοτικιστές τους αποκαλούσαν «μαλλιαρούς» και τους αντιμετώπιζαν περίπου ως εθνοπροδότες, άθεους και πράκτορες των σλαβικών συμφερόντων. Σημειωτέον ότι η βασίλισσα Όλγα ήταν σλαβικής καταγωγής, καθώς πριν το γάμο της ήταν Μεγάλη Δούκισσα (πριγκίπισσα) της Ρωσίας. Για αυτούς τους λόγους, η πρωτοβουλία που πήρε δεν ενθουσίασε καθόλου τους οπαδούς της καθαρεύουσας.

Το 1901 ένας Έλληνας της Διασποράς, ο λόγιος βαμβακέμπορος Αλέξανδρος Πάλλης, που ζούσε μόνιμα στην Αγγλία, έκανε και ο ίδιος μια μετάφραση των τεσσάρων Ευαγγελίων στη Δημοτική. Δεν είναι όμως ξεκάθαρο αν επρόκειτο για πιστή μετάφραση ή για ελεύθερη απόδοση. Αυτή η μετάφραση εκτυπώθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου και αργότερα έφτασε στην Αθήνα. Η εφημερίδα «Ακρόπολις», που είχε ιδρυτή και διευθυντή τον Βλάση Γαβριηλίδη, ξεκίνησε το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς να δημοσιεύει σε συνέχειες τη μετάφραση του Πάλλη, με σκοπό να είναι προσιτός ο ευαγγελικός λόγος σε κάθε Ορθόδοξο Έλληνα. Αυτό έγινε με τη συγκατάθεση του Αρχιεπισκόπου και του κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Εμμανουήλ Ζολώτα.

Μία μεγάλη μερίδα φοιτητών και συντηρητικών καθηγητών του Πανεπιστημίου Αθηνών αντέδρασε έντονα. Πιθανότατα με την υποκίνηση των καθηγητών τους, πεντακόσιοι φοιτητές (όχι μόνο της Θεολογικής) εισέβαλαν στα γραφεία της εφημερίδας, απαιτώντας να σταματήσει η δημοσίευση της μετάφρασης, διότι και το Οικουμενικό Πατριαρχείο είχε καταδικάσει τη μετάφραση ως «βέβηλη». Αρχές Νοεμβρίου οι διαδηλώσεις στην Αθήνα γενικεύτηκαν, με τους διαδηλωτές να ζητούν από τον Πατριάρχη να αφορίσει τον Πάλλη και από την Ιερά Σύνοδο να αποπέμψει τον Αρχιεπίσκοπο. Σύμμαχοι των φοιτητών υπήρξαν και οι συντηρητικές εφημερίδες «Καιροί», «Εμπρός» και «Σκριπ», οι οποίες άσκησαν πολύ έντονη πολεμική στην «Ακρόπολι». Τις κινητοποιήσεις αυτές τις υποδαύλιζε η αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Δηλιγιάννη, ανάγοντας το ζήτημα σε εθνικό και προβάλλοντας το επιχείρημα ότι η μετάφραση του Ευαγγελίου ήταν έργο των «εχθρών της πατρίδας» και υπενθυμίζοντας τον «σλαβικό κίνδυνο». Αυτό βέβαια το έκανε για να ρίξει την κυβέρνηση Θεοτόκη.

Στις 7 Νοεμβρίου, μια τεράστια διαδήλωση που ξεκινούσε από τα Προπύλαια (το Πανεπιστήμιο το είχαν καταλάβει οι φοιτητές και το φρουρούσαν, για να μην μπουν μέσα οι χωροφύλακες-έτσι λέγονταν τότε οι αστυνομικοί) με κατεύθυνση τους Στύλους του Ολυμπίου Διός, είχε τραγική κατάληξη, όταν οι χωροφύλακες άρχισαν να πυροβολούν, για να εμποδίσουν μια μερίδα του πλήθους να κατευθυνθεί προς την Αρχιεπισκοπή και να την καταλάβει. Άλλοι από το πλήθος επιχείρησαν να εισβάλουν στη Βουλή, για να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση Θεοτόκη σε παραίτηση. Ακολούθησαν αιματηρά επεισόδια. Υπήρξαν οκτώ νεκροί (σύμφωνα με άλλες πηγές έντεκα), εβδομήντα τραυματίες, ενώ συνελήφθησαν και είκοσι δύο διαδηλωτές.

Τελικά η κυβέρνηση Θεοτόκη παραιτήθηκε, ομοίως έπραξε και ο Αρχιεπίσκοπος. Η «Ακρόπολις» διέκοψε τη δημοσίευση των μεταφρασμένων Ευαγγελίων και ανακοίνωσε ότι στέκεται «πολέμιος ἀμείλικτος παντὸς φρονοῦντος ἀντεθνικῶς καὶ ἀτίμως ὅτι τὸ Εὐαγγέλιον δὲν πρέπει νὰ ἀναγιγνώσκεται ἐν ταῖς εκκλησίαις εἰς ἄλλην τινὰ γλῶσσαν πλὴν ἐκείνης εἰς τὴν ὁποίαν ἐγράφη ὑπὸ τῶν Θεοπνεύστων ἀνδρῶν». Φανταστείτε τι θα είχε γίνει, αν η τότε κυβέρνηση εφάρμοζε περικοπές μισθών και συντάξεων και αν επέβαλλε φορολογία σαν τη σημερινή…

Η δημοτική πάντως (ή αλλιώς Νέα Ελληνική) έγινε επίσημη γλώσσα του κράτους το 1975.