Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη
Μπορεί κανείς να φανταστεί ελληνορθόδοξο ναό ή σπίτι χωρίς εικόνες του Χριστού, της Παναγίας και των Αγίων; Φανταζόμαστε πως όχι, αφού οι εικόνες αποτελούν ένα σημαντικό κομμάτι της Ορθόδοξης παράδοσης και είναι δείγμα πίστης και, κατά κάποιον τρόπο, μέσο επικοινωνίας με τα θεία. Και όμως, υπήρξε μία περίοδος της Ιστορίας που το να προσκυνά ή απλώς να έχει κανείς στην κατοχή του εικόνες ήταν παράνομο και επέσυρε αυστηρές ποινές. Και όχι, δεν συνέβη στην Τουρκοκρατία. Μιλάμε για την περίοδο της Εικονομαχίας (726-787 και 814-842), μια εξαιρετικά ταραχώδη και σκοτεινή περίοδο της βυζαντινής Ιστορίας. Οριστικό τέλος στην Εικονομαχία έθεσε η αυτοκράτειρα Θεοδώρα (815-867) από την Έβισσα της Παφλαγονίας, σύζυγος του αυτοκράτορα Θεόφιλου (έζησε το 813-842 και στέφθηκε αυτοκράτορας το 829).
Η περίπτωση της Θεοδώρας αποδεικνύει ότι ο ρόλος της αυτοκράτειρας δεν περιοριζόταν μόνο στο να δέχεται τις βασιλικές τιμές και να ασκεί τα συζυγικά της καθήκοντα, ούτε ήταν ρόλος διακοσμητικός. Αντίθετα, μπορούσε να αναλάβει σημαντικές πρωτοβουλίες και να ασκήσει χρέη συμβούλου του αυτοκράτορα συζύγου της. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι η άλλη Θεοδώρα, η σύζυγος του Ιουστινιανού.
Τη Θεοδώρα την επέλεξε για σύζυγό του ο Θεόφιλος, όταν η μητρυιά του αυτοκράτειρα Ευφροσύνη διοργάνωσε στα ανάκτορα διαγωνισμό ομορφιάς, καλώντας ωραίες κοπέλες από τις καλύτερες οικογένειες της αυτοκρατορίας ως υποψήφιες νύφες. Του έδωσε ένα χρυσό μήλο για να το προσφέρει σε εκείνη που θα του άρεσε περισσότερο. Ο Θεόφιλος αρχικά πρόσεξε την πανέμορφη Κασσιανή. Την πλησίασε και της είπε: «Από τη γυναίκα προέρχονται τα μεγαλύτερα κακά» (εννοώντας την Εύα, που έδωσε τον απαγορευμένο καρπό στον Αδάμ). Εκείνη όμως, καθώς ήταν ευφυής και ετοιμόλογη, του αποκρίθηκε: «Από τη γυναίκα προέρχονται επίσης τα μεγαλύτερα καλά» (εννοώντας την Παναγία, που γέννησε τον Χριστό). Δυστυχώς, ο Θεόφιλος δεν εκτίμησε την ευστροφία της νεαρής κοπέλας και πρόσφερε το μήλο στη Θεοδώρα. Η Κασσιανή αργότερα έγινε μοναχή και διέπρεψε ως ποιήτρια-υμνογράφος. Δικό της έργο είναι το περίφημο τροπάριο «Κύριε, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή» που ψάλλεται τη Μ. Τρίτη.
Ο Θεόφιλος ως αυτοκράτορας ήταν δίκαιος και φιλότεχνος. Ενώ όμως ήταν ευσεβής, ανήκε στους εικονομάχους αυτοκράτορες, εκείνους δηλαδή που πολέμησαν την προσκύνηση των εικόνων, πράγμα που τον στιγμάτισε. Η Εικονομαχία ξεκίνησε επί εποχής Λέοντος Γ΄ Ισαύρου, οποίος εξέδωσε διάταγμα σχετικό με την καταστροφή των εικόνων και τη δίωξη των εικονολατρών. Την πολιτική του συνέχισε ο γιος του, Κωνσταντίνος Ε΄. Ο Λέων Γ΄ προχώρησε σε αυτήν την ενέργεια, επειδή μία μεγάλη μερίδα των πιστών, που ονομάζονταν εικονολάτρες ή εικονόφιλοι, είχε καταλήξει να λατρεύει τις εικόνες με τρόπο που θύμιζε ειδωλολατρία. Για παράδειγμα, έριχναν ξύσμα από τις εικόνες μέσα στη Θεία Κοινωνία ή χρησιμοποιούσαν το ξύσμα ως φάρμακο για τις ασθένειες. Το σκεπτικό των εικονομάχων βασιζόταν στο ακόλουθο εδάφιο της Παλαιάς Διαθήκης: «οὐ ποιήσεις σεαυτῷ εἴδωλον, οὐδὲ παντός ὁμοίωμα, ὅσα ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω καὶ ὅσα ἐν τῇ γῇ κάτω καὶ ὅσα ἐν τοῖς ὕδασιν ὑποκάτω τῆς γῆς. Οὐ προσκυνήσεις αὐτοῖς, οὐδέ μὴ λατρεύσῃς αὐτοῖς.» Πλανήθηκαν όμως, επειδή, αφού ο Χριστός υπήρξε ταυτόχρονα τέλειος Θεός και άνθρωπος (υπαρκτό πρόσωπο), η απεικόνιση του προσώπου Του δεν αποτελεί είδωλο. Οι εικόνες θα θεωρούνταν είδωλα εάν απεικόνιζαν πρόσωπα ανύπαρκτα.
Ο λαός λοιπόν στα επόμενα χρόνια διχάστηκε και οι εικονολάτρες γνώρισαν πρωτοφανείς διώξεις, που σε πολλούς θύμιζαν τους διωγμούς των Ρωμαίων εναντίον των Χριστιανών. Συλλαμβάνονταν και υφίσταντο εξευτελισμούς και βασανιστήρια. Πολλά έργα τέχνης και συγγράμματα καταστράφηκαν. Στο στόχαστρο βρέθηκαν και τα μοναστήρια, τα οποία οι εικονομάχοι κατέστρεφαν, ενώ οι μοναχοί συλλαμβάνονταν και διαπομπεύονταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης. Επιπλέον, διαταράχθηκαν οι σχέσεις της Κωνσταντινούπολης με τη Ρώμη, επειδή ο Πάπας αποδοκίμασε τις εικονομαχικές αντιλήψεις, και κατά συνέπεια μειώθηκε η πολιτική επιρροή του Βυζαντίου στην Ιταλία. (Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες ήταν το Σχίσμα του 1054 και η απώλεια των βυζαντινών κτήσεων στη νότια Ιταλία.)
Προσωρινό τέλος στην Εικονομαχία έθεσε η Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας το 787, που συγκλήθηκε με πρωτοβουλία της αυτοκράτειρας Ειρήνης της Αθηναίας. Τότε καταδικάστηκε ως αίρεση η Εικονομαχία και αναστηλώθηκαν οι εικόνες, με το σκεπτικό ότι προσκυνώντας την εικόνα ο πιστός δεν αποδίδει τιμές στην εικόνα ως αντικείμενο, αλλά στο εικονιζόμενο πρόσωπο. Απλά και αυτονόητα πράγματα για εμάς σήμερα, αλλά δυσνόητα σε εκείνους τους σκοτεινούς καιρούς…
Επί των ημερών του Θεόφιλου οι εικονομαχικές αντιλήψεις αναζωπυρώθηκαν. Ο ίδιος απαγόρευσε την προσκύνηση των εικόνων και αποκήρυξε τη Ζ΄ Οικουμενική Σύνοδο. Η Θεοδώρα όμως ήταν κρυφή εικονολάτρισσα, όπως ήταν και οι γονείς της. Όταν όμως το χειμώνα του 842 ο Θεόφιλος αρρώστησε βαριά και πέθανε, η Θεοδώρα (που ανέλαβε χρέη επιτρόπου του ανήλικου γιου της) έπεισε τους άλλους τρεις συνεπιτρόπους να τερματίσουν την Εικονομαχία, λέγοντάς τους ότι στις τελευταίες του στιγμές ο αυτοκράτορας μετανόησε και ασπάστηκε τις εικόνες. Συγκάλεσε νέα Σύνοδο, που αναγνώρισε το κύρος της Ζ΄ Οικουμενικής Συνόδου και αναστήλωσε οριστικά τις εικόνες, και τέλεσε εορτή της Ορθοδοξίας την Α΄ Κυριακή των Νηστειών του 842.
Έκτοτε η Α΄ Κυριακή των Νηστειών (η πρώτη δηλαδή Κυριακή της Μ. Σαρακοστής) λέγεται Κυριακή της Ορθοδοξίας και τιμά αυτό το ιστορικό γεγονός. Γι’ αυτό και γίνεται λιτάνευση των εικόνων στους ναούς, ενώ και οι πιστοί φέρνουν μαζί εικόνες από τα σπίτια τους. Η αυτοκράτειρα Θεοδώρα τιμάται ως Αγία στις 11 Φεβρουαρίου.