Συνέντευξη στην Άννα Παχή
Με αφορμή το νέο του θεατρικό έργο «Το Κορίτσι-Βασιλιάς και το άδοξο τέλος του Καρτέσιου» το iart.gr συνομίλησε με τον Θεοδόση Πελεγρίνη. Είναι μεγάλη τιμή.
Ποιο ήταν το έναυσμα να ασχοληθείτε με τον Καρτέσιο; Πιστεύετε ότι οι θεωρίες του έχουν αντίκρισμα; Τι μπορεί να μας διδάξει η ζωή, το έργο και το τέλος του ;
Είναι η δεύτερη φορά που καταπιάνομαι με τον Καρτέσιο. Πριν από 12, 13 χρόνια είχε ανέβει στην σκηνή της Αίθουσας «Νίκος Σκαλκώτας» του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών, άλλο ένα θεατρικό έργο μου, επίσης με το ίδιο θέμα. Το κίνητρο να ασχοληθώ ξανά, ήταν το άδοξο τέλος του, προϊόν της ματαιοδοξίας, την οποία, δυστυχώς, δεν μπορούν να ξεπεράσουν και άνθρωποι τεράστιου πνευματικού βεληνεκούς όπως ήταν ο ίδιος. Ο Καρτέσιος αποφάσισε στα 54 χρόνια του να αφήσει την ήσυχη ζωή του και να πάει σε μιαν άγνωστη χώρα, τη Σουηδία, όπου, όπως έλεγε με απελπισία, οι σκέψεις παγώνουν όπως το νερό, για να κάνει μαθήματα φιλοσοφίας στη βασίλισσα Χριστίνα, μια ιδιότροπη 23χρονη γυναίκα, το «Κορίτσι Βασιλιάς», όπως την αποκαλούσαν στο παλάτι. Γιατί; Επειδή η βασίλισσα του υποσχέθηκε μια θέση στην Αυλή. Η μετάβαση αυτή, στάθηκε μοιραία για τη ζωή του. Αν κάτι λοιπόν μπορεί να μας διδάξει η περιπέτεια του Καρτέσιου στη Σουηδία είναι τα καταστροφικά αποτελέσματα της ματαιοδοξίας. Τα μαθήματα που παραδίδει ο φιλόσοφος στη Χριστίνα, είναι μια αφορμή για να αναπτύξει κατά τρόπον δραματουργικό τις ιδέες του και να καταλάβει ο αναγνώστης ή ο θεατής του έργου μου «Το Κορίτσι-Βασιλιάς», πόσο σπουδαίος ήταν και πόσο οι απόψεις του μπορούν να τον βοηθήσουν να αντιληφθεί τη θέση του στον κόσμο.
Πως καταλήξατε στην θεατρική παρουσίαση; Δεν θα ήταν πιο «εύκολο» να γράψετε ένα σχετικό βιβλίο;
Το πιο εύκολο ακόμη θα ήταν να μην γράφω καθόλου, να μην ασχοληθώ με την φιλοσοφία που ασχολήθηκα, να μην καταγίνω στη διδασκαλία στην οποία ανάλωσα τόσα χρόνια της ζωής μου, να μην κάνω δηλαδή τίποτα. Τι νόημα θα είχε τότε η ζωή μου; Θέλω να πω, πάντοτε, αν είναι να δώσει κανείς νόημα στην ύπαρξή του, θα πρέπει να ξεπερνάει τα όρια εντός των οποίων βρίσκεται, να αναζητεί νέες εμπειρίες, με τον κίνδυνο βέβαια να αποτύχει. Αξίζει όμως να παίρνει κανείς το ρίσκο. «Το ζην επικινδύνως», έλεγε ο Νίτσε, «είναι ένας κατ’ εξοχήν ενδιαφέρων τρόπος ζωής».
Φιλοσοφία και θέατρο. Πως αλληλοσυμπληρώνονται – εάν συμβαίνει αυτό – κατά τη γνώμη σας;
Βλέποντας τώρα τη ζωή μου προς τα πίσω, καταλαβαίνω ότι η ενασχόλησή μου στη φιλοσοφία και το θέατρο δεν ήταν τυχαία. Υπάρχει, διαπιστώνω, μια εκλεκτική συγγένεια μεταξύ τους, ένας αναγκαίος δεσμός. Τόσο το θέατρο όσο και η φιλοσοφία στηρίζονται στο διάλογο. Στη σκηνή, αν μιλάμε για το θέατρο, οι ηθοποιοί δρουν διαλεγόμενοι. Ακόμη κι αν πρόκειται για μονόλογο, ο ηθοποιός διαλέγεται με το κοινό. Όσον αφορά τη φιλοσοφία, ο Πλάτων την ορίζει ως διαλεκτική, ως τη διαδικασία εκείνη όπου λέει κανείς κάτι δίνοντας τη δυνατότητα στον άλλο να υποστηρίξει την άποψή του. Το γεγονός ότι το θέατρο και η φιλοσοφία εκφράζονται μέσω του διαλόγου δεν σημαίνει βέβαια ότι ταυτίζονται κιόλας. Κάθε άλλο μάλιστα. Τα μέσα, οι τρόποι, τα εργαλεία, για να μεταχειριστώ έναν όρο του συρμού, που χρησιμοποιούνται στο θέατρο και τη φιλοσοφία είναι τελείως διαφορετικά, έτσι ώστε να μπορούμε βάσιμα να λέμε ότι πρόκειται για δυο αυτόνομους και ανεξάρτητους μεταξύ τους τομείς του πολιτισμού.
Είστε καθηγητής με πολλές διακρίσεις και έδρες. Ταυτόχρονα, συμμετέχετε ενεργά στα κοινά, γράφετε βιβλία και θεατρικά έργα, είστε πολύ καλός ηθοποιός (έχω δει το «Τρύπιο βαρέλι») κάνατε ραδιόφωνο. Δείχνετε να μην στέκεστε στιγμή. Πως τα καταφέρνετε;
Επιτρέψτε μου να ας πω μια ιστορία. Μικρός πήγαινα στο Ελληνικό –έτσι νομίζω λεγόταν – Ωδείο Αθηνών στην οδό Φειδίου, στο κέντρο της Αθήνας, για να μάθω κιθάρα. Δυστυχώς η επίδοσή μου ήταν τέτοια, ώστε ο καθηγητής μου – ο κος Τριάντος, θυμάμαι το όνομά του– να μου κάνει απαξιωτικές παρατηρήσεις. Δικαιολογήθηκα ότι δεν ήταν θέμα αμέλειας, αλλά δεν πρόφταινα με τα μαθήματα στο σχολείο. Αντέδρασε στις δικαιολογίες μου φέρνοντας σαν παράδειγμα μια συμμαθήτριά μου στο Ωδείο, πιο μικρή από εμένα, που ήταν εξαιρετική –και στο σολφέζ και στην κιθάρα, σε όλα. Το κορίτσι αυτό, μου είπε ο κος Τριάντος, έκανε και μπαλέτο και ξένες γλώσσες και στη χορωδία πήγαινε, και παρόλα αυτά τα κατάφερνε περίφημα στο Ωδείο. Γιατί, μου εξήγησε, είχε οργάνωση και πρόγραμμα. Αυτό, έμεινε μέσα μου σαν ένα μάθημα ζωής, το οποίο ακολουθώ πιστά. Δεν μπορείς να είσαι παραγωγικός χωρίς οργάνωση, πρόγραμμα και τάξη. Δεν κοιμάμαι το βράδυ πριν βάλω το ξυπνητήρι να κτυπήσει στις 5.30 το πρωί, αλλιώς το πρόγραμμα θα πάει στράφι. Οίκοθεν νοείται ότι μαζί με την οργάνωση χρειάζεται δουλειά, δουλειά, δουλειά, δουλειά! Ο μεγαλύτερος κίνδυνος είναι να επαναπαυθείς στην εξυπνάδα και στο ταλέντο σου.
Η φιλοσοφία φαντάζει «δύσκολη» για τον μέσο άνθρωπο και για αυτό οι περισσότεροι δεν ασχολούνται, ούτε με την ιστορία της, ούτε με όσα μπορεί να προσφέρει. Γιατί, νομίζετε; Πως θα μπορούσε αυτό να αντιστραφεί;
Ο στόχος της φιλοσοφίας δεν είναι να αποκαλύψει τι ισχύει στην πραγματικότητα –αυτός είναι ο στόχος της επιστήμης– αλλά να μας υποδείξει τι θα μπορούσε ή τι θα έπρεπε να ισχύει. Με άλλα λόγια, η φιλοσοφία μιλάει για πράγματα ανοίκεια, για πράγματα που δεν τα ζούμε, παράδοξα πολλές φορές, αλλά αναγκαία για να διευρύνουμε τον ορίζοντα του μυαλού μας. Γι’ αυτό ο Ράσελ έλεγε ότι εκείνος ή εκείνη που θα αποφασίσει να ασχοληθεί στη φιλοσοφία, οφείλει να εξοικειωθεί με τις παραδοξότητες. Οι φιλόσοφοι πολλές φορές μιλάνε για πράγματα που σκανδαλίζουν τη σκέψη μας. Ο Ζήνων ο Ελεάτης, λόγου χάριν, με τα γνωστά του παράδοξα, έλεγε πως δεν υπάρχει κίνηση στον κόσμο. Το στήριζε με επιχειρήματα, δεν έλεγε ανοησίες. Καθώς λοιπόν οι φιλόσοφοι μιλάνε για πράγματα ανοίκεια, μοιραία μεταχειρίζονται και μια περίεργη γλώσσα, ακαταλαβίστικη εκ πρώτης όψεως, την οποία όμως οφείλει να μάθει κανείς, για να μπορέσει να εισπράξει την ομορφιά της φιλοσοφίας και να την απολαύσει. Αυτό το αρχικό στάδιο, της εκμάθησης της γλώσσας των φιλοσόφων, είναι το πιο δύσκολο για εκείνον ή εκείνη που θα αποφασίσει να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία. Είναι όπως στη μουσική. Αν δεν εξοικειωθείς με τη γλώσσα της κλασικής μουσικής, πράγμα επίπονο ασφαλώς, δεν θα μπορέσεις να απολαύσεις την Ενάτη του Μπετόβεν. Θα πρέπει να απορριφθεί η Ενάτη, επειδή δεν φροντίσαμε εμείς να εξοικειωθούμε με την κλασική μουσική;
Ποιος – κατά τη γνώμη σας – είναι ο καλύτερος τρόπος να αρχίσει κάποιος να ασχολείται με τη φιλοσοφία;
Να αρχίσει διαβάζοντας δευτερεύουσα βιβλιογραφία. Πριν πάρει στα χέρια του να διαβάσει Αριστοτέλη ας πούμε, καλό είναι να διαβάσει άλλους συγγραφείς που έγραψαν για τον Αριστοτέλη. Η επιλογή βέβαια αυτή κάθε άλλο παρά ακίνδυνη είναι. Διότι το πρόβλημα με την κατανόηση της φιλοσοφίας δεν είναι η ίδια η φιλοσοφία αλλά οι συγγραφείς που καταγίνονται σε αυτήν και, αντί να ξεδιαλύνουν τα νοήματά της, τα μπερδεύουν, με αποτέλεσμα να καθιστούν τη φιλοσοφία στριφνή και απωθητική. Άρα εκείνοι που θα αποφασίσουν να ασχοληθούν στην φιλοσοφία θα πρέπει να προσέξουν τις επιλογές τους.
«Το Kορίτσι – Bασιλιάς»
Μόλις κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Παπαζήση η ιλαροτραγωδία του Θεοδόση Ν. Πελεγρίνη «Το Kορίτσι – Bασιλιάς», που αναφέρεται στο άδοξο τέλος του Καρτέσιου, του πατέρα της Νεότερης Φιλοσοφίας. Το έργο εκτυλίσσεται λίγους μήνες πριν πεθάνει ο Καρτέσιος, το 1650, στα ανάκτορα της Σουηδίας, όπου είχε μεταβεί ύστερα από πρόκληση της βασίλισσας Χριστίνας προκειμένου να της κάνει μαθήματα φιλοσοφίας και την υπόσχεσή της να του δοθεί κάποια θέση στην Αυλή της –υπόσχεση που δεν τηρήθηκε όμως. Μετά τον αινιγματικό θάνατο του Καρτέσιου το σώμα του ακρωτηριάστηκε έτσι, ώστε το κεφάλι και το σώμα του να μεταφερθούν χωριστά στην πατρίδα του, στο Παρίσι, όπου τελικά το μεν κρανίο βρέθηκε να φυλάσσεται στο Μουσείο Φυσικών Επιστημών, τα δε υπόλοιπα οστά ενταφιάστηκαν στο αβαείο του Σεν Ζερμέν ντε Πρε.