«Ξέρετε πώς γράφω τα διηγηματάκια μου;», είπε μια μέρα ο Τσέχωφ  στον Ρώσο συγγραφέα Βλαντιμίρ Κορολένκο. «Να σας πως αμέσως», του λέει ο Τσέχωφ.. Έριξε μια ερευνητική ματιά πάνω στο τραπέζι, άρπαξε το πρώτο πραγματάκι που βρήκε, ένα σταχτοδοχείο, και το απέθεσε μπροστά στον Κορολένκο. «Αυτό, αν θέλετε», του είπε, «θα είναι το αυριανό μου διήγημα. Τίτλος; “Το σταχτοδοχείο”».

Ο Προυστ ηρέσκετο να παρομοιάζει τον συγγραφέα με οπτικό που κατασκευάζει φακούς για τους αναγνώστες, προκειμένου να διερευνήσουν την ζωή στις λεπτομέρειές της, που μόνοι τους αδυνατούν να παρατηρήσουν. Τι άλλο, αλήθεια, έλεγε ο Καβάφης, είναι η τέχνη παρά λεπτομέρειες!

Ιδού, μεταξύ άλλων, το μεγαλείο της τέχνης, και, ειδικότερα, της λογοτεχνίας: να πιάνει ασήμαντα πράγματα, που τα προσπερνάμε στην ζωή μας δίχως καμιά διάθεση να ασχοληθούμε μαζί τους, και να μας τα παρουσιάζει με τέτοιο τρόπο, ώστε να νιώσομε μια ευχαρίστηση –«αισθητική απόλαυση» την λένε οι φιλοσοφούντες– που δεν την βλέπομε, δεν την ακούμε, δεν την πιάνομε, δεν την μυρίζομε, δεν την γευόμαστε, αλλά την νιώθομε με έναν όλως ιδιαίτερο –μυστικό, ανέκφραστο, υπαινικτικό– τρόπο και, καθώς την νιώθομε, συλλαμβάνομε τον  εαυτό μας καθηλωμένο κάτω από αέρινο βάρος της.

Αυτή, λοιπόν, την κρυφή, ανεπαίσθητη απόλαυση φιλοδοξεί ο συγγραφέας των μικρών ιστοριών που ακολουθούν, να προκαλέσει στον άγνωστό του παραλήπτη τους.

Μικρές ιστορίες, προκειμένου, σε όσους τις διαβάσουν, να αφήσουν την ανάμικτη γεύση του πικρού και του γλυκού, του φαιδρού και του σοβαρού, του ταπεινού και του υψηλού, του μάταιου και του σκόπιμου, του χρήσιμου και του ανώφελου, του περιττού και του αναγκαίου, – μια ευχαρίστηση με δυο λέξεις, που ένα λογοτεχνικό κείμενο οφείλει, αν είναι να αναγνωριστεί σαν τέτοιο, να προσφέρει στον αναγνώστη του.

 

Εκδόσεις ‘Ελληνικά Γράμματα’