Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη
Στην Κολωνία, μεγάλη και ιστορική πόλη της Γερμανίας, είναι κτισμένος ο βυζαντινής τεχνοτροπίας ναός του Αγίου Παντελεήμονα, ή αλλιώς Αγίου Πανταλέοντα (όπως ήταν το αρχικό όνομα του Αγίου), μέσα στον οποίο υπάρχει ένα άγνωστο αλλά σπουδαίο κομμάτι της ευρωπαϊκής και της ελληνικής ιστορίας. Πρόκειται για τον τάφο της αυτοκράτειρας Θεοφανώς, η οποία το 972 σε ηλικία δεκαέξι ετών έγινε σύζυγος του πρίγκιπα Όθωνα Β΄, γιου και διαδόχου του Γερμανού αυτοκράτορα Όθωνα Α΄.
Για την καταγωγή της Θεοφανώς δεν υπάρχουν επαρκείς πληροφορίες, αλλά οι απόψεις των μελετητών σήμερα συγκλίνουν στο ότι ήταν ανιψιά δύο αυτοκρατόρων, του Ιωάννη Τσιμισκή και του Νικηφόρου Φωκά. Η άποψη ότι ήταν κόρη του αυτοκράτορα Ρωμανού Β΄ και της Θεοφανώς μάλλον δεν ευσταθεί, γιατί εκείνοι παντρεύτηκαν το 956 και πρωτότοκος γιος τους ήταν ο Βασίλειος Β΄ ο επονομαζόμενος Βουλγαροκτόνος. (Αυτός στέφθηκε αυτοκράτορας το 976, όταν είχε πλέον ενηλικιωθεί.)
Την εποχή του Τσιμισκή υπήρχε έντονη διαμάχη ανάμεσα στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία και τη Γερμανική Αυτοκρατορία σχετικά με τις βυζαντινές κτήσεις της Κάτω Ιταλίας. Επειδή όμως οι πολεμικές συγκρούσεις δεν ανέδειξαν νικητή, κρίθηκε επωφελέστερο οι δύο αυτοκρατορίες να συνάψουν ειρήνη και συμμαχία. Ο Τσιμισκής ήθελε οπωσδήποτε να έχει εξασφαλισμένα τα νώτα του στη Δύση, γιατί έπρεπε να αντιμετωπίσει τους Βουλγάρους και τους Σαρακηνούς. Ο καλύτερος τρόπος για να επισφραγιστεί η συμμαχία αυτή ήταν ένας γάμος. Ο Όθων Α΄ ζήτησε λοιπόν σύζυγο για το γιο του την ανιψιά του Τσιμισκή, Θεοφανώ. Πράγματι, στις 14 Απριλίου 972 έγιναν με την πρέπουσα μεγαλοπρέπεια οι γάμοι και η στέψη του νεαρού ζεύγους στη βασιλική του Αγίου Πέτρου της Ρώμης, με τις ευλογίες του Πάπα Ιωάννη ΙΓ΄. (Σημειώνουμε ότι το Σχίσμα, που διαχώρισε την Ορθόδοξη από τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία συνέβη το 1054, επομένως ο γάμος αυτός δεν είχε θρησκευτικό κώλυμα.)
Ο Όθων Α΄ πέθανε τον επόμενο χρόνο και έτσι ο Όθων Β΄ και η Θεοφανώ έγιναν το νέο αυτοκρατορικό ζευγάρι της Γερμανίας. Η Θεοφανώ, η οποία διέθετε ξεχωριστή ομορφιά, έμφυτη ευγένεια και εξαίρετη μόρφωση, στάθηκε πανάξια στο πλευρό του και ύστερα από τον ξαφνικό του θάνατο το 983, κυβέρνησε ως αντιβασίλισσα και επίτροπος του ανήλικου γιου τους Όθωνα Γ΄, διασφαλίζοντας με τον καλύτερο τρόπο τα συμφέροντά του και επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη πολιτική ευστροφία και οξυδέρκεια.
Η Θεοφανώ αποτέλεσε και υποδειγματική εκπρόσωπο του ελληνοβυζαντινού πολιτισμού στη Γερμανία, που, παρά την πολιτική και στρατιωτική της ισχύ, στον τομέα του πολιτισμού ήταν πολύ πίσω από το Βυζάντιο. Καθιέρωσε συνήθειες της βυζαντινής αυλής στο νέο της παλάτι, όπως την επιβλητική εθιμοτυπία, και εντυπωσίασε με τους λεπτούς της τρόπους και με την πολυτέλεια του τρόπου ζωής στον οποίο ήταν μαθημένη (ντυνόταν με μεταξωτά φορέματα, φορούσε πολύτιμα στολίδια και έκανε συχνά μπάνιο).
Λέγεται επίσης ότι εκείνη ήταν που δίδαξε στους υπηκοόους της τη χρήση του… πιρουνιού. Η μεγάλη προσφορά της ήταν ότι γνώρισε στους Γερμανούς τις ελληνικές τέχνες και τα γράμματα, καθώς την είχαν ακολουθήσει Έλληνες ευγενείς και αυλικοί, καλλιτέχνες, διανοούμενοι, επιστήμονες και ιερωμένοι. Χάρη σε εκείνη ξεκίνησε η ενασχόληση των Γερμανών με τον ελληνικό πολιτισμό, γεγονός που επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον γερμανικό πολιτισμό. Λόγου χάρη, στον τομέα της αγιογραφίας παρατηρήθηκε η εισαγωγή νέων μοτίβων (όπως η Δέησις), που δεν απαντούσαν μέχρι τότε στη Γερμανία. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, η ίδια έφερε από την Ελλάδα ρίζες αμπελιών και έμαθε στους Γερμανούς την αμπελουργία και από τότε ξεκίνησε η παραγωγή των περίφημων κρασιών στην κοιλάδα του Ρήνου. Λέγεται μάλιστα ότι ο γιος της ήταν ιδιαίτερα υπερήφανος για την ελληνική καταγωγή του και για το γεγονός ότι μιλούσε την ελληνική γλώσσα.
Πέρα από αυτά, η Θεοφανώ ασχολήθηκε με φιλανθρωπίες και δωρεές, χάρη στις οποίες κτίστηκαν ναοί σε πολλές πόλεις της Γερμανίας, στους οποίους δώρισε λείψανα Αγίων που είχε φέρει από την πατρίδα της (τέτοιος είναι ο ναός του Αγίου Παντελεήμονα στην Κολωνία) και διατηρούσε σχέσεις με Έλληνες που ζούσαν στη Ρώμη.
Και όμως, παρά το σπουδαίο της έργο, η Θεοφανώ δέχτηκε σκληρή κριτική από μια μερίδα ευγενών και του κλήρου, οι οποίοι την αντιμετώπιζαν περιφρονητικά, χλεύαζαν την ελληνική της καταγωγή και κατέκριναν τις συνήθειές της, τον τρόπο ζωής της και γενικά τη συμπεριφορά της, που ξέφευγε από τα καθιερωμένα γερμανικά πρότυπα. Είναι επίσης γνωστό ότι με την πεθερά της την αυτοκράτειρα Αδελαΐδα υπήρχε αντιπαλότητα, γιατί εκείνη ένιωθε ότι παραγκωνιζόταν από την Ελληνίδα νύφη της (διαχρονικό και καθολικό το πρόβλημα νύφης και πεθεράς, όπως βλέπουμε). Διακρίνουμε λοιπόν τη σαφή προκατάληψη πολλών Ευρωπαίων για τους Έλληνες και για τον ελληνικό πολιτισμό, προκατάληψη που εντάθηκε αργότερα με το Σχίσμα. Απόδειξη ότι ενώ αργότερα οι σύζυγοι των Γερμανών αυτοκρατόρων αγιοποιήθηκαν και οι βίοι τους (vitae στα λατινικά) έγιναν αντικείμενο συγγραφής, κάτι τέτοιο δεν συνέβη με τη Θεοφανώ. Σώζονται όμως μια ζωγραφική απεικόνισή της σε ένα Ευαγγέλιο που χρονολογείται γύρω στο έτος 1000, ένα άγαλμά της και μια ανάγλυφη απεικόνιση των γάμων της.
Στην Κολωνία υπάρχει ακόμη και σήμερα πλατεία και οδός με το όνομα της Θεοφανώς, καθώς και το Πειραματικό Γυμνάσιο «Αυτοκράτειρα Θεοφανώ» και Σύλλογος Φίλων της Θεοφανώς. Το 1991, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης 1000 ετών από το θάνατό της, δοργανώθηκε στην πόλη αυτή από το Δήμο σε συνεργασία με το ελληνικό προξενείο και με πολιτιστικούς και εκκλησιαστικούς φορείς μια σειρά εκδηλώσεων στη μνήμη της Ελληνίδας αυτοκράτειρας των Γερμανών. Γι’ αυτό λοιπόν αξίζει και εμείς να θυμόμαστε αυτήν τη σπουδαία Ελληνίδα.