Συνέντευξη στην Άννα Παχή

Με αφορμή την έκθεση ζωγραφικής “Υπαινικτικές Αναμνήσεις” που παρουσιάζεται στην Art Apelle Gallery, το iart.gr μιλά με την Βασιλική Δημητράκου. Οι πίνακές της, αισθαντικοί, σχεδόν ονειρικοί σε σημεία, ταξιδεύουν τον θεατή και δημιουργούν ιστορίες που του θυμίζουν κομμάτια του εαυτού του. Γη, φύση, αντικείμενα, πλάθονται στο μυαλό αυτού που τα βλέπει, κι αν τα χρώματα δείχνουν λίγο μελαγχολικά, υπάρχει σε κάθε έργο η ελπίδα και η χαρά της ζωής.

Βασιλική, πως μπλέχτηκες με τα εικαστικά;

Ήταν ο πρώτος έρωτας της ζωής μου. Ήμουν πέντε χρονών όταν επισκέφτηκα με τον παππού μου, έναν ανιψιό του ζωγράφο. Όταν μπήκα στο εργαστήριο, μαγεύτηκα. Κοιτούσα τα έργα του, άλλα μικρά, άλλα τεράστια.. Με έπιασε δέος. Κατόπιν άρχισα να ζωγραφίζω ακόμη περισσότερο. Αργότερα ο πατέρας μου αγόρασε την εγκυκλοπαίδεια ΔΟΜΗ, που είχε έναν ειδικό τόμο, Πινακοθήκη. Κοιτούσα τις εικόνες, διάβαζα για τους ζωγράφους και ζωγράφιζα κι εγώ. Έρωτας με την πρώτη ματιά. Δεν θα μπορούσα να κάνω κάτι άλλο, γιατί ήταν έκφραση για μένα, γλώσσα. Αποφάσισα να  δώσω απευθείας στην Καλών Τεχνών, χωρίς καμία σχεδόν προετοιμασία. Πήγα για ένα μήνα στο εργαστήρι του Ξανθόπουλου, είδα τι γίνεται και είπα πως θα περάσω. Δεν έγιναν όμως τα πράγματα όπως τα είχα στο μυαλό μου. Πήρα καλή βαθμολογία, αλλά όχι τόσο καλή όσο έπρεπε. Δεν απογοητεύτηκα. Ο πατέρας μου τότε, για να μου δώσει ώθηση, μου είπε πως μπορούσα να πάω στη Θεσσαλονίκη για ένα χρόνο έτσι ώστε να προετοιμαστώ για να ξαναδώσω. Η συμφωνία ήταν πως αν δεν περνούσα, είτε στην Καλών Τεχνών, είτε στο Πανεπιστήμιο, θα έπιανα δουλειά. Τότε, έβαλα τη λογική μου μπροστά. Διάβασα και πέρασα στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, στο τμήμα Διοίκησης Επιχειρήσεων, έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού μου πως θα ξαναέδινα στην Καλών Τεχνών με την ησυχία μου.

Ύστερα;

Σχεδόν αμέσως γνώρισα τον μετέπειτα σύζυγό μου, ενώ σε όλη την διάρκεια των σπουδών μου συνέχιζα να ζωγραφίζω. Παντρεύτηκα, έκανα μια κόρη και ξεκίνησα την καριέρα μου στη Διοίκηση Επιχειρήσεων που μου ταίριαξε αρκετά. Έφτασα σε πολύ καλές θέσεις, με αξιόλογα χρήματα και παροχές, πριν την κρίση. Όμως, υπήρχε ένα κενό. Ήρθε η ώρα που σκέφτηκα πως είχα ξεκινήσει για κάπου αλλού. Τότε άνοιξα το εργαστήριό μου και ταυτόχρονα αποφάσισα να ξαναδώσω στην Καλών Τεχνών. Πέρασα στη Φλώρινα και πηγαινοερχόμουν κάθε μέρα καθώς είχα την οικογένειά μου στη Θεσσαλονίκη. Πήρα πτυχίο το 2012 με άριστα. Είπα και τον όρκο, κάτι που χάρηκα πάρα πολύ. Είμαι πολύ περήφανη που το κατάφερα. Ξυπνούσα κάθε μέρα στις 4 και τέταρτο για να πάρω το τρένο, να πάω στη σχολή, ύστερα να γυρίσω, να δουλέψω. Ήταν υπέροχο ταξίδι, το λάτρεψα.

Έκτοτε;

Συνέχισα να εργάζομαι στο εργαστήριό μου και να διδάσκω παιδιά. Μένω στο Μπαξέ Τσιφλίκι, αυτό του Τσιτσάνη. Είναι πολύ όμορφο μέρος. Στο σπίτι μας μένουν δυο γάτες κι ένας σκύλος, ενώ η κόρη μου θέλει να φέρει έναν παπαγάλο. Δεν ξέρω που θα μπει, γιατί έχω θέμα. Δεν μπορώ να βλέπω ζωντανό πλάσμα σε κλουβί, ειδικά πουλί. Στενοχωριέμαι. Αν δεν ήμουν άνθρωπος, θα ήθελα να είμαι πουλί. Θέλω να είμαι ελεύθερη, να αναπνέω ελεύθερα. Δεν μπορώ την καταπίεση κι όταν στερούμαι της ελευθερίας, μαραζώνω. Γενικά οι άνθρωποι είναι κτητικοί. Θέλουν να σε έχουν δικό τους με έναν τρόπο που νομίζουν ότι εσένα σε βοηθάει, αλλά δεν είναι έτσι. Συνήθως, αν δέσεις με κάποιον δίνεις συνέχεια ευκαιρίες αλλά μόλις αποφασίσεις πως πρέπει να αγαπήσεις πρώτα τον εαυτό σου και να του δώσεις την ελευθερία που του αξίζει τότε ταρακουνιούνται όλα. Λες “ξυπνάμε, φύγαμε”.

Πες μου για την έκθεση.

Βγήκε αβίαστα και πρόκειται για θεματική από το εργαστήρι της Σχολής, που βρίσκεται στο Μεσονήσι, ένα μέρος που δεν έχει τίποτα. Δεν μπορείς να αγοράσεις ούτε νερό. Οι κάτοικοι και εμείς. Οπότε ήμασταν “απομονωμένοι”. Προσωπικά λατρεύω τη φύση, το βουνό. Πηγαίνοντας εκεί κάθε μέρα έπρεπε να είμαι απόλυτα οργανωμένη. Να δουλεύω με ότι  έβρισκα, πέρα από τα βασικά υλικά. Λατρεύω την απουσία χρώματος , αυτό της σκουριάς. Δεν μου χρειάζονται ακριβά λάδια για να κάνω κάτι εντυπωσιακό. Θέλω από το τίποτα να φτιάξω κάτι πολύ δυνατό. Τότε δεν γνώριζα την arte povera, δεν είχα καμία επιρροή. Πειραματιζόμουν, έψαχνα να βρω αν αυτό που έκανα με εξέφραζε. Ανακάλυψα ότι πρόκειται για μνήμες, παιδικές. Μνήμες από τη γειτονιά, ιστορίες τοίχων, πάντα μου άρεσε να “ακούω” τους τοίχους. Σκιές, υγρασία, ακόμη και η μούχλα. Πολύ σημαντικό ρόλο, έπαιξε η καλύβα του παππού μου. Ήταν το πρώτο σπίτι που έφτιαξε και δεν το αποχωρίστηκε ποτέ. Τώρα πια υπάρχει μόνο σε φωτογραφίες.. Για μένα, αυτή η καλύβα υπήρξε ένας τεράστιος κόσμος. Είχε φαρδιές πέτρες από το ποτάμι, ένα παραθυράκι με τέσσερα διαφορετικά τζάμια, μια λάμπα πετρελαίου, δεμένη με σύρμα στην οροφή. Δίπλα το βαρέλι με το αλεύρι, το τραπέζι. Μια σόμπα και πίσω της ένα ράφι με καφέ, ζάχαρη κι ένα καμινέτο. Θυμάμαι σαν τώρα το κουτί από Καλμαλίνη, που τα φύλαγε. Όποτε ήμουν εκεί κι έφτιαχνε καφέ με την καλύβα να μοσχομυρίζει, μου έδινε μια κουταλιά ζάχαρη. Αυτό ήταν το γλυκό μου. Βιβλία της μαμάς μου, σκονισμένα. Όλο αυτό λουσμένο σε γήινα χρώματα, καφέ, μπεζ, καπνισμένα.. Οι εικόνες βρίσκονται ατόφιες μέσα μου. Έκλαψα πολύ όταν την γκρέμισαν.. Όλη η έκθεση έχει βασικό της άξονα αυτήν την καλύβα. Προέκυψαν ιστορίες, άλλες πραγματικές, άλλες φανταστικές. Γεννήθηκαν κι άλλα πράγματα. Το καντήλι, ο σταυρός που πολλές φορές είναι ο ίδιος η λύση, αυτό που θα εισπράξεις από την πορεία, τη διαδικασία. Όλα είναι συμβολικά. Το τι θα δει κάποιος, είναι δικό του θέμα. Το έργο φεύγει από μένα και ο θεατής το πάει όπου θέλει. Δεν είμαι καθόλου εγωίστρια σε αυτό. Το έβγαλα, εξιλεώθηκα. Εσύ πήγαινέ το όπου θες.

Παρόλο που η πρώτη αίσθηση των χρωμάτων είναι λίγο μελαγχολική, σε κάθε έργο υπάρχει κάτι χαρούμενο, κάτι αισιόδοξο.

Δεν έκανα καμία προσπάθεια για αυτό. Απλά, η λαχτάρα μου είναι να ζήσω, επιθυμώ να μηδενίζω το κοντέρ. Κουβαλάω ιστορίες που βγαίνουν προς τα έξω. Νιώθω πολύ τυχερή για την πορεία μου πριν την ζωγραφική. Το κάνω με πολλή χαρά και τελικά γίνεται χαρά και για άλλους. Δεν κάνω κανένα έργο απλά για να γίνει. Μου αρέσουν οι προκλήσεις. Στην προηγούμενη έκθεση υπήρχε ένα πορτραίτο του Alice Cooper. Το ζήτησε ένας φίλος, φανατικός θαυμαστής του. Χρειάστηκε χρόνος να το σκεφτώ, να καθίσει μέσα μου και το έφτιαξα, αφού το δούλεψα στο μυαλό μου για ένα χρόνο περίπου. Χρειάστηκα έναν μήνα για να το φτιάξω, είμαι όμως πολύ ευχαριστημένη με το αποτέλεσμα. Κι ο φίλος μου επίσης! Το μήνυμα που προσπαθώ να δώσω είναι ότι ο πόνος είναι η ζωή μας. Δεν ζούμε χωρίς αυτόν. Δεν μπορείς να βρεις την ευτυχία αν δεν έχεις πονέσει. Διαφορετικά, είναι μια επίπεδη κατάσταση που προσωπικά, δεν μου αρέσει. Όταν κάποια στιγμή σταματήσεις να πονάς, νιώθεις πολύ πιο ωραία. Ζωντανός. Μου αρέσει αυτό.

Βλέπεις ανταπόκριση στο έργο σου;

Στο Μπαξέ η ανταπόκριση είναι πολύ μεγάλη, τόσο από τους μεγάλους όσο και από τα παιδιά. Δεν έχω δείξει τη δουλειά μου στη Θεσσαλονίκη, καθώς, δυστυχώς δεν υπάρχουν οι δυνατότητες της Αθήνας. Η συγκεκριμένη έκθεση παρουσιάστηκε στο Γαλλικό Ινστιτούτο της Λάρισας, θέλοντας να δω την αντίδραση των ανθρώπων εκεί. Έγινε στην χειρότερη δυνατή περίοδο, ήταν Σεπτέμβρης, είχα διάφορα προσωπικά θέματα να διαχειριστώ κι ήταν δύσκολο για μένα. Όλοι είχαν μόλις γυρίσει από διακοπές, λίγο πριν ανοίξουν τα σχολεία, υπήρχε ένας πανικός. Το αποφάσισα όμως και ήρθε κόσμος που δεν γνώριζα. Έβλεπαν τα έργα, αντιδρούσαν με συγκίνηση κι εξαιρετικά σχόλια. Είχε μεγάλη σημασία για μένα. Τότε οργανώσαμε κι ένα event για ανθρώπους με Αλτσχάιμερ. Τους ζητήσαμε να δουν τα έργα και αν κάποιο τους θύμιζε κάτι, να φτιάξουν μια δική τους ιστορία. Ήταν σαν να ξύπνησαν ξαφνικά, κάθε ένας είχε μια ιστορία να πει. Συγκλονιστική εμπειρία. Είμαι πολύ χαρούμενη τώρα που βρίσκομαι στην Apelle και πιστεύω πως θα πάει καλά. Αν κάτι που μου δίδαξε η ζωή είναι “άσ’ το να κυλήσει”. Καλό είναι να μην ζορίζουμε τα πράγματα. Η λύση θα έρθει μόνη της. Έχω περάσει πολλές δύσκολες καταστάσεις αλλά δεν παραπονιέμαι. Όλα έχουν το λόγο και το χρόνο τους. Το θέμα είναι να μην το βάζεις κάτω, να προχωράς. Θέλω να βλέπουμε την ελπίδα μέσα στη μαυρίλα, που, ακόμη κι αυτή, έχει την ομορφιά της.

Πολύς κόσμος δεν πηγαίνει σε γκαλερί, επειδή θεωρεί πως εφόσον “δεν ξέρει”, δεν θα καταλάβει. Τι θα έλεγες σε έναν τέτοιον άνθρωπο;

Να βλέπει. Θα του μιλήσει το έργο. Δεν χρειάζεται να του πει κανείς άλλος τίποτα. Ένα έργο είναι καλό όταν σε ταξιδεύει και γίνει δικό σου. Δεν έχει σημασία ποιος το υπογράφει, αν γνωρίζεις. Το μόνο που έχει σημασία, είναι αν σε ταξιδεύει, όχι αν ταιριάζει στο ντεκόρ του σπιτιού σου. Πρέπει να σου γεννά μνήμες, εικόνες, να μπαίνει μέσα σου. Σιγά – σιγά το μάτι θα μάθει, θα εκπαιδευτεί. Αυτό προϋποθέτει να βλέπεις. Να πηγαίνεις σε μουσεία, σε εκθέσεις. Να διαβάζεις, αν θέλεις να μάθεις κάτι παραπάνω. Αν δεν καταλαβαίνεις κάτι, ρώτα. Τον καλλιτέχνη ή τον γκαλερίστα, κάποιον. Δεν μπορείς να έχεις γνώση αν δεν προσπαθήσεις. Υπάρχουν πράγματα που δεν καταλαβαίνουμε απόλυτα, αλλά μας κάνουν να νιώθουμε όμορφα. Έτσι είναι κι ένα έργο τέχνης. Ότι σου ηρεμεί την ψυχή και σε γαληνεύει, είναι ωραίο. Εκεί νομίζω πως βρίσκεται η αλήθεια. Ο καθένας έχει την δική του και μπορεί να την βρει οπουδήποτε. Το θέμα είναι να είσαι εσύ καλά, απλά θέλει ψάξιμο κι από σένα.

Διάρκεια έκθεσης:  έως 14 Μαρτίου 2020

ART APPEL GALLERY
Νεοφύτου Βάμβα 5
106 74 Κολωνάκι Αθήνα
Τηλ: 211 11 540 30
artappelgallery@gmail.com
Facebook: Art Appel Gallery
Instagram: @appel.gallery

Ώρες λειτουργίας:
Τρίτη έως Παρασκευή 14:00 – 20:30
Σάββατο 11:00 – 15:00
Κυριακή κλειστά
Δευτέρα κατόπιν ραντεβού

ΕΙΣΟΔΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΗ