Της Άννας Παχή

Μια ζωή ροκ. Δυνατό, τρυφερό, αγαπησιάρικο, νταβαντούρικο. Πάντα όμως, ροκ. Κάποια πράγματα δεν είναι τυχαία. Το Σαββατόβραδο βρέθηκα σε ένα χωριό της Φωκίδας που δεν είχα ξαναπάει, δεν το γνώριζα καν. Αιτία; Η συναυλία του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Είχα δει το Βασίλη πριν πολλά χρόνια στη Σφεντόνα, μαζί με το Δημήτρη Μητροπάνο. Εμπειρία. Ευκαιρίας δοθείσης, θέλησα να προσθέσω άλλο ένα μουσικό βίωμα.

Η συναυλία έγινε στον (μεγάλο, πάρα πολύ μεγάλο) περίβολο της εκκλησίας του χωριού Ευπάλιος. Πήγα νωρίς, να βρω κάπου να κάτσω (ου γαρ έρχεται μόνον…) Στην αρχή ο κόσμος λιγοστός, όλων όμως των ηλικιών κι όταν λέω όλων, κυριολεκτώ. Όσο έπεφτε η νύχτα, ο περίβολος γέμισε τρίχρονα σε καρότσια, πεντάχρονα στην αγκαλιά, έφηβους, νέους, μεσήλικες, παππούδες με εγγόνια, νεαρά ζευγάρια, παρέες παντός είδους. Κι εγώ.

Όταν άναψαν τα φώτα κι εμφανίστηκε στη σκηνή ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου, σηκώθηκα κι έτρεξα εκεί. Η καρέκλα δεν είχε καμία χρησιμότητα πλέον.

Ακούσαμε τα τραγούδια του καινούριου δίσκου (πολύ ωραία!) ακούσαμε παλιά αγαπημένα. Χορέψαμε. Τραγουδήσαμε. Κάποιοι άναψαν κροτίδες. Μερικοί του μιλούσαν. Εκείνος, αποκάλυψε την ηλικία του (67!), συνομίλησε μαζί μας, χόρεψε μια ζεμπεκιά, έπαιξε την κιθάρα του. Η φωνή του Βασίλη δεν έχει αλλάξει. Μεταλλική και ταυτόχρονα ζεστή, μπαίνει στην καρδιά σου και κατοικοεδρεύει.

Ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου έχει πει τραγούδια που σημάδεψαν τη νιότη όλων μας. Συνεχίζει να σημαδεύει τη νιότη κάθε γενιάς. Ένας λόγος είναι σίγουρα τα τραγούδια αυτά καθαυτά. «Δεν υπάρχω», «Κουρσάρος», « Ο Γουίλι», είναι ελάχιστα από τα διαμάντια που μας πρόσφερε. Άλλος λόγος είναι πως η ερμηνεία του είναι ειλικρινής, το νιώθει αυτό που λέει. Τρίτος λόγος, η σκηνική του παρουσία, ο τρόπος που παίζει κιθάρα, που τραγουδά, που μιλά. Τέταρτος, δεν το βάζει κάτω, ευτυχώς.

Πολλά αγαπημένα τραγούδια δεν ακούστηκαν σε αυτήν τη συναυλία, πως θα μπορούσαν άλλωστε; Η δισκογραφία του Βασίλη απαιτεί εβδομάδες εμφανίσεων. Ότι είπε όμως, ήταν αγαπημένο. Ήταν ξεσηκωτικό. Ήταν για εμάς.