psaxnontas

Του Μανώλη Σιμιτσάκη

Ξεκίνησα να γράφω κριτική, αλλά, χωρίς καν να γράψω μία λέξη, ξεπήδησε το παρακάτω κείμενο. Είναι ότι ένοιωσα διαβάζοντάς το:

Πάει καιρός από τότε που ένιωσα ελευθερία, ότι κι αν σημαίνει η λέξη αυτή, που ούτε την έννοια δεν τολμώ να σκεφτώ από τότε που κάποιος – άγνωστος ποιος – με επιδέξιες κινήσεις μού έκλεψε την επίχρυση κουτάλα, αυτήν που με ολόδικές μου κινήσεις θα ανακάτευα τη ζωή. Γιατί, δεν μπορείς να αρκεστείς στο σταθερό άρωμά της, δεν είναι πλήρης η εμπειρία των υλικών του δημιουργού, και, ακόμη και αν κάτσω με τις ώρες πάνω από τη μαρμίτα, σε μεγάλες δόσεις τα αρώματα σε μαστουρώνουν –  άλλο λαμβάνεις από αυτό που είναι – και υπάρχει  μεγάλο χάσμα μεταξύ τού αρώματος και της γεύσης –  δε θα αναφέρω καν την ίδια την τροφή.

Σας λέω: Χωρίς κουτάλα, δεν υπάρχει ελευθερία.

Για ποια ελευθερία όμως να μιλήσουμε, όταν δεν υπάρχει δικαιοσύνη;

Πού είναι η δικαιοσύνη να εντοπίσει τον ένοχο που με κατάστρεψε, αυτόν που μου άρπαξε τον αναδευτή της ζωής; Έχω καταθέσει την καταγγελία μου και περιμένω μέσα στο σκοτεινό κουτί μου ή να τη βρουν ή να μου φέρουν μια καινούργια κουτάλα, αφού δε γίνεται χωρίς αυτήν – όλοι έχουν από μία, καμιά φορά με τα αρχικά τους σκαλισμένα πάνω στη χρυσή λαβή, να ψαρεύουν ασήμι. Ψαρεύουν και γεύονται, δημιουργούν ευκαιρίες, είναι ελεύθεροι. Όλοι. Εγώ όχι.

Ίσως να έκανα μια προσπάθεια να γευτώ με το δάχτυλο. Βγαίνω απ’ το κουτί, δοκιμάζω, αλλά, πέραν του ότι στην επιφάνεια όλα ήταν ασπόνδυλο, ψόφιο νερό που λίγο ήθελε να κι αυτό να εξατμιστεί ως απόηχος κάθε ανάδευσης, οι βλεννογόνες  ματιές τους με σκοτώνουν όταν βάζω τα χέρια μου μέσα. «Δε τρώμε ποτέ με τα χέρια, τα χέρια είναι πάντα βρώμικα, δε σε έμαθαν τρόπους στο σπίτι σου ή στο σχολείο; Να φέρεις την κουτάλα σου και να την ανακατέψεις».

Ξαναμπαίνω στο μικρό μου σκοτεινό κουτί και περιμένω τη δικαιοσύνη, κάποιον να νοιαστεί για μένα μέσα στη φυλακή μου. Πού και πού κάποιος μπορεί να άνοιγε το κουτί για να κρυφοκοιτάξει, από περιέργεια μάλλον, και, όταν η ματιά του συναντούσε τα χέρια μου,  τρόμαζε που τους έλειπε το μέσο της ελευθερίας. «Έλα έξω να μυρίσεις το άρωμα τουλάχιστον», μου έλεγαν με δηθενισμούς και σοφόλογα, αλλά συνήθως κομπασμοί κρύβονταν πίσω από αυτά. Κανένας δεν ήθελε να τραφώ με ουσία, ήθελαν μόνο να μου δείξουν πώς είναι να γεύεσαι και κανείς δε θα μου δάνειζε έστω την κουτάλα του. Πολλές φορές, καθώς περιεργάζονταν τη σούπα, επαναλάμβαναν και ακριβώς την ίδια ρίμα: «Κοίτα πώς την ανακατεύω. Κοίτα τώρα τι θα ψαρέψω». Αλλά όλοι κάνουν τις ίδιες κινήσεις και τα αποτελέσματα ήταν σχεδόν πάντοτε αμφίβολα. Δεν ξέρω εάν θα κατάφερναν κάτι αφότου εγκατέλειπα το θέαμα, αλλά το άρωμα με ζάλιζε – σε αντίθεση με τους ίδιους που σχεδόν ερωτεύονταν με αυτό.

Είναι τόσο ψεύτικοι όλοι με τα λόγια τους και τις επιλογές τους, τόσο φθηνοί με τις επίχρυσες χουλιάρες τους, δεν είναι τίποτε περισσότερο από σκέτες ευθείες που ενώνουν δύο προκαθορισμένα σημεία, τίποτε παραπέρα, τίποτε έξω από αυτές, μονοδιάστατες σε έναν τόσο σύνθετο κόσμο. Μου θυμίζουν το σπιτικό μου, το σκοτεινό μου κουτί, που όλα είναι γραμμικά από άκρη σε άκρη, με  τη σχισμή από την οποία κρυφοκοιτώ να είναι μια ευθεία, που δύο ευθείες δημιουργούν κι από μια γωνία, τρεις την μικροσκοπική πόρτα από την οποία μπήκα. «Όλα… και σε αυτό το κουτί… είναι ευθείες!» ούρλιαξα με αηδία. Σαν το σκοτάδι να περίμενε μια ύπαρξη με τη φωνή του να το φωτίσει, και μακάρι να γνώριζα από ποιον δαίμονα ήρθαν τα παρακάτω λόγια, ψέλλισα: «Όλα, εκτός από μένα». Βγήκα απ’ το κουτί μου και βούτηξα στη διαολεμένη σούπα.

Δωρίστε το σε όποιον νιώθει πως χρειάζεται την κουτάλα για να ανακαλύψει τους ανθρώπους. Δεν του την έχει κλέψει κάποιος. Απλά, δεν είχε ποτέ, γιατί δεν τη χρειάζεται. Κάποιοι – οι πολλοί – ακολουθούν γραμμές, κάποιοι άλλοι – ελάχιστοι – όχι, και αυτό σίγουρα δεν είναι λόγος να μπαίνουν στο περιθώριο. Ας εμπνευστούμε από αυτούς κι ας τους θαυμάσουμε. Στην τελική, δεν τους φταίει κανείς που εμείς δεν μάθαμε κολύμπι.

Το βιβλίο “Ψάχνοντας ανθρώπους”, της Μαρίας Σταυροπούλου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Λυκόφως