Της Άννας Παχή
«Θέλω μια ζωή όμορφη. Θέλω μια ζωή πλούσια. Θέλω μια Ζωή Λάσκαρη». Το εν λόγω σύνθημα ήταν γραμμένο σε πολλούς τοίχους της δεκαετίας του ’80. Αντικατόπτριζε την εικόνα και την ιδέα του κόσμου για τη Λάσκαρη, την πιο σέξυ ελληνίδα ηθοποιό. Δυστυχώς οι περισσότεροι έμειναν εκεί, στην εικόνα, την ιδέα.
Από την πρώτη της εμφάνιση μέχρι το θάνατό της, η Ζωή Λάσκαρη ήταν αντικείμενο πόθου, θαυμασμού και φυσικά ζήλιας. Σταρ Ελλάς, πρωταγωνίστρια, ερωμένη, σύζυγος, μητέρα. Πάντα λαμπερή, επιτυχημένη κι όμορφη, παρόλες τις πλαστικές που την είχαν σχεδόν παραμορφώσει στο τέλος. Το χαμόγελό της δεν παραμορφώθηκε ποτέ, κι ήταν αυτό που της χάριζε την αιώνια ομορφιά, τελικά.
Έλαμψε στη μεγάλη οθόνη, σε ρόλους πάντα σχεδόν μοιραίου θηλυκού που οι άντρες το ποθούσαν και οι γυναίκες το ζήλευαν, όπως προείπαμε. Συνήθως – στους ρόλους της – η ομορφιά την έβαζε σε μπελάδες, την έριχνε στο βούρκο, στα χέρια ανδρών που ήθελαν να την εκμεταλλευτούν, ενώ κάποιες φορές τους εκμεταλλευόταν η ίδια. Παραστρατημένη, επί της ουσίας. Ίσως ήταν μια προσπάθεια των σεναρίων της εποχής να προειδοποιήσουν τις όμορφες πως η ζωή τους δε θα ήταν πάντα στρωμένη με ροδοπέταλα.
Προσωπικά, θεωρώ τον καλύτερο ρόλο της, εκείνον που δείχνει το μεγάλο της ταλέντο, αυτόν της Άννας Κουρούζου στον «Ατσίδα». Η κωμωδία είναι σαφώς δυσκολότερη από την τραγωδία κι η Λάσκαρη τα κατάφερνε περίφημα. Η παρουσία της στα δαλιανίδεια μιούζικαλ ήταν λίγο – πολύ διακοσμητική, όπως και των άλλων πρωταγωνιστριών, καθώς σε αυτά, ο χορός και το τραγούδι μετρούσαν περισσότερο. Πάντως, ιστορική είναι η εμφάνισή της ως άλλη Μέριλυν στην ταινία «Κορίτσια για φίλημα» στο κλόπυ παίηστ του «Diamonds are a girl’s best friend». Ακόμα και στο καρακιτς «Μαριχουάνα στοπ» όπου, στο ζεϊμπέκικο «Το φεγγάρι πάνωθέ μου» φορά εκείνο το ανεκδιήγητο outfit, η ομορφιά και η φινέτσα της ήταν παραπάνω από εμφανής. Θεωρώ πως δεν υπήρξε ποτέ πιο όμορφη από ότι στο «Οι θαλασσιές οι χάντρες» όπου ο χορός της με την ασημένια περιβολή και τα μαλλιά της σε απλή αλογοουρά παραμένουν αξεπέραστα.
Το υποκριτικό της ταλέντο αμφισβητήθηκε έντονα, κάτι που δεν την ένοιαξε ποτέ. Προσωπικά, ταλέντο θεωρώ την ικανότητα του ηθοποιού να σε κάνει να πιστεύεις πως είναι κάποιος άλλος, να σε κάνει να γελάς ή να κλαις, να λυπάσαι, να συμμετέχεις. Η Λάσκαρη το είχε αυτό, τουλάχιστον στις ταινίες που είχαν πλοκή και σενάριο, πέρα από χρωματιστά χορευτικά. Όταν οι ταινίες αυτές παραμένουν αγαπητές για δεκαετίες και οι χαρακτήρες που ενσάρκωσε γίνονται σημεία αναφοράς, τότε ναι, είχε ταλέντο.
Ο πρόσφατος θάνατός της έφερε θλίψη καθώς μαζί της χάνεται σιγά – σιγά η λεγόμενη “χρυσή εποχή” του ελληνικού κινηματογράφου. Η Ζωή Λάσκαρη όμως, ήταν παραπάνω από η πρωταγωνίστρια της νιότης μας. Ήταν ένα πραγματικά ελεύθερο πνεύμα. Αρνήθηκε να υιοθετηθεί από το Φίνο, όταν ο Φίνος ήταν εν μέρει θεός. Δεν αρνήθηκε ποτέ τη σεξουαλικότητά της, δεν καμουφλάρισε την ομορφιά της, κόντρα στον άκρατο καθωσπρεπισμό της εποχής της. Έζησε μεγάλους έρωτες χωρίς να κρυφτεί, χωρίς να ντραπεί (βλέπε Βοσκόπουλος). Γλέντησε συνειδητά, σόκαρε συνειδητά, παντρεύτηκε συνειδητά, μεγάλωσε συνειδητά. Δε φοβήθηκε να μοιραστεί με τον κόσμο το πρόβλημα ναρκωτικών της κόρης της, δε φοβήθηκε να παραδεχτεί τα λάθη της, δε φοβήθηκε ποτέ να πει την ηλικία της. Δε φοβήθηκε. Κυρίως την αλήθεια. Ήταν αυτή που ήταν και δεν το έκρυψε ποτέ, γνώριζε από μικρή άλλωστε τον εαυτό της, ήξερε τι ήθελε. Ανεξαρτησία, ελευθερία. Πήρε από τη ζωή ότι μπόρεσε, έδωσε ότι είχε και πέθανε όπως θέλουμε να πεθάνουμε όλοι, στον ύπνο μας, χωρίς πόνους και ταλαιπωρίες, χωρίς αγωνία. Νομίζω όμως πως στην ουσία, δε θα πεθάνει ποτέ. Θα χαμογελά αιώνια, φορώντας το χρωματιστό μαγιό της.