Γράφει η Άννα Παχή

Πρόσφατα γύρισε από ταξίδι αναψυχής στη Ρουμανία ένας φίλος. Στην ερώτηση πως του φάνηκε, η πρώτη απάντηση ήταν «Καθαρή. Καθαροί δρόμοι, καθαρά κτίρια, ούτε ένα σκουπιδάκι κάτω». Μπήκα σε σκέψεις. Το μυαλό μου άρχισε να γυρίζει όπως οι ανεμόμυλοι στη φαντασία του Δον Κιχώτη. Ασταμάτητα.

Οι Έλληνες θεωρούμαστε κάτι σαν τον Κύρο Γρανάζη του Πολιτισμού. Λέμε και ξαναλέμε πως εδώ γεννήθηκε η Φιλοσοφία, η Δημοκρατία, η Τέχνη κι όλες αυτές οι λαμπρές κυρίες. Όπως όμως γράφει το σωστότατο σύνθημα του τοίχου, «κάνουν καριέρα στο εξωτερικό». Γιατί άραγε;

Φταίνε τα 400 χρόνια τουρκοκρατίας, όπου μάθαμε απλώς να επιβιώνουμε με κάθε κόστος; Φταίει η ξενομανία μας, μια ξενομανία υποκριτική, καθώς ουδένα ξένο – σωστό – παράδειγμα ακολουθούμε; Φταίει η πασοκική περίοδος της αποθέωσης του λαμόγιου, που εντυπώθηκε στο μυαλό μας ως Ορθός Λόγος; (Κάπου, σε μια βιβλιοθήκη αυτοαναφλέγεται ένα έργο της Διαφώτισης). Τις πταίει τέλος πάντων και η πρώτη πράξη που κάνουμε είναι η βλαμμένη; Τι εννοώ…

«Ξέρεις ποιός είμαι εγώ;»: Φράση που ακούγεται συχνότατα στην αρχή κάθε καυγά. Ποιός είσαι ρε φίλε τελικά; Βύσμα; Λεφτάς;  Όποιος κι αν είσαι, στ’ αρχ@@6 μου. Προσωπικά, για απλό μαλάκα σε κόβω. Σκασίλα μου αν ο μπατζανάκης σου είναι διευθυντής Τροχαίας, παρατρεχάμενος υπουργού ή απλώς, κλητήρας σε κάποιο υπουργείο. Κανείς δεν είσαι, πάρτο χαμπάρι.

Η καθαριότητα είναι μισή αρχοντιά: Στο σπίτι, γιατί έξω, μπορείς να πετάξεις τα πάντα και παντού. Είναι αίσθηση ελευθερίας; Επανάσταση; Αδιαφορία; Ότι και να’ναι, όταν θα σου έρθει το βρωμερό χαρτί του δρόμου στη μούρη, μη γκρινιάξεις, απλά φάτο. Επίσης ΤΟ ΝΕΡΟ ΚΑΙ ΤΟ ΣΑΠΟΥΝΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΣΑΤΑΝΑ. Πλύσου.

Εγώ πρώτος: Στην ουρά, στο λεωφορείο, στο δρόμο. Χώνεσαι με ελιγμούς που θα ζήλευαν οι επαγγελματίες ραλίστες. Ρίχνεις αγκωνιές για να μπεις στο λεωφορείο πριν βγουν αυτοί που κατεβαίνουν. Θεωρείς τη λειτουργία των φαναριών ως προσωπική επίθεση στη μεγαλειότητά του. Σιγά, θα σπάσεις κανά νύχι. Αν βιάζεσαι, ξεκίνα νωρίτερα.

Έχω κούρσα, κάνω ότι γουστάρω: Σε ταξίδι στο Παρίσι, η φίλη μου διασκέδαζε πατώντας το πόδι της στην άσφαλτο, για να βλέπει τα αυτοκίνητα να κοκκαλώνουν για να περάσει. Εδώ δεν το τόλμησε ποτέ. Ούτε και κανάς άλλος. Ο δρόμος ανήκει στα αυτοκίνητα. Και τα πεζοδρόμια. Κι ο κόσμος όλος.

Ποδηλάτες / Μηχανόβιοι: Στο αντίθετο ρεύμα, πάνω στο κράσπεδο, στο διάστημα μεταξύ λεωφορείου και πεζοδρομίου. Σηκώνεις το χέρι να σταματήσει το Α5 και περνά μπροστά σου το κράνος, αντίθετα στο ρεύμα κιόλας. Αν τον ρίξεις, θα τα ακούσεις κι από πάνω. Μηχανάκια, παπάκια, ποδηλατάκια, στο δρόμο παρακαλώ. Αν συγκρουστούμε, δε θα φταίω.

Ενοχλώ, άρα υπάρχω. Αν θες να υπάρχεις ως ενοχλητικός, νομίζω πως πρέπει να λάβεις επαγγελματική βοήθεια. Κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να ακούει τα καψουροτράγουδά σου στο φουλ. Να ακούει το βροντερό σου γέλιο στην κάθε μαλακία που σου λένε οι κολλητοί. Να ακούει τι θα μαγειρέψεις το βράδυ κι αν σου έκατσε ο γκόμενος. Κανείς.