laughing1

Γράφει η Κεραμιδόγατα

Το καυτερό καλοκαίρι -που θα λεγε και μια ψυχή- του 1995 με βρήκε να μπαινοβγαίνω στα λεωφορεία της Ακαδημίας, εκεί κοντά ήταν η σχολή μου και εγώ ντάλα μεσημέρι περιφερόμουν σαν την άδικη κατάρα με τις σημειώσεις μου παραμάσχαλα και τα δαγκωμένα μπικ στην κασετίνα.

Ανέβηκα στο γνωστό σήμερα ως Β2, θρονιάστηκα ωραία ωραία σαν σουλτάνα στον οντά καθότι το όχημα ήταν άδειο, και προσηλώθηκα στο βιβλίο μου αφού η εξεταστική μού ρούφαγε κάθε ικμάδα χαράς και τεμπελιάς. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή μπουκάρουν δυο φασαριόζικες νεαρές και κάθονται σε δύο θέσεις που έχουν αντίκρυ τους άλλες δύο σαν καρέ για μπιρίμπα που περιμένει να συμπληρωθεί. Αυτό ήταν το σημείο που λίγο αργότερα ένα μικρό έγκλημα θα λάμβανε χώρα… Και επειδή οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους, ορκίζομαι στις κοτσίδες μου πως ό,τι σας εξιστορήσω είναι αληθινό μέχρι την τελευταία του σταγόνα. Κάθισαν λοιπόν οι δυο τσούπρες και μιλούσαν του σκασμού για τις φοιτητικές τους αγωνίες. Η δε μια μπουκλωτή και τσαχπίνα μέχρι εκεί που δεν παίρνει, ντυμένη με φορεματάκι αέρινο και χειλάκι πετροκέρασο βαμμένο πορτοκαλοκόκκινο ασορτί με το φόρεμα. Αυτή λοιπόν που είχε τον διάολο μέσα της κελάηδαγε ακαταπαύστως όλο ενοχλητική αθωότητα. Και λίγο πριν ο οδηγός ξεκινήσει μπαίνει στο τσακ με ένα σάλτο το μοιραίο πρόσωπο.

Ευθυτενής, καλοντυμένος 30άρης, μελαψός -εξ Ινδιών μάλλον- με μάτια μεγάλα μελαγχολικά, που αν έπαιζε στο Bollywood θα είχε κάψει πολλές καρδιές. Το λευκό του πουκάμισο ατσαλάκωτο έκανε τέλεια αντίθεση με το ηλιοκαμένο δέρμα του που θα έγραφαν και τα Άρλεκιν. Και πού πάει και κάθεται ο άτιμος; Απέναντι από την μπουκλωτή που σας έλεγα παραπάνω, και ποιος φταίει μετά; Το κακό το ριζικό του και η κακή του μοίρα, κανείς άλλος…

Με τα πολλά το λεωφορείο φεύγει, ο σεμνός πρίγκιπας κοιτάει απ’ το παράθυρο και οι μικρές του ρίχνουν κλεφτές ματιές ανάμεσα σε ακατάσχετη φλυαρία.

Πρέπει να ήταν λίγο πριν το Πάντειο που ο οδηγός είπε να το πατήσει λίγο διότι καημό το ’χε να κατέβει τη Συγγρού έρημη και μόνη και έβγαλε το άχτι του. Ένα ξαφνικό φρενάρισμα διέκοψε την ξέφρενη διαδρομή και τις σκέψεις μου. Σε χρόνο μηδέν τρανταχτήκαμε μπροστά και έγινε το κακό: Εκσφενδονίζεται η νεαρά μπουκλίτσα πάνω στο στήθος του Ινδού, με τη μούρη… ούτε χέρια ούτε πόδια πρόλαβαν να αντιδράσουν. Σηκώνεται η μικρή να ζητήσει συγγνώμη και τι να δει; Τα δυο της τα χειλάκια τού άφησαν παράσημο, πάνω στην κολλαριστή τσέπη του πουκάμισου, ένα κατακόκκινο φιλί σαν αυτά που αφήνουν οι ερωτευμένες κορασίδες στα γράμματά τους (προ Ίντερνετ λέμε τώρα).

Νεκρική σιγή επικράτησε «I am sorry, I am sorry» ψέλλισε η μικρή. Ο Ινδός είχε πετρώσει τόσο που δεν τόλμαγε να κοιτάξει το φιλημένο του πουκάμισο, κοίταγε δήθεν τα παπούτσια του ο γλυκός μου και τα μάτια του στέκονταν διακριτικά στο σημάδι της «ανομίας» γιατί είχε και τρόπους και δεν ήθελε να φέρει τη μικρά σε δύσκολη θέση. Μια αύρα απελπισίας σκίασε τα αμυγδαλωτά του μάτια ενώ η μπουκλίτσα είχε ξεσπάσει σε νευρικά γέλια που όσο κι αν προσπαθούσε να καταπνίξει αυτά ξεχείλιζαν και την έκαναν περισσότερο ρεζίλι. Τότε έβγαλε ένα υγρό χαρτομάντιλο και προσπάθησε χωρίς να τον ρωτήσει η αθεόφοβη, να του καθαρίσει το πουκαμισάκι. Φευ, το κραγιόν ήταν πιο ανεξίτηλο κι από παντζαροβαμμένα χέρια νοικοκυράς. Το φιλί επέμενε, εκεί, στη θέση του να τους φέρνει όλους σε δύσκολη θέση.

Τότε ήταν που είδα τη ζωή του Ινδού πρίγκιπα να περνά σαν τρέιλερ μπροστά απ’ τα μάτια μου: Γυρίζει σπίτι μαραμένος, η σύζυγος τυλιγμένη στο μεταξωτό της σάρι τον περιμένει, είναι γυναίκα ζόρικη από αυτές που είναι ζόρικες σε όλες τις ηπείρους και δεν θες να την έχεις γυναίκα γιατί πέφτει ενίοτε και παντόφλα. Μπαίνει λοιπόν ο δύσμοιρος σπίτι του και ψιθυρίζει «darling I am home και ντεν είναι αυτό που νομίζεις…». Κατάρες ινδικές τον λούζουν, το μάτι της γυαλίζει και βουτάει το μαντεμένιο τηγάνι της που το είχε απ’ την προικούλα της… το κοτόπουλο τίκα μασάλα δεν είχε ακόμα ξεπλυθεί από το σκεύος που του πέρασε ξώφαλτσα απ’ το δόξα πατρί…

Ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες αναφέρουν πως χρειάστηκε η παρέμβαση της αστυνομίας για να τον σώσουν απ’ τη μαινάδα και την επόμενη μέρα ήδη ζήτησε από την εταιρεία του να επιστρέψει στη Βομβάη, εκεί που οι άντρες έχουν περισσότερα δικαιώματα αλλά και δίκτυο συγγενών για υποστήριξη στις δύσκολες στιγμές.

Και ’γώ κάθε φορά που ακούω ανέκδοτο να τελειώνει «αγάπη μου, δεν είν’ αυτό που νομίζεις» νιώθω απέραντη κατανόηση, σκέφτομαι ένα ζευγάρι αμυγδαλωτά μάτια και τις ιερές αγελάδες που βοσκάν αμέριμνες από σκοτούρες και βιαστικά λεωφορεία στο Νέο Δελχί…