Της Άννας Παχή

Ο Άλκης Τσαλίκης παρουσιάζει στο θέατρο «Αλκμήνη» το μονόλογο «Δεν τη γνώρισα ποτέ» γραμμένο, σκηνοθετημένο και ερμηνευμένο από τον ίδιο. Μιλά στο iART για την ενασχόλησή του με το θέατρο, τα βήματα που τον οδήγησαν στη σκηνή και καλά θα κάνετε να τον προσέξετε, διότι, ήρθε για να μείνει.

«Δεν τη γνώρισα ποτέ». 

Είναι  η πρώτη μου επαγγελματική δουλειά. Έχω κάνει πολλά πράγματα ως τώρα, πάντα όμως στα πλαίσια των Δραματικών Σχολών που φοίτησα. Τη σχολή της Μαίρης Βογιατζή – Τράγκα και το Θέατρο των Αλλαγών. Σκηνοθέτησα, έπαιξα σε παραστάσεις, κάποιες από αυτές βραβεύτηκαν, μερικές έφτασαν μέχρι τη Βέροια. Η τωρινή παράσταση είναι εντελώς δική μου, το μωρό μου, θα μπορούσα να πω.

Πότε ξεκίνησες να το γράφεις;

Το 2010, στα πλαίσια μιας άσκησης που έπρεπε να έχει διάρκεια δέκα λεπτών. Η άσκηση αυτή μεγάλωσε κι έφτασε τη μια ώρα. Νομίζω πως δεν έχει τελειώσει ακόμη. Τυπικά ολοκληρώθηκε πριν ένα μήνα, αλλά συνέχεια το σκέφτομαι, συνέχεια το αλλάζω. Ακόμα και μεταξύ των παραστάσεων υπάρχουν διαφορές, όχι μεγάλες, αλλά υπάρχουν. Επειδή το έγραψα ο ίδιος και είναι μονόλογος, δεν ακολουθώ ακριβώς το κείμενο. Νιώθω  τον «Αντώνη», ξέρω τι θα πει και τι θα κάνει κάθε στιγμή, πολλές φορές μου «βγάζει» άλλα λόγια, με το ίδιο νόημα βέβαια, απλά λίγο αλλιώς. Επιθυμώ στην πορεία να προσθέσω   πράγματα, χωρίς ωστόσο να ξεφύγω χρονικά. Επέλεξα να μην το «βαρύνω» σκηνοθετικά,  να δώσω βάση στην υποκριτική. Θεωρώ όμως πως έχει χώρο για κάποια «τρικ» που θα ήθελα να χρησιμοποιήσω, τα οποία ίσως ομορφύνουν, «φωτίσουν» κάποιες γωνιές του έργου.

Ο «Αντώνης» είναι το χαρακτηριστικό παράδειγμα ανθρώπου που «γύρισε το μάτι του». Υπήρξε προσωπικό έναυσμα ή προέκυψε από παρατηρήσεις σου;

Σίγουρα είναι και προσωπικό. Έχει πολύ από εμένα το έργο, πάρα πολύ. Περιγράφονται τρεις σχέσεις μου μέσα σε αυτό. Το 70% του έργου μιλά για το κορίτσι Α, το 20% αφορά το κορίτσι Β και το 10% αναφέρεται στο κορίτσι Γ. Φυσικά και έχει «γύρισμα ματιού», αυτό συνέβη όταν χώρισα με το κορίτσι Α. Είχα στενοχωρηθεί πολύ τότε. Βέβαια ο «Αντώνης» ξεπερνά κατά πολύ τα όρια, όρια που προσωπικά δε θα άγγιζα ποτέ. Πέρα από δικά μου βιώματα όμως, το έργο έχει πολλή Μυτιλήνη. Κατάγομαι από το Μόλυβο και η παραλία που αναφέρεται στην παράσταση είναι η Εφταλού. Δε θα μπορούσε να μην έχει προσωπικά στοιχεία το έργο, προσπαθούσα να μην τα εντάξω, αλλά έμπαιναν μόνα τους.

Ποια ήταν η διαδικασία μέχρι να ανέβει;

Ήρθα στην Αθήνα το 2004 και ξεκίνησα τις σπουδές μου στη Σχολή Τράγκα. Τον ίδιο χρόνο πέρασα και τις εξετάσεις του Υπουργείου Πολιτισμού, πήρα μεγάλη χαρά τότε. Συνέχισα όσο μπορούσα, διάβαζα, μελετούσα. Κάποια στιγμή βρέθηκα στο Θέατρο των Αλλαγών να εντρυφώ στην υποκριτική, με μεγάλη όρεξη. Ανάμεσα στα έργα που ανεβάσαμε ήταν το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» σε σκηνοθεσία δική μου, έπαιζα κιόλας. Τελειώνοντας, αποφάσισα να «βγω προς τα έξω». Μαζί με την ομάδα και το βίντεο της «Βιρτζίνια Γουλφ» αρχίσαμε να χτυπάμε πόρτες. Το Θέατρο Αλκμήνη μας άνοιξε τη δική του. Δε μπορούσαμε να ανεβάσουμε Άλμπυ για τεχνικούς λόγους και τους έδειξα το «Δεν τη γνώρισα ποτέ», τους άρεσε πολύ κι έτσι ξεκίνησε το ανέβασμα. Τηλεφώνησα στην Ελένη Μυστικού, φίλη και συμφοιτήτρια από το θέατρο Αλλαγών,  που συμφώνησε να συνεργαστούμε. Μας συμβαίνει αυτό που λένε «περνάμε ωραία στα παρασκήνια» γελάμε και παίζουμε σαν παιδιά.  Ο ρόλος της «Σοφίας» δεν υπήρχε στην αρχή, προστέθηκε μετά, σαν φάντασμα, σαν οπτασία που μπαίνει στη σκηνή μέσα από τη σκέψη του  «Αντώνη». Η Ελένη είναι πολύ χαρούμενο κορίτσι, με ηρεμεί.  Είναι υπέροχο αυτό που ζω και οφείλω ένα μεγάλο ευχαριστώ στους ανθρώπους του θεάτρου Αλκμήνη , στον Μανώλη Ιωνά και την Ειρήνη Παπαδημάτου που με πίστεψαν, με εμπιστεύτηκαν  και μου έδωσαν αυτήν την ευκαιρία. Πρόκειται για εξαιρετικούς ανθρώπους που δεν πτοήθηκαν από το γεγονός πως είμαι άγνωστος στο κοινό.

Και φτάσαμε στο «Δεν τη γνώρισα ποτέ».

Ήρθε η πρεμιέρα με πολύ άγχος, πήγαμε όμως μια χαρά, παίξαμε σε γεμάτη αίθουσα, με πολύ ζεστό  κλίμα. Αυτό συνεχίζεται και φυσικά μας  ευχαριστεί εξαιρετικά. Ακούμε πολύ καλά λόγια στο τέλος της παράστασης , τόσο που δεν το πιστεύουμε. Το γεγονός αυτό προκαλεί σε μένα προσωπικά, μια τεράστια, ευχάριστη και γλυκιά ευθύνη  για τη συνέχεια.  Έχουμε προγραμματίσει δέκα παραστάσεις κι ελπίζω να συνεχιστεί.  Αν όλα πάνε καλά κι έχει κάποια απήχηση – μακάρι – θα ήθελα κάποιο καλοκαίρι να παρουσιαστεί στη Λέσβο. Θα ήταν υπέροχο για μένα, ειδικά αν ανέβει στο κάστρο του Μολύβου ή της Μυτιλήνης.

Παίζεις σε όλο το έργο δεμένος. Γιατί;

Από επιλογή. Θεωρώ το δέσιμο με το ζουρλομανδύα πολύ πιο ενδιαφέρον, έχει μια γοητεία. Δεύτερον, άρχισα με αυτόν, από τη Σχολή ακόμη. Τέτοια πράγματα δε βρίσκονται εύκολα στο εμπόριο και τον έφτιαξα για εκείνη την άσκηση του δεκάλεπτου κειμένου. Είναι ο ίδιος με τότε.  Με βοηθά και υποκριτικά. Μπαίνω πολύ περισσότερο στον «Αντώνη» γιατί νιώθω και σωματικά τον περιορισμό του, άλλωστε όλο το κείμενο συμβαδίζει με αυτό.  Τρίτον, είναι ένας βαθμός δυσκολίας παραπάνω, που ο θεατής εκτιμά. Είναι πιο δύσκολο από ότι περίμενα , σωματικά μιλώντας, έχω γεμίσει μελανιές. Αξίζει όμως.

Μου άρεσε πολύ και η «γωνιά» του κελιού, σα σκηνοθετικό εύρημα.

Ο «Δημήτρης»… Βγήκε από την ανάγκη να ακουστεί ένα τραγούδι, γεννήθηκε για να μπορέσει να ακουστεί η μουσική. Είναι τρόφιμος που δεν έχει κανέναν περιορισμό, αντιθέτως, διαθέτει όλες τις ανέσεις.  Επικοινωνεί όχι μόνο με τον «Αντώνη» αλλά και με τον «Νίκο». Προσέφερε πολλά στην παράσταση.

Τι λένε οι θεατές; Βλέπουν τον εαυτό τους στο κείμενο;

Κάποιοι ναι. Μπορεί να υπήρξαν και κάποιοι που να μην το είπαν ή να μη συνέβη κάτι τέτοιο. Όσοι τον είδαν όμως, μου μίλησαν για συγκεκριμένες καταστάσεις.

Φαντάζομαι πως είναι και ο τρόπος που αντιδρούν οι άνθρωποι σε αυτό που μας περιτριγυρίζει.  Ο «Αντώνης» χάνει τη δουλειά του, δεν έχει λεφτά και η σύντροφός του αντί να τον στηρίξει, πήρε το παιδί τους κι έφυγε. Αυτό το κάνουν τόσο οι άνδρες όσο και οι γυναίκες. Θα περίμενε κανείς πως ο κόσμος θα ήθελε να είναι πιο πολύ «μαζί».

Ειδικά οι χωρισμοί έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια. Η «Σοφία» εγκαταλείπει τον «Αντώνη», αυτός χάνει το μυαλό του, οδηγείται σε κάτι πολύ σκληρό. Θέλει πάση θυσία να συνεχιστεί η οικογένειά του, η ζωή του και για αυτό προβαίνει στην έσχατη λύση. Δεν προλαβαίνει όμως να φτάσει στο τέρμα, τον πιάνουν και τον βάζουν στην κλινική.

Παρά το θέμα του, έχει πολλές κωμικές στιγμές.

Είναι αλήθεια αυτό, ο κόσμος δε βγαίνει στενοχωρημένος από το θέατρο.

Γράφεις κάτι άλλο τώρα;

Ναι, άρχισα ένα καινούριο θεατρικό που με ενθουσιάζει, πρόκειται για δράμα. Προς το παρόν όμως είμαι απόλυτα δοσμένος στο «Δεν τη γνώρισα ποτέ», επιθυμώ να ολοκληρωθεί με επιτυχία. Μετά, βλέπουμε. Σίγουρα θα συνεχίσω το θέατρο, δε μπορώ να ζήσω χωρίς αυτό. Βλέπω παραστάσεις, διαβάζω έργα, γράφω. Αυτήν την εποχή όμως, ζω για τις Παρασκευές που γίνονται οι παραστάσεις.

Δείτε την κριτική της παράστασης εδώ