Άλλο ένα ‘σοκ’ μούδιασε την κοινή γνώμη. Άλλος ένας φόνος. Άλλη μια στυγνή άσκηση βίας, αυτή τη φορά στη Θεσσαλονίκη, με θύμα ένα 19χρονο παιδί, τον Άλκη. Το παιδί μας, τον φίλο μας, τον σύντροφό μας, τον συμφοιτητή μας, τον πιθανό συνεργάτη μας.

Δολοφονήθηκε εν ψυχρώ, σκοτώθηκε κυριολεκτικά από το ξύλο. Ήταν ο αποδέκτης οργής, μίσους, πλήρους ανηθικότητας. Ο φόνος του έδειξε άλλη μια φορά πόσο λίγο αξίζει η ανθρώπινη ζωή.

Οι δολοφόνοι του τον ρώτησαν τι ομάδα είναι, έτσι για το ξεκάρφωμα. Ότι κι αν τους έλεγε, θα τον σκότωναν. Θα μπορούσαν κάλλιστα να τον ρωτήσουν πως πίνει τον καφέ του, αν του αρέσουν τα σουτζουκάκια, αν πηγαίνει με κοπέλες ή αγόρια. Δεν έχει καμιά σημασία. Εκείνος που θέλει να σκοτώσει δεν χρειάζεται καμία αφορμή, απλώς το κάνει. Επειδή το θέλει, επειδή μπορεί.

Μέχρι τη στιγμή που γράφω αυτό το κείμενο, το δρεπάνι που έκοψε το πόδι του και το νήμα της ζωής του εξετάζεται. Το σώμα του – σύμφωνα με τον ιατροδικαστή – χτυπήθηκε τόσο που δεν είχε καμία ελπίδα. Ένας από τους φερόμενους ως δράστες οδηγήθηκε στον εισαγγελέα. Οι πολιτικοί θέλουν την τιμωρία των ενόχων, η Αστυνομία κάνει ενέργειες.

Και λοιπόν;

Άλλος ένας άνθρωπος χάθηκε. Χωρίς αιτία, χωρίς εξήγηση. Τι πρέπει να γίνει; Δεν είμαι σίγουρη. Καταρχάς, να σταματήσουμε να φοβόμαστε τους νταήδες, όλων των ειδών. Να μην αποστρέφουμε το βλέμμα με φόβο, με βαρεμάρα, με αδιαφορία όταν συναντούμε τέτοιες συμπεριφορές. Ίσως έτσι επιστρέψουν τα ποντίκια κάθε είδους στην τρύπα τους, ίσως έτσι φοβηθούν τα ίδια και γλυτώσουμε κάπως από αυτά. Πραγματικά δεν ξέρω. Τόση βία γύρω μας… Τόσο πολύ τη συνηθίσαμε λοιπόν; Τόσο τη φοβόμαστε, που απλά θα περιμένουμε τη σειρά μας; Ελπίζω πως όχι, αλλά μόνη της η ελπίδα δεν βοηθά σε κάτι. Χρειάζεται δράση.

Αντίο Άλκη. Εύχομαι να είσαι ο τελευταίος.