Τα φετινά Χριστούγεννα έφθασαν και είναι πολύ διαφορετικά από κάθε άλλη χρονιά.

Κλείνουμε σχεδόν ένα χρόνο, με την απειλή του κορωνοϊού, να κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας και την απαγόρευση μετακινήσεων και επαφών, εκτός του πολύ στενού περιβάλλοντος μας και των ανθρώπων με τους οποίους συγκατοικούμε.

Μας λείπει όμως η παρέα, η επαφή, το μοίρασμα, σ’ έναν ευρύτερο κοινωνικό κύκλο.

Δεν μπορούμε να βγούμε στα καταστήματα για καταναλωτικές αγορές, να πιούμε ένα καφέ έξω, να φάμε σε ένα εστιατόριο, να πάμε στο θέατρο ή στον κινηματογράφο. Σε μια πρωτοφανή παγκόσμια κινητοποίηση, όλα αυτά τα τόσο φυσιολογικά και καθημερινά πράγματα, είναι απαγορευμένα.

Περάσαμε το Πάσχα αυστηρά οικογενειακά, το ίδιο προβλέπεται τώρα και για τα Χριστούγεννα.

Εξαιτίας του φόβου μετάδοσης του ιού, δεν είναι καλή ιδέα, η σκέψη να βρεθούμε με συγγενείς και φίλους, σε τραπέζια και παρεΐστικες συγκεντρώσεις.

Γιατί όμως γίνεται τόσο μεγάλη συζήτηση για όλα αυτά;

Έχουμε πραγματική ανάγκη να γιορτάσουμε με άλλους ή απλά είναι μια μόδα, μια συνήθεια και τίποτα άλλο;

Η ύπαρξη τόσων πολλών γιορτών και εκδηλώσεων, σε όλες τις ανθρώπινες κοινωνίες, χωρίς εξαίρεση, δείχνει ότι μάλλον τις χρειαζόμαστε.

Οι άνθρωποι θέλουμε να βρισκόμαστε και να λειτουργούμε από κοινού με τους συνανθρώπους μας, γιατί είμαστε φτιαγμένοι για ομαδική ζωή. Το επιβεβαιώνει η τάση μας να συγκεντρωνόμαστε σε μικρές ή μεγάλες ομάδες με κοινά χαρακτηριστικά, κάτι που δείχνει επιπλέον ότι ανήκουμε κάπου.

Οι μεγάλες θρησκευτικές γιορτές εξυπηρετούν, μαζί με το θρησκευτικό συναίσθημα, την ανάγκη των ανθρώπων για μαζικές κοινωνικές δράσεις, με τις οποίες, επιβεβαιώνουμε και ανανεώνουμε τις σχέσεις μας σαν κοινωνικά όντα.

Μέσα από την κατανάλωση και την ανταλλαγή δώρων δίνουμε έμφαση σε αυτό το κομμάτι. Οι συγκεντρώσεις γύρω από ένα τραπέζι φαγητού, επιβεβαιώνουν τους δεσμούς μας. Τα Χριστούγεννα τρώμε μαζί, ανταλλάσσουμε δώρα, αγκαλιαζόμαστε.

Το αίσθημα της μοναξιάς, στις μεγάλες γιορτές γίνεται έντονα αισθητό, όταν δεν έχουμε για διάφορους λόγους αυτή τη δυνατότητα. Την περίοδο αυτή μάλιστα, μετά και από τους πολλούς μήνες απαγορεύσεων, για το φόβο της πανδημίας, το νοιώθουμε περισσότερο.

Μετά από σχεδόν δέκα μήνες με μερικές ή ολικές απαγορεύσεις, η έλλειψη της επαφής, του μοιράσματος και της συλλογικής δράσης, φτάνει να γίνεται επώδυνη. Υπάρχουν βέβαια και εκείνοι που αψηφούν τα μέτρα και κάνουν τα δικά τους. Για τον πολύ κόσμο όμως, έχει λείψει η ελευθερία να κινηθεί και να δράσει κατά πως θέλει και επιθυμεί. Σε εμένα για παράδειγμα, έλειψε ο χορός και πιο συγκεκριμένα το αργεντίνικο τάγκο.

Μέχρι να επιτραπεί να χορέψουμε ξανά με ασφάλεια, μαθαίνω να ζω χωρίς αυτό και ταυτόχρονα ανακαλύπτω καινούργια πράγματα.

Δεν θεωρώ την εποχή αυτή εποχή αδράνειας και εφησυχασμού. Πάντα υπάρχουν αφορμές, αιτίες, τρόποι να δράσει και να αντιδράσει κανείς. Ο καθένας σύμφωνα με τα δικά του θέλω και μπορώ. Το πιο σημαντικό, είναι να φροντίζουμε τον εαυτό μας, σε όλα τα επίπεδα, ψυχικά και σωματικά, όσο μπορούμε καλύτερα. Είναι σίγουρο, ότι δεν θα το κάνει κανείς άλλος για εμάς.

Το τέλος αυτής της κακής ιστορίας, θα πρέπει να μας βρει, υγιείς και έτοιμους να ξαναπιάσουμε το νήμα από την αρχή.

Όσο για τα δώρα, δεν είναι ανάγκη να έρχονται τα Χριστούγεννα για να κάνουμε τα δώρα που θέλουμε. Ευκαιρίες υπάρχουν όλο το χρόνο.

Δεν χρειάζεται να είμαστε τυποποιημένοι. Χάνει την αυθεντικότητα και την αξία του.

Αν το επιθυμούμε έχουμε πολλούς τρόπους, να κάνουμε δώρα σε όποιον αγαπάμε και νοιαζόμαστε, ακόμη και σε αυτή την πολύ δύσκολη φάση.

Μπορούμε να χαρίσουμε την καλή μας διάθεση, τον χρόνο μας, να κάνουμε ένα τηλεφώνημα, μία συζήτηση, να δείξουμε ενδιαφέρον.

Και αυτό βέβαια, μπορούμε να το κάνουμε όλο το χρόνο.

Όχι μόνο τα Χριστούγεννα.

Ελισσάβετ Καλερίδου