chloe

Γράφει η Κεραμιδόγατα

Όχι πολλά χρόνια πριν, ένα φαρμακερό βράδυ Σαββάτου (τώρα για τη μέρα δεν παίρνω κι όρκο) βάζω ταινία, απλώνω την αρίδα μου και παίρνω αγκαλιά μια σκάφη ποπ-κορν. Το έργο ήταν λέει κοινωνικόν και ολίγον δραματικόν: Ένα ζευγάρι (Λίαμ Νίσον και Τζούλιαν Μουρ) που έχει παλιώσει σαν το καλό κρασί στο κελάρι, χάνει τα αβγά και τα πασχάλια όταν μπαίνει στη ζωή τους αυτή η μουσίτσα με τα γαλάζια μάτια, η Αμάντα Σέιφριντ, μετέπειτα γνωστή και ως Κοκκινοσκουφίτσα. Όπως και να το δούμε δηλαδή, η Αμάντα πάντα σαν ηρωίδα φέρνει μιαν ανακατωσούρα, μιαν αναστάτωση και ο περίγυρός της γίνεται ανάστα ο Κύριος…

gataΑλλά για να μην ξεφύγω απ’ το θέμα επανέρχομαι στον Λίαμ που την είδε την ξανθούλα και πάει, έπεσε ξερός και η δόλια η Τζούλιαν ψάχνεται να δει από πού της ήρθε το κέρατο το βερνικωμένο… Και πάνω στο ψάξιμο τρώει τη φρίκη ότι πάει πια, εγέρασε. Στήνεται λοιπόν στον καθρέφτη κι απομένει να μετράει ρυτίδες (που δεν είχε κιόλας αλλά ψάξε – ψάξε όλο και κάτι θα ’βρισκε). Ακριβώς σε αυτό το καίριο σημείο εμπλέκομαι εγώ. Πώς να το κάνουμε, ταυτίστηκα η τηλεθεάτρια με το δράμα της ατυχήσασας συζύγου που την έφαγε η ρουτίνα και η τσιγκελωτή βλεφαρίδα της 20χρονης Αμάντας. Εκεί λοιπόν που μονολογεί στον καθρέφτη και σιχτιρίζει την ώρα και τη στιγμή, λέει «τι κι αν είμαι στα πενήντα, μέσα μου νιώθω 18 Μαΐων και ούτε μέρα παραπάνω…».

Μου ήρθε κόλπος. Αυτή η γυναίκα μίλησε στην ταραγμένη ψυχή μου, πέρναγε κρίση μέσης ηλικίας. Πετάγομαι απ’ τον καναπέ, ραντίζω το παρκέ με τα ποπ-κορν και αλαλάζω «κι εγώ, κι εγώ. Δεν είμαι τριάντα οχτώ, άτιμο δελτίο ταυτότητας. Το μέσα μου είναι δεκαοχτώ!».

Από εκείνη την καταραμένη ώρα ξεκίνησε ο διχασμός. Έχασα την έσω με τη μέσα ταύτιση. Όχι κρίση, κρισάρα… τύφλα να ’χει ο Μπέντζαμιν Μπάτον! Κι όσο ένιωθα να μικραίνω τόσο δεν με αναγνώριζα στον καθρέφτη. «Φτου σου μωρή, δεν σε ξέρω, εγώ ξέρω την άλλη, αυτή τη μικρή που ήταν φρέσκια και δροσερή σαν τσιπούρα ανοιχτής θαλάσσης. Εσύ μανδάμ που με κοιτάς κι επίμονα, να πας από κει που ήρθες».

Τώρα θα μου πείτε «καλά πόση διαφορά ρε παιδί μου έχεις με τον παλιό σου εαυτό;». Ε, όσο και να μην έχω, δεν μας χωρίζουν καμιά 20αριά κιλά; Δεν μας χωρίζουν και κάμποσες λευκές τούφες που βάφω και ξαναβάφω με θρησκευτική ευλάβεια;

Βέβαια το θέμα των κιλών είναι μεγάλο κεφάλαιο στη ζωή της γυναίκας. Αλλά τι με ένοιαζε εμένα αφού στον καθρέφτη εγώ έβλεπα την άλλη, τη φρέσκια που λέγαμε. Πάει λοιπόν το κίνητρο περίπατο. Όσο για την εξωτερική μου εικόνα άσ’ την έλεγα, να κάνει παρέα με την Τζούλιαν της ταινίας που το μέσα της ανθεί και το έξω της τρώει το κέρατο…

Και έρχομαι στο σήμερα να χαζεύω την XL γκαρνταρόμπα μου και να ψάχνω να βρω το λάθος που με έκανε να αφεθώ έτσι. Υποψιάζομαι λοιπόν πως φταίει ο εμφύλιος μεταξύ πρώην λεπτής νυν χονδρής. Αυτό πρέπει να λήξει! Συμμερίζομαι το δράμα της Τζούλιαν αλλά το τριγλυκερίδιο έχει χτυπήσει «κόκκινο». Λέω λοιπόν να συμφιλιωθώ με το παρόν για να μου φερθεί κι αυτό με περισσότερη συμπάθεια και να αποδεχτώ ότι ο παλιός μου εαυτός καλός ήταν δε λέω, αλλά μας άφησε για τον καινούργιο τον παχιό, που είναι πιο μπαρουτοκαπνισμένος και υποψιασμένος στις λούμπες της παλιοζωής…

Α, και για να μην αδικήσω κανέναν, να αναφέρω πως (αν δεν με απατά η μνήμη μου) ο Λίαμ γύρισε τελικά στη θαλπωρή της νυφικής παστάδας και η Αμάντα την έκανε με αλαφρά αλλά σίγουρα βήματα για το κοντινότερο δάσος μήπως βρει κανένα λυκόπουλο να ενώσουν τις μοναξιές τους…