family

Της Άννας Παχή

Σε κάθε οικογενειακή εορτή, Χριστούγεννα, Πάσχα, ονομαστικές και λοιπά, ο καθένας μας γίνεται ένα είδος σούπερ ήρωα. Οπλίζεται με υπομονή, μαθαίνει τεχνικές σιωπηλού διαλογισμού, λύνει φανταστικές εξισώσεις στο μυαλό του, παίρνει απόφαση πως για ένα διάστημα θα είναι μουγκός, κουφός και προσωρινά λοβοτομημένος για να τα βγάλει πέρα στην υπέρτατη δοκιμασία: την Οικογενειακή Συγκέντρωση.

Όταν ήμασταν μικροί χαιρόμασταν με τη βαβούρα που γινόταν. Μπορεί να μας έκαναν τα μάγουλα κιμά από το τσίμπημα, να μας έσκαγαν από αγκαλιές και φιλιά, αλλά τουλάχιστον υπήρχαν τα δωράκια και τα χαρτζιλικώματα. Όλοι ήταν χαρούμενοι, τρώγαν, πίναν και τραγουδούσαν ενίοτε κι αν υπήρχαν εντάσεις, δεν τις καταλαβαίναμε. Κοιμόμασταν αποκαμωμένοι σε πολυθρόνες και καναπέδες, ευτυχισμένοι στην παιδική μας άγνοια.

Στην εφηβεία τα πράγματα άρχισαν να δυσκολεύουν. Αρχίζεις να ψυλιάζεσαι τις εντάσεις. Οι γονείς δεν είναι τόσο πρόθυμοι για τραπεζώματα, μάλλον προς  αγγαρεία το βλέπουν, το κάνουν όμως με ένα στωικό χαμόγελο που δε σε ξεγελάει μεν, αλλά δε μπορείς και να το εξηγήσεις πλήρως δε.  Τα μέλη της οικογένειας νιώθουν υποχρεωμένα να σε περάσουν από Ιερά Εξέταση για το σχολείο, τους βαθμούς σου, να μιλήσουν αυστηρά για το μέλλον σου, πως πρέπει να περάσεις στο πανεπιστήμιο, να προσέχεις τους φίλους σου κι όταν βγαίνεις έξω να τσεκάρεις μη σου ρίξουν ναρκωτικά στο ποτό. Όλα αυτά την ώρα που εσύ σκέφτεσαι πότε θα μεγαλώσεις αρκετά για να περνάς χρόνο με τους φίλους σου κι όχι τους μαθουσάλες της οικογένειας, ενώ ταυτόχρονα ψάχνεις καταφύγιο να κάνεις κανά τσιγάρο στη ζούλα, χρησιμοποιώντας φωταγωγούς, ανήλιαγα μπαλκόνια ή προθυμοποιείσαι να πας για μπύρες προκειμένου να βγεις λίγο έξω. Το χαρτζιλίκωμα όμως συνεχίζεται «για να πιεις έναν καφέ», οπότε το αντέχεις.

Όταν πια ενηλικιωθείς, έρχονται οι φρίκες. Πότε θα πιάσεις δουλειά, πότε θα παντρευτείς, πότε θα κάνεις παιδιά, τα χρόνια περνάνε, οι γονείς σου από σένα περιμένουν, δε βλέπεις την ξαδέρφη σου που παντρεύτηκε το φαρμακοποιό της τι καλά που περνάει; Επειδή τα σόγια είναι όπως τα μάθεις, υπάρχουν φράσεις διεξόδου. Στην ερώτηση «πότε θα παντρευτείς» μπορείς να αντιτάξεις «είμαι ανοιχτός σε προτάσεις, ξέρεις κανα καλό κορίτσι/αγόρι;» Μαγικό, το βουλώνουν και δεν ξαναμιλούν για αυτό, καθώς κανείς δε θέλει να είναι υπεύθυνος για τη δική σου επιλογή συζύγου.

Στην ακόμη πιο αγενή ερώτηση «πότε θα κάνεις παιδιά», το «όταν μου γράψεις εκείνο το κτήμα στο χωριό/διαμέρισμα στους Αμπελόκηπους για να έχω να το θρέψω», επίσης κάνει θαύματα. Εκτός αν πέσεις σε σκληροπυρηνικό, οπότε θα γίνεις γονιός αλλά θα αποκτήσεις κι ακίνητη περιουσία, κάτι είναι κι αυτό.

Έχεις φτάσει στη φάση που ξέρεις κουτσομπολιά, ένοχα μυστικά, έχεις τσακωθεί με τα ξαδέρφια, με άλλους τα βρήκες, με άλλους όχι. Κάθε φορά λες πως προτιμάς να πιείς καφέ με τζιχαντιστή παρά να φας με τη θεία Χαρίκλεια που βρωμοκοπάει κολώνια «Μυρτώ», αλλά κάθε φορά δίνεις τόπο στην οργή και πας. Όχι, δεν είσαι μαζοχιστής. Απλώς η οικογένεια – η κάθε οικογένεια – έχει αξιωματική θέση στη ζωή σου. Δεν την κουνάει κανείς. Μπορεί να έχει τρελούς, κακούς, λαλημένους. Μπορεί να έχετε σφαχτεί για τα κληρονομικά, για γκόμενους, για σερβίτσια, για συνταγές. Μπορεί να βρίσκεστε μόνο σε γάμους και κηδείες. Δεν έχει σημασία. Υπάρχουν και είναι δικοί σου, τέλος. Ότι κι αν έχει γίνει, ότι κι αν συμβεί, αυτούς έχεις και με αυτούς πορεύεσαι. Όσο κι αν σου σπάνε τα νεύρα, δε μπορεί να στους πάρει κανείς κι αυτό είναι πολύ – πολύ σημαντικό. Κι όσο κι αν δε θες να το παραδεχτείς, στα δύσκολα είναι εκεί.

Αυτούς γνώρισες πρώτα, τη δική τους συμπεριφορά μελέτησες, εκείνοι σου έδωσαν τα πρώτα φιλιά, τις αγκαλιές, τα δώρα. Ο θείος που τώρα αράζει στον καναπέ με το τηλεκοντρόλ στο χέρι είναι ο ίδιος θείος που σε πήγε πρώτη φορά ντισκοτέκ κρυφά από τη μάνα σου. Η θεία Χαρίκλεια βάζει τη «Μυρτώ» με τις χούφτες αλλά εκείνη είναι που πρώτη έζησε τη ζωή της όπως ήθελε, χωρίς τα «πρέπει» των άλλων και την είχες παράδειγμα. Όσο για τον ξάδερφο που τώρα έχει τρία παιδιά κι ονειρεύεται γκόμενες, μαζί είχατε πάει τις πρώτες «εργένικες» διακοπές, τις οποίες δεν πολυθυμάσαι από το πιώμα, θυμάσαι όμως πως ήταν τέλειες.

Η Οικογενειακή Συγκέντρωση είναι επικίνδυνη αποστολή. Για αυτό κάθε φορά που τη φέρνεις εις πέρας νιώθεις περήφανος. Όχι επειδή κατάφερες να βγεις σώος και αβλαβής από αυτήν, αλλά επειδή παρόλα τα ντράβαλα ένιωσες να ανήκεις κάπου, πως δεν είσαι τελείως μόνος. Κι αν θες άλλο ένα παράσημο γενναιότητας μπορείς να παραδεχτείς την αλήθεια. Τους αγαπάς. Πολύ.