Της Αθηνάς Ζύμαρη
Η γιαγιά μου ήταν καθηλωμένη σε αναπηρικό καροτσάκι με φανερά προβλήματα κίνησης. Κάποια στιγμή θα την εξέταζε ειδική επιτροπή ώστε να επιβεβαιωθεί το ποσοστό αναπηρίας της. Όταν μου εξήγησε τη διαδικασία απόρησα: «Μα καλά, τι εξέταση χρειάζεται; Αφού φαίνεται ότι δεν μπορείς να περπατήσεις» σχολίασα ελαφρώς ενοχλημένη. Μου απάντησε πως «αυτή είναι η διαδικασία».
Σήμερα, είκοσι πέντε χρόνια μετά συνειδητοποίησα ότι η Δικαιοσύνη είναι πιο δυσκίνητη απ’ τη γιαγιά μου και αυτό φαίνεται. Γεμάτη καλές προθέσεις βέβαια αλλά τελείως ανήμπορη. Βέβαια η γιαγιά δεν είχε διαλέξει την αρρώστια της αλλά έπρεπε να μάθει να ζει με αυτήν, να την αποδεχτεί. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά, ο άνθρωπος που έρχεται αντιμέτωπος με κάποια δυσλειτουργία δεν ευθύνεται γι’ αυτήν. Όταν όμως ένα ολόκληρο σύστημα δυσλειτουργεί κάποιος φταίει. Ή τουλάχιστον κάποιος ή κάτι πρέπει να ρυθμίζει το κώλυμα… Εν προκειμένω παρατηρούμε αυτές τις ημέρες τη Δικαιοσύνη να πάσχει και να μην γίνεται τίποτα. Το χειρότερο είναι πως τη θεωρούσαμε τυφλή ή ελπίζαμε πως ήταν, αλλά τελικά είναι κουφή και αγκυλωμένη, σε απόλυτη ακινησία. Μετά τις τρέχουσες δικαστικές εξελίξεις δεν χρειάζεται διαδικασία εξακρίβωσης του βαθμού αδυναμίας της… Ωστόσο μπορεί κανείς να τη δικαιολογήσει, «τι φταίει αυτή» που πρέπει να εφαρμόσει τους νόμους;
Για να μπω στο θέμα, πριν περίπου ένα μήνα έγινε γνωστό πως λόγω παρέλευσης 30 μηνών προσωρινής κράτησης ο Γ. Ρουπακιάς -που το 2013 κατ’ ομολογία του δολοφόνησε τον 34χρονο Π. Φύσσα-, θα έβγαινε από τη φυλακή και θα υποχρεωνόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό μέχρι την ολοκλήρωση της δίκης. Μία δίκη που μπορεί να διαρκέσει έως και τρία χρόνια αφού θα κληθούν να καταθέσουν περίπου τριακόσιοι μάρτυρες. Λοιπόν η προσωρινή κράτηση μεταξύ άλλων έχει σκοπό να προστατεύσει το κοινωνικό σύνολο από νέες ενδεχόμενες αξιόποινες ενέργειες (όταν αυτό κρίνεται πιθανό) αλλά και να προστατεύσει τον φερόμενο ως δράστη από μία επ’ αόριστο προφυλάκιση αφού δεν έχει βγει αθωωτική ή ενοχοποιητική απόφαση εις βάρος του και υπάρχει πάντα το τεκμήριο της αθωότητας. Καλά είν’ όλα αυτά και λογικά εν πολλοίς, αν όμως η εφαρμογή του νόμου προκαλεί την τέλεση ενός ψυχολογικού εγκλήματος; Και πώς θα προστατευτεί η μνήμη του θύματος, σε μια τραγωδία που η κάθαρση αργεί ακόμα πολύ. Η οικογένεια του θύματος καλείται να ζήσει μια νέα πραγματικότητα παραλογισμού και βιώνει έναν άλλο θάνατο, της προσδοκίας για απονομή δικαιοσύνης (δικαίωσης δηλαδή) του ανθρώπου που χάσανε. Μια απεργιακή κινητοποίηση έφτασε να ροκανίσει τον ήδη εξαντλημένο χρόνο για την ολοκλήρωση μιας δίκης που δεν είναι καθόλου συνηθισμένη και για κάποιο λόγο μάς αφορά όλους.
Η ανώτατη δικαστική Αρχή που διέπεται από τον σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα πέφτει θύμα της ελληνικής παθογένειας και αυτό τελικά της στερεί την ανεξαρτησία της. Ένας ψύχραιμος παρατηρητής θα έλεγε ότι απλώς εφαρμόστηκαν οι νόμοι αλλά η Πολιτεία δεν ενήργησε έγκαιρα. Τότε δεν μπορώ παρά να σκεφτώ πως αυτοί οι νόμοι θεσπίστηκαν για μια άλλη χώρα, μια χώρα ανύπαρκτη που υπάρχει μόνο στη σφαίρα της φαντασίας.
Ωστόσο πώς η κοινωνία μπορεί να επουλώσει το τραύμα της, όχι από την αποφυλάκιση ενός κατ’ ομολογία δράστη, αλλά από τον συμβολισμό της αποφυλάκισης… Μένει να δούμε την εξέλιξη αυτής της ιστορίας και να αποδεχτούμε πως αν μη τι άλλο ζούμε σε μια κοινωνία που δεν έχει αντανακλαστικά. Ή αλλιώς σε μια χώρα που η Δικαιοσύνη πάσχει από σοβαρή καθήλωση, μεγαλύτερη κι απ’ της 80χρονης γιαγιάς μου…