NITSE3

Της Άννας Παχή

Ο θίασος του θεάτρου «Τόπος Αλλού» με αφορμή το ανέβασμα του έργου που έγραψε και σκηνοθετεί ο Νίκος Καμτσής, «Νίτσε – Βάγκνερ, Ένα Θέαμα για το Φασισμό» το παρουσιάζει στο κοινό του Lifebook  λίγο πριν την επίσημη πρεμιέρα.

Βίκυ Αθανασίου (Νοσοκόμα): Είναι το μόνο μη ιστορικό πρόσωπο της παράστασης  και η μόνη πραγματική παρουσία, δεν πρόκειται για άλλο ένα αποκύημα του παραληρηματικού Νίτσε. Αυταρχική, μονίμως εκνευρισμένη, μισεί την εργασία της, εξυπηρετεί δυο σκοπούς: Υπερτονίζει με τη συμπεριφορά της τη σχιζοφρένεια του Νίτσε ενώ  αντιδρά μόνο στις κινήσεις και τα δικά του λεγόμενα, δείχνοντας πως τα υπόλοιπα πρόσωπα δεν είναι υπαρκτά. Αντιλαμβάνεται το Νίτσε ως βαριά περίπτωση ασθενούς, τον βλέπει να φωνάζει, να χτυπιέται χωρίς να καταλαβαίνει γιατί. Εκείνος αντιδρά στη δράση των άλλων, αλλά εκείνη δεν μπορεί να το δει αυτό. Ως νοσοκόμα στο σανατόριο έχει βιώσει τέτοιες «άρρωστες» συμπεριφορές για αυτό και τις περνάει λίγο αδιάφορα. Ακούγοντας το Νίτσε να αναφέρεται σε πρόσωπα γνωστά, όπως ο Βάγκνερ ενδιαφέρεται, επιθυμεί να μάθει λίγο το “κουτσομπολιό” της εποχής.  Για εκείνη πάντως, ο Νίτσε είναι ένας «άρρωστος», τίποτε άλλο.

Μαρκέλλα Στάμου (Ελίζαμπεθ): Η Ελίζαμπεθ, ήταν αδερφή του φιλοσόφου και υπέφερε από κόμπλεξ, καθώς βρισκόταν πάντα στη σκιά του. Το βασικό της χαρακτηριστικό ήταν η ναζιστική ιδεολογία. Υπήρξε ένθερμη οπαδός του Χίτλερ, όπως και ο σύζυγός της. Μαζί συνέλαβαν το μεγαλεπήβολο σχέδιο, να ιδρύσουν τη Νέα Γερμανία στην Παραγουάη, σχέδιο που προφανώς απέτυχε.

Η Ελίζαμπεθ δε διέθετε τη σκέψη του αδερφού της ούτε το πνεύμα του, δε μπορούσε να γράψει δικά της πράγματα. Έτσι, πήρε τη φιλοσοφία του και την παραποίησε μαζί με τον άντρα της για να εξυπηρετήσει τη φιλοσοφία των Ναζί. Ουσιαστικά, σφετερίστηκε αποσπάσματα λόγου του αδερφού της και τα «έραψε» σε συγγράμματα όπως το «Θέληση και Δύναμη» θέτοντάς τα στη διάθεση της Καγκελαρίας. Μέσα από τα χρόνια και το «ράδιο αρβύλα», πέρασε στην Ιστορία πως ο Νίτσε είχε ασπασθεί το φασισμό. Ουσιαστικά δεν ήταν έτσι τα πράγματα, η Ελίζαμπεθ κατακρεούργησε τη φιλοσοφία του, επενέβην στο αρχείο του, το προσέφερε στους Ναζί κι είναι η μόνη υπεύθυνη για αυτήν την παραχάραξη της ιστορίας.

Θεωρώ πιθανό να το έκανε όχι μόνο για να βοηθήσει το Ναζισμό αλλά και για να πάρει ένα είδος εκδίκησης απέναντί του. Γεγονός παραμένει πως ήταν φανατισμένη φασίστρια και δε μετάνιωσε ποτέ για αυτό.

DSC00163

Αλεξάνδρα Χαραλαμπίδου: η Φραντζέσκα Νίτσε, γυναίκα και κόρη πάστορα, εκ των πραγμάτων μεγάλωσε με μια πολύ αυστηρή, θρησκευτική γραμμή. Τα παιδιά της δεν βγήκαν τόσο «θρησκευόμενα» όσο θα ήθελε, ο Νίτσε μάλιστα καθόλου μια και δεν ακολούθησε τα κλασικά πρότυπα. Δεν παντρεύτηκε, δεν αρκέστηκε σε μια καλή θέση όπως αυτή του καθηγητή. Η Φραντζέσκα δε μπορούσε να καταλάβει το μεγαλείο της σκέψης και της φιλοσοφίας του γιου της. Το μυαλό της δε χωρούσε το γεγονός πως διάλεξε να παραιτηθεί από μια καλή δουλειά, για να γράφει και να δημιουργεί. Θεωρώ πως ήταν μεγάλο αγκάθι για αυτήν το γεγονός πως ο γιός της δεν ακολούθησε την πεπατημένη.

Έχοντας ψάξει το χαρακτήρα της για να την υποστηρίξω σαν ηθοποιός, θεωρώ πως έβρισκε πιο λογική τη συμπεριφορά της κόρης της, ήταν πιο κοντά στη γερμανική της καταβολή. Όπως κάθε μάνα βέβαια, αγαπούσε παθολογικά το γιό της, «το αγόρι της», εξ ου και κοντράρεται με τη Λου, όπως και με οποιαδήποτε άλλη γυναίκα υπήρξε στη ζωή του. Για μένα, το κλειδί, στη δική μας απόδοση, είναι πως έχει μείνει στην ηλικία που ο Φρήντριχ ήταν έξι ετών, τότε που της έκανε όλα τα χατίρια και της είπε το τελευταίο πραγματικό «σ’ αγαπώ». Έμεινε εκεί, επειδή δε μπόρεσε να συμβιβαστεί με την εξέλιξή του. Φυσικά, πονάει όταν βλέπει το παιδί της στο σανατόριο.

Η Φραντζέσκα δεν έχει ενοχές σχετικά με τον τρόπο που μεγάλωσε τα παιδιά της. Νιώθει άσχημα επειδή αυτά έκαναν λάθος επιλογές. Κάπου λέει «εγώ ότι κι αν έκανα ήταν ευλογημένο». Οι πορείες τους ήταν δικές τους επιλογές και όχι δικά της λάθη. Αυτό δε σημαίνει πως φταίει, έτσι έμαθε, έτσι έκανε.

Έμμυ Μαυρίκα: η Λου Αντρέα Σαλομέ δεν υπήρξε μοιραία γυναίκα με την έννοια που δίνουμε εμείς στον όρο, δηλαδή το σέξυ θηλυκό που χρησιμοποιεί «τσαλίμια» και εκμεταλλεύεται τους άντρες για να πετύχει αυτά που θέλει. Νομίζω πως έχει αδικηθεί από αυτό. Ήταν ένα πνεύμα ελεύθερο, φωτεινό, μια γυναίκα ανεξάρτητη και αυτή ήταν η γοητεία της, για αυτό την επιθυμούσαν ο Ρίλκε, ο Νίτσε, ο Φρόϋντ και τόσοι άλλοι. Εκείνη, όπως λέει στο έργο «δε μπορεί να είναι το ήμισυ κανενός». Στη ζωή της υπήρξε πάντα «αετός» και αυτό δεν το άλλαξε για κανέναν. Η πυγμή που διαθέτει πηγάζει από την ανεξαρτησία της, όχι από τον ερωτισμό της. Σαφώς ήταν ερωτική, υπήρξε πολύ ωραία γυναίκα, θεωρώ όμως πως τα πράγματα που τη χαρακτηρίζουν είναι η ανεξαρτησία, η ελευθερία και το πνεύμα της.

Προερχόταν από στρατιωτική οικογένεια. Πατέρας στρατηγός, και είχε 5 αδέρφια. Από μικρή έμαθε να παλεύει σε μια ανδροκρατούμενη μικρο-κοινωνία όπως η οικογένεια. Ταυτόχρονα, η μητέρα της ήταν ιδιαίτερα μορφωμένη και προσέφερε την ίδια μόρφωση στη Λου, βοηθώντας την να σπουδάσει.

Βρισκόταν σαφώς στον αντίποδα του φασισμού. Στο πρόσωπο του Νίτσε, βλέπει μια «χρυσή φυλακή», ο έρωτάς του φτάνει στα όρια του φανατισμού κι αυτό η Λου δεν το αντέχει και τον απομακρύνει. Αυτή η απόρριψη οδηγεί το Νίτσε στο άλλο άκρο, από εκεί που τη χαρακτήριζε χαρισματική κληρονόμο του έργου του φτάνει να την αποκαλεί «βρωμερή, κοκαλιάρα μαϊμού». Υπάρχει μια φωτογραφία που «έστησε» ο Νίτσε. Σε αυτήν εμφανίζονται ο ίδιος και ο Πάουλ Ρέε να τραβούν ένα κάρο, στο οποίο κάθεται η Λου κραδαίνοντας το μαστίγιό της. Ήταν ένας τρόπος να την υποβιβάσει.

Η Λου Σαλομέ συμβίωνε μεν με τον Ρέε, η σχέση τους όμως ήταν «ανοιχτή». Ο Ρέε γνώριζε πως εκείνη είχε παράλληλες σχέσεις, με το Ρίλκε μάλιστα, που υπήρξε εραστής της έκαναν κοινές διακοπές. Ένα από τα ποιήματα του Ρίλκε είναι αφιερωμένο σε αυτήν. Η σχέση της όμως με τον σύντροφό της ήταν βαθιά και ειλικρινής, είχε σεβασμό.

Πολύ πριν τις σουφραζέτες και το φεμινισμό, η Λου Αντρέα Σαλομέ έζησε τη ζωή της όπως πραγματικά ήθελε, χωρίς να δίνει σημασία στα κοινωνικά πρότυπα και απόλυτα ίση με τους άντρες που την περιτριγύριζαν.

DSC00314 (1)

Ηλίας Μενάγιερ: Ο Φρόυντ άλλαξε με τον τρόπο του ολόκληρη την επιστήμη. Επηρέασε τους πάντες και τα πάντα. Οι ενοχές, οι λύπες, όλα τα συναισθήματα  προϋπήρχαν βέβαια, όμως εκείνος, ανακαλύπτοντας την ψυχανάλυση και θέτοντας ως βάση τη σεξουαλικότητα, άλλαξε τον τρόπο με τον οποίον μιλάμε μεταξύ μας ασχέτως επαγγέλματος, φύλου… Τα ερωτήματα «Τι σκέφτεσαι»  «πως νιώθεις» απέκτησαν άλλη βαρύτητα. Φυσικά έχει επηρεάσει και το θέατρο, το βλέπουμε με διαφορετικό τρόπο μετά από αυτόν.

Στο έργο ο Φρόυντ εμφανίζεται ως ακτίνα ελπίδας. Μπορεί ο Νίτσε, τον οποίον όλοι θεωρούν «τρελό»  να μη βασανίζεται από τρέλα, αλλά κάτι άλλο. Ούτε αυτό όμως αρέσει στο φιλόσοφο. Επιμένει πως πάσχει από «παραλυτική παραληρηματική παραισθησιογόνο ψυχική διαταραχή». Το θεωρεί παράσημο.

Ο Φρόυντ έχει συνυπάρξει χρονικά με το Νίτσε, έχει λάβει κομμάτια της φιλοσοφίας του για τη θεωρία της ψυχανάλυσης. Επίσης, έχει κοινή ιστορία με τη Λου, έχει υπάρξει ερωτικό θέμα μεταξύ τους και τη θαυμάζει απεριόριστα. Όταν η Λου και ο Ρέε πέθαναν, ο Φρόϋντ έγραψε πως η σχέση τους ήταν πολύ πιο ειλικρινής από ότι αν ήταν παντρεμένοι με το συμβατικό τρόπο.

Στην παράσταση ο Φρόυντ δεν είναι ακριβώς το λογικό στοιχείο,  αλλά η συνέχεια που ελπίζει ο Νίτσε. Ξέρει πως υπάρχει κάτι πριν από αυτόν, (η μητέρα του, η αδερφή του) και θέλει να πιστέψει πως θα υπάρξει κάτι και μετά από αυτόν. Όλοι γυρίζουμε γύρω από το Νίτσε και τι αυτός θα ήθελε να λύσει. Στο θέμα του φασισμού, η ερώτηση για μένα, τίθεται ως εξής: Γιατί κυνηγάς κάποιον; Επειδή είναι μαύρος, αλβανός, εβραίος, κάτι που δε γνωρίζεις ακριβώς τι είναι; Δεν είμαστε μόνο φυλή. Είμαστε άνθρωποι. Είναι χαζό να κυνηγάς κάποιον για το χρώμα ή τη θρησκεία του.

Ανδρέας Παπαγιαννάκης (Βάγκνερ) : Η αρχικά φιλική σχέση μεταξύ των δύο είναι ιστορικά καταγεγραμμένη. Υπήρξαν όμως δυο σημεία τριβής: Πρώτον, (δεν αναφέρεται  στην παράσταση), ο Νίτσε ερωτεύθηκε τη Κοζίμα, σύζυγο του Βάγκνερ και νόμιμη κληρονόμο του. Το δεύτερο και βασικό του έργου, είναι ιδεολογικής φύσης. Ο Βάγκνερ πίστευε στα πρότυπα και μέσα από τη μουσική του ήθελε να δώσει ηρωικά πρότυπα στο γερμανικό λαό. Έγραψε επική, πομπώδη μουσική με θρυλικές μορφές, χρησιμοποιώντας ήρωες των λαϊκών θρύλων της Κεντρικής και της Βόρειας Ευρώπης. Οι όπερές του βρίθουν από ηρωικά στοιχεία γιατί ο σκοπός του ήταν να αφυπνίσει και να ακολουθήσει ο κόσμος αυτά τα πρότυπα. Ο Νίτσε πίστευε πως ο άνθρωπος πρέπει να ανακαλύψει τη δύναμή του σκάβοντας μέσα του κι εκεί οι δυο αντιλήψεις συγκρούονται.

Αργότερα, ωριμάζοντας και οι δυο κατάλαβαν πως οι δρόμοι τους δεν ταυτίζονται. Στην πρεμιέρα του Πάρσιφαλ ο Νίτσε σηκώθηκε κι έφυγε γιατί δεν άντεξε την επιθετικότητα του έργου και αυτό που θεώρησε υποδόρια δηλητηρίαση της ζωής. Ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Έτσι εκτονώθηκε η ενέργεια που μαζευόταν τα προηγούμενα χρόνια, από την παρουσίαση της «Τριλογίας του Δαχτυλιδιού» και μετά.

Η φήμη του Βάγκνερ όπως και του Νίτσε, δεν έχει ακόμη αποκατασταθεί. Και οι δυο έζησαν πριν την έξαρση του φασισμού, οπότε δε μπορούμε να τους καταλογίσουμε τέτοια ευθύνη. Στο έργο, ο Βάγκνερ δε θέλει να αποδεχτεί το γεγονός πως η μουσική του έγινε σημαία του Χίτλερ, άλλωστε χρονικά δε γνωρίζει τι έχει συμβεί.

Θεωρώ ότι είχε αγαθές προθέσεις. Επιθυμούσε να εμπνεύσει τον κόσμο μέσω των προτύπων, όχι να τον διχάσει. Η τέχνη δε διχάζει από τη φύση της. Οι Ναζί τον εκμεταλλεύτηκαν για να προβάλλουν τα πολιτικά τους πιστεύω. Αδικήθηκε για αυτό και αντιδρά. Ο Νίτσε ως ιδεαλιστής και ανθρωπιστής βλέπει άλλες πτυχές. Ο Βάγκνερ ήταν επαναστάτης. Έχω την πεποίθηση πως κάποιος που πολέμησε για το λαό, δε μπορεί να είναι φασίστας.

DSC00453 (2)

Νίκος Καραστέργιος (Νίτσε) : Δεν προσπάθησα να προσεγγίσω το Νίτσε ως φιλόσοφο γιατί κανείς δεν ξέρει πως πραγματικά ήταν. Προσπάθησα να τον προσεγγίσω μέσα από τις τελευταίες στιγμές του – πάντα με την καθοδήγηση του σκηνοθέτη Νίκου Καμτσή – σε ένα σανατόριο, άρρωστο και σε ημίτρελη κατάσταση. Γνωρίζει πως το τέλος του έρχεται  και θέλει να επιφέρει  την κάθαρση, να δικαιωθεί απέναντι σε αυτά που έχουν συμβεί. Για αυτό καλεί φαντάσματα του παρελθόντος για «να εξοφλήσει παλιά γραμμάτια» όπως λέει κάποια στιγμή. Ανάλογα με τα πρόσωπα που τον επισκέπτονται ανάλογη είναι και η αντιμετώπισή του προς αυτά. Επιθετική προς την αδελφή και τη μητέρα του όπου υπάρχει ιδεολογική αν θέλετε αντιπαράθεση, πιο ερωτική όσον αφορά τη Λου Σαλομέ, το μεγάλο έρωτά του.  Θέλοντας να δώσει μια απάντηση κι ο ίδιος σχετικά με το τι του έχει συμβεί όσον αφορά στην ασθένειά του, συνομιλεί με το Φρόυντ. Το αποκορύφωμα φυσικά είναι η συνάντησή του με το Βάγκνερ. Οι διαφωνίες τους είναι πολύ μεγαλύτερες κι έχουν να κάνουν με βαθύτερες έννοιες και με το πώς το έργο και των δυο παραποιήθηκε από έναν ολόκληρο λαό. Καταφέρνει να πει αυτά που θέλει για να ελαφρώσει η ψυχή του. Ελπίδα δεν υπάρχει, θέλουν κι οι δυο ένα καλύτερο αύριο αλλά προβλέπουν πως η ιστορία επαναλαμβάνεται.

Η ατάκα που πιστεύω ότι χαρακτηρίζει το Νίτσε είναι αυτή: «σ’ όλη μου τη ζωή δεν υπήρξα ούτε φασίστας, ούτε κομμουνιστής. Το μόνο που ήθελα να είμαι, είναι νιτσεϊστής».

 

Διαβάστε την κριτική της παράστασης εδώ

Η συνέντευξη του συγγραφέα – σκηνοθέτη Νίκου Καμτσή εδώ

INFO

«Νίτσε – Βάγκνερ Ένα θέαμα για το φασισμό»

Θέατρο: «Τόπος Αλλού» Κεφαλληνίας 17 και Κυκλάδων, Κυψέλη

Κείμενο – Σκηνοθεσία Νίκος Καμτσής

Σκηνικά – Κοστούμια Μίκα Πανάγου

Μουσική Χρήστος Ξενάκης

Βίντεο     Γιώργος Αλεξίου

Νίτσε: Νίκος Καραστέργιος

Βάγκνερ: Ανδρέας Παπαγιαννάκης

Συμμετέχουν:

Αλεξάνδρα Χαραλαμπίδου

Μαρκέλα Στάμου

Έμμυ Μαυρίκα

Ηλίας Μενάγερ

Βίκυ Αθανασίου

Πρεμιέρα 20 Μαρτίου και για 12 παραστάσεις.

Ώρες & μέρες παραστάσεων:

Κυριακή στις 19.30

Δευτέρα-Τρίτη στις 21.00

Τηλέφωνο: 210 8656004 – 210 8624392

Χορηγός επικοινωνίας: lifebook.gr