«Οι Σουφραζέτες»

Εμπνευσμένο από πραγματικά γεγονότα, το δράμα της Σάρα Γκαβρόν, με τη – βραβευμένη με τρία Όσκαρ – Μέριλ Στριπ, τις – υποψήφιες για Όσκαρ – Κάρεϊ Μάλιγκαν και Έλενα Μπόναμ Κάρτερ και τους Μπεν Γουίσοου, Μπρένταν Γκλίζον και Αν Μαρί Νταφ, αποτυπώνει την ιστορία του κινήματος υπέρ του δικαιώματος ψήφου στις γυναίκες.

Οι Σουφραζέτες δεν προέρχονταν από αριστοκρατικές τάξεις. Ήταν εργαζόμενες γυναίκες, που συνειδητοποίησαν ότι η ειρηνική διαμαρτυρία δεν έφερνε αποτελέσματα. Στραμμένες στη βία ως τη μόνη διέξοδο, ήταν έτοιμες να χάσουν τα πάντα – τις δουλειές τους, τα σπίτια τους, τα παιδιά τους, τις ζωές τους – στον αγώνα τους για ισότητα. Η ηρωίδα της ταινίας είναι μία από αυτές. Ο αγώνας της για αξιοπρέπεια μοιάζει με θρίλερ, αλλά θα εμπνεύσει αμέτρητες γενιές γυναικών παγκοσμίως.

Επιθυμώντας, επί πολλά χρόνια, να κάνει μια ταινία για το κίνημα των Σουφραζέτων, η σκηνοθέτις σημειώνει: «Ο όρος Σουφραζέτες χρησιμοποιήθηκε χλευαστικά από τον βρετανικό τύπο, για να περιγράψει τις ακτιβίστριες, που αγωνίζονταν για το δικαίωμα ψήφου (suffrage). Ο όρος άλλαξε φύση, εξαιτίας τού ίδιου του κινήματος. Οι Σουφραζέτες δημιουργούσαν προβλήματα στις επικοινωνίες, έκοβαν τηλεγραφικά καλώδια, έσπαγαν ταχυδρομικά κουτιά, πήγαιναν φυλακή, έκαναν απεργία πείνας, για να κερδίσουν την προσοχή του κόσμου για το κίνημά τους.

Με άφηνε έκπληκτη το γεγονός ότι αυτή η ιστορία δεν είχε ειπωθεί ποτέ. Ήμασταν μια ομάδα γυναικών και, φυσικά, μας γοήτευε το υλικό. Μας ενδιέφερε να πούμε την ιστορία μιας εργαζόμενης γυναίκας του 1912. Κάναμε ενδελεχή έρευνα σε ημερολόγια και απομνημονεύματα, αστυνομικές αναφορές και ακαδημαϊκά κείμενα. Τότε, δημιουργήσαμε τον φανταστικό σύνθετο χαρακτήρα της Μοντ, η οποία συμμετέχει σε αληθινά γεγονότα και συναντά στον δρόμο της χαρακτήρες – κλειδιά του κινήματος».

«Χαίρε Καίσαρ!»

Οι – βραβευμένοι με τέσσερα Όσκαρ – Ίθαν και Τζόελ Κοέν επιστρέφουν με μία καυστική κωμωδία, που σατιρίζει τα χολιγουντιανά ήθη της δεκαετίας του ’50, αποκαλύπτοντας τον τρόπο, με τον οποίο ο μηχανισμός της κινηματογραφικής βιομηχανίας έφτιαχνε την εικόνα των σταρ της μεγάλης οθόνης και φρόντιζε να μη βγαίνουν στη φόρα τα «άπλυτά» τους. Με τους Σκάρλετ Τζόχανσον, Τσάνινγκ Τέιτουμ, τις – βραβευμένες με Όσκαρ – Τίλντα Σουίντον και Φράνσις Μακντόρμαντ, τους – υποψήφιους για Όσκαρ –  Τζος Μπρόλιν, Τζορτζ Κλούνεϊ, Ρέιφ Φάινς και Τζόνα Χιλ και τους Άλντεν Έρενραϊχ, Ντολφ Λούντγκρεν και Ντέιβιντ Κράμχολτζ, ένας «fixer», δηλαδή ο άνθρωπος που «καθάριζε» τα σκάνδαλα των σταρ, φροντίζοντας να μένουν μακριά από τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων, έρχεται στη δύσκολη θέση να διαχειριστεί την απαγωγή του διάσημου πρωταγωνιστή της ρωμαϊκής περιπέτειας εποχής «Hail Caesar!».

«Deadpool»

Ασεβής, αθυρόστομος, φλύαρος, εξυπνάκιας και μοναδικός στο σύμπαν των κόμικς της Marvel, αφού απέχει πολύ από τους υπόλοιπους έντιμους και ευσυνείδητους ήρωες της, ο πιο αντισυμβατικός σούπερ ήρωας όλων των εποχών ζωντανεύει μέσα από την ταινία δράσης του Τιμ Μίλερ. Οι Ράιαν Ρέινολντς, Μορένα Μπακάριν, Εντ Σκριν, Τζίνα Καράνο, Τ. Τζ. Μίλερ και Μπριάνα Χίλντεμπραντ ξετυλίγουν την ιστορία ενός πρώην πράκτορα των Ειδικών Δυνάμεων, ο οποίος, στην καλύτερη εποχή της ζωής του, μαθαίνει ότι πάσχει από μια ανίατη ασθένεια. Έτσι, επιλέγει να δοκιμάσει ένα μη εγκεκριμένο πείραμα, για να θεραπευθεί. Όμως, τα αποτελέσματα δεν είναι τα αναμενόμενα. Παραμορφωμένος, αλλά οπλισμένος με νέες υπεράνθρωπες ικανότητες, αποφασίζει να κυνηγήσει αυτόν, που του κατέστρεψε τη ζωή.

«Φυσικά, μία από τις κρισιμότερες αποφάσεις, που έπρεπε να πάρουν οι συντελεστές, ήταν η επιλογή να κάνουν μια ταινία πιστή στον χαρακτήρα που την ενέπνευσε και, άρα, ακατάλληλη για ανηλίκους» εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Και χάρη σε σκηνές που δείχνουν τον Deadpool να μάχεται γυμνός, στις παθιασμένες ερωτικές σκηνές, αλλά, κυρίως, στην ακατάσχετη φλυαρία και τα τολμηρά αστεία του, η ταινία δεν θα μπορούσε παρά να είναι ακριβώς αυτό. Αυτό είναι ένα σημαντικό βήμα για τη διεύρυνση του είδους, αφού δεν περιορίζεται στα στενά όρια τού τι μπορείς να κάνεις σε μια κόμικ ταινία δράσης. Το “Deadpool”, εξαρχής, ήταν μια ταινία, που προκαλούσε τα στερεότυπα των μεγάλων εμπορικών κόμικ ταινιών, οι οποίες απευθύνονται στο μεγαλύτερο δυνατό κοινό και, άρα, παραμένουν κατάλληλες και για μικρές ηλικίες. Ήταν καιρός να γίνει μια ταινία, που επαναπροσδιορίζει τα σύνορα του είδους, σε κάτι που προορίζεται για ενήλικους θεατές».

«Μια αγκαλιά στην άκρη του κόσμου»

Ο – βραβευμένος με Όσκαρ – Γάλλος δημιουργός Κλοντ Λελούς επανέρχεται με μία αισθηματική κομεντί, με πρωταγωνιστές τους Ζαν Ντιζαρντέν, Ελσά Ζιλμπερστάιν, Κριστόφ Λαμπέρ και Αλίς Πολ. Ήρωας της είναι ένας επιτυχημένος και γοητευτικός μουσικοσυνθέτης, ο οποίος, σε ένα επαγγελματικό ταξίδι του στην Ινδία, γνωρίζει μία γυναίκα, που του ασκεί ανεξήγητη γοητεία. Μαζί, θα ζήσουν μια απίστευτη περιπέτεια και θα δουν τη ζωή με άλλα μάτια.

«Η κεντρική θεματική του σεναρίου; Φυσικά, η αγάπη. Είναι αυτό, που απασχολεί πραγματικά την ανθρωπότητα» τονίζει ο σκηνοθέτης. «Τίποτα δεν είναι τόσο καλό, όσο μια ιστορία αγάπης, και, ταυτόχρονα, τίποτα δεν σε κάνει να νιώθεις χειρότερα! Πιστεύω ότι, στο χάος της αγάπης, υπάρχει φοβερή γονιμότητα. Στην αγάπη, δεν υπάρχουν όρια. Είναι ένας εθισμός, που δεν μπορείς να νικήσεις.

Έχω δύο μεγάλες αγάπες: τη ζωή και το σινεμά. Το σινεμά μού επιτρέπει να κάνω τους ανθρώπους να αγαπήσουν τη ζωή. Αν και γνωρίζω πολύ καλά τη φρίκη της ζωής, είμαι ερωτευμένος μαζί της και θέλω να κάνω όσο δυνατόν περισσότερους ανθρώπους να νιώσουν το ίδιο. Ζούμε σε έναν κόσμο, όπου η αρνητική διάθεση έχει γίνει σημαντικότερη από τη θετική. Από τη μια ταινία στην άλλη, αναρωτιέμαι διαρκώς πώς να κάνω τους ανθρώπους να αγαπήσουν τη ζωή, που μας δίνει τόσα. Πιστεύω στη δύναμη του σινεμά να αλλάξει τους ανθρώπους σε δύο ώρες».

«Anomalisa»

Στην ταινία του – βραβευμένου με Όσκαρ -Τσάρλι Κάουφμαν, η οποία είναι υποψήφια για το Όσκαρ κινουμένων σχεδίων, ένας εκπληκτικά επιδραστικός ομιλητής αλλάζει τις ζωές αμέτρητων ανθρώπων με τις εμπνευσμένες ομιλίες και τις συμβουλές του. Όμως, όσο μεταμορφώνει την ύπαρξη των άλλων, η δική του ζωή χάνει το νόημά της, καταλήγοντας γκρίζα και μονότονη. Μέχρι τη στιγμή, που η φωνή μιας κοπέλας διαπερνά το πέπλο του απόλυτου κενού.