Γράφει η Άννα Παχή

Βλέπω, διαβάζω, ακούω. Άλλο ένα κορίτσι βιάστηκε, βασανίστηκε, δολοφονήθηκε. Η πρώτη ερώτηση: «τι φορούσε;» Η δεύτερη: «μήπως τα ήθελε;» Η τρίτη: «Γιατί πήγε;» Και δώσ’του κουβέντες για τα ρούχα, τη συμπεριφορά της, τη ζωή της. Τη ζωή που έχασε επειδή ήταν «άτυχη» και άρεσε σε δυο άντρες που έπρεπε να την «πάρουν», κυριολεκτικά και μεταφορικά.

Τι κι αν έχουμε 2018; Τι κι αν «ο κόσμος έχει προχωρήσει»; Μου αρέσουν οι μίνι φούστες, τα ψηλοτάκουνα παπούτσια, το μακιγιάζ. Μου αρέσει να βγαίνω σε μπαρ, να πίνω και να γνωρίζω κόσμο. Μου αρέσει να φλερτάρω, να ερωτεύομαι. Μου αρέσει να εργάζομαι, να κάνω βόλτες, να ταξιδεύω. Δε μου αρέσει η μαγειρική, δεν έχω παντρευτεί, δεν έχω παιδιά. Είμαι μόνη, άρα «ψάχνομαι» κι όποιου του γουστάρει μπορεί να μου την πέσει χωρίς εγώ να μπορώ να πω όχι. Κι αν πω, η λύση είναι απλή: Με βιάζουν, με σκοτώνουν αν θέλουν κι εγώ πρέπει να πω ευχαριστώ.

Πριν χρόνια ήμουν θύμα σε τροχαίο. Το αυτοκίνητο μπροστά από το δικό μας κοκάλωσε σε ένα φανάρι και πέσαμε πάνω του. Ο πίσω, έπεσε πάνω μας. Στο δικαστήριο που ακολούθησε, ο πρόεδρος με ρώτησε: «Τι φορούσατε;» Ήμουν 22 χρονών. Φορούσα μίνι, άρα, ήταν δικό μου λάθος.

Κάποτε γνώρισα κάποιον στις διακοπές. Το πρώτο βράδυ που βγήκαμε περάσαμε πολύ ωραία. Με πήγε στο ξενοδοχείο μου και του είπα «καληνύχτα» στην πόρτα. Απόρησε που δεν τον κάλεσα επάνω. «Αφού θέλω!» μου είπε επιτακτικά κι όταν τον άφησα κι ανέβηκα μόνη, απλά δεν τον ξαναείδα.

Σύζυγος σκοτώνει τη σύζυγο. Τη ζήλευε, την κακοποιούσε, τη βασάνιζε. Ήταν απλά ζηλιάρης επειδή εκείνη ήταν όμορφη. Λάθος της. Που πας κυρά μου; Χαμήλωσε το βλέμμα, φόρεσε ράσο, μη μιλάς. Είναι λάθος να είσαι όμορφη, όπως είναι λάθος να είσαι άσχημη.

Νεαρή γυναίκα παντρεύτηκε εξηντάρη. Φυσικά, τον πήρε για τα λεφτά του. Λες κι εκείνος δεν την αγόρασε για τα νιάτα και την ομορφιά της… Εκείνη όμως φταίει, εκείνη χλευάζεται. Εκείνος μακαρίζεται για το ωραίο του τρόπαιο.

Στους χώρους που κινούμαι, με έχουν πηδήξει πολλοί. Στη φαντασία τους βέβαια, αλλά αυτό το γνωρίζω μόνον εγώ. Εκείνοι το διαλαλούν περήφανοι, δίνοντας και σε άλλους την εντύπωση πως μπορούν να με πηδήξουν. Εγώ θα πω ναι, υποτίθεται. Κανείς δεν αμφισβητεί τον μπήχτη. Απλώς βάζουν την ταμπέλα της «πουτάνας» σε μένα και σε κάθε μια σαν και μένα. Η πιο εύκολη, ανώδυνη και χωρίς συνέπειες δήλωση είναι «αυτή μωρέ; Την έχω πηδήξει κι εγώ». Σιγά ρε γαμιάδες, θα στραβοψωλιάσετε, που έλεγε η γιαγιά μου.

Οι γυναίκες δεν δικαιώνονται ποτέ. Είναι μόνον ένα κομμάτι κρέας που οφείλει να υπακούει στις ορέξεις εκείνου που τις ορέγεται. Να κινείται εντός των στερεοτύπων: «Η γυναίκα κρατά την οικογένεια». «Η γυναίκα μεγαλώνει τα παιδιά». Η γυναίκα όλα. Αν χωρίσει, βρήκε γκόμενο. Αν μείνει, τα θέλει και τα παθαίνει. Αν την κερατώσουν, κάτι δεν έκανε σωστά. Αν κάνει καριέρα, είναι αδιάφορη. Αν μένει στο σπίτι, «του τα τρώει».

Πόσοι «άνδρες» έχουν παρατήσει γυναίκα και παιδιά για γκόμενα, για τζόγο, ή επειδή, έτσι γουστάρουν ρε αδερφέ. Ουδεμία συνέπεια, παρά μόνον – αν υπάρχουν τα λεφτά για δικηγόρους – μια τσουρούτικη διατροφή κι από δω παν κι οι άλλοι. Τίποτε άλλο. Αν η γυναίκα παρατήσει άνδρα και παιδιά, τελείωσε, είναι πουτάνα.

Πρέπει να είμαστε πάντα όμορφες, νέες, πρόθυμες, υπάκουες. Να έχουμε κατανόηση, να στηρίζουμε, να μην προκαλούμε, να μην «ευνουχίζουμε». Όλη μας η ζωή περιστρέφεται γύρω από τα «πρέπει». Η επανάσταση δεν ταιριάζει στις γυναίκες. Ότι πετύχαμε, φτάνει, αυτά τα ψίχουλα ισότητας – για τα μάτια – είναι αρκετά. Δουλεύουμε, ψηφίζουμε, παντρευόμαστε, γεννάμε, αναθρέφουμε. Μέχρι εκεί.

Η γενοκτονία των γυναικών είναι συνεχής, συστηματική κι αέναη. Όποια σηκώσει κεφάλι, απλά της το κόβουν. Με παρενόχληση, απόλυση, χωρισμό, βιασμό, θάνατο. Γιατί όχι άλλωστε; Είμαστε όλες αναλώσιμες. Είμαστε όλες μας πουτάνες.