rambo

Της Άννας Παχή

Υπερβάλλω; Θεωρείτε τη saga του John Rambo απλή οδοντόκρεμα; Το iART σας βγάζει από την πλάνη και το ηθικό τέλμα που έχετε πέσει. Ακολουθούν  οι λόγοι για τους οποίους η Αμερική θα έπρεπε να απαγορεύσει δια ροπάλου τις εν λόγω ταινίες.

Η ιστορία του Γιάννη γεννήθηκε από την πένα του David Morrell, επιτυχημένου Καναδού συγγραφέα. Το «The First Blood» κυκλοφόρησε το 1972 παρακαλώ. Χρειάστηκε μια δεκαετία για να γίνει η πρώτη ταινία, που έκανε πάταγο (ακόμα ακούμε τον απόηχο). Τέλος τα φιλολογικά, πάμε στο ζουμί.

Rambo – The first blood: «Στο Βιετνάμ χειριζόμουν εξοπλισμό αξίας εκατομμυρίων κι εδώ δε μπορώ να βρω δουλειά ούτε σε βενζινάδικο» (John Rambo).

Ο John Rambo επέστρεψε από το Βιετνάμ όπου διέπρεψε ως φονική μηχανή κι αλητεύει στην Αμερική, ψάχνοντας να βρει κάτι χωρίς ωστόσο να ξέρει τι. Κάποτε φτάνει στην επαρχιακή πόλη Hope. Καθώς ο Ξένιος Ζευς κατοικεί στην Ελλάδα κι ο John ξεχωρίζει σαν τη μύγα μες στο γάλα, αρχίζουν τα προβλήματα. Λέμε για τους δικούς μας βλάχους αλλά κι η Αμερική δεν πάει πίσω. Οι hillbillies της ταινίας κάνουν τους Ελληνάρες  να φαίνονται κόμητες. Ο ορισμός του αρχέγονου τραμπουκισμού. Άνευ λόγου και αιτίας συλλαμβάνουν τον John και τον βασανίζουν. Ο John έζησε τα σκατά του Βιετνάμ, έχασε τους συντρόφους του, πέρασε και κάτι φεγγάρια αιχμάλωτος των Βιετκόνγκ που τον έκαναν να πει το δεσπότη Παναγιώτη. Ε, δε θέλει πολύ να του γυρίσουν τα μάτια, κι όταν θυμάται τον παλιό, κακό εαυτό του, τα κάνει όλα πουτάνα. Δε μένει κολυμπηθρόξυλο όρθιο, τουλουμιάζει τα πρωτοπαλίκαρα του σερίφη στο ξύλο και δραπετεύει στο γειτονικό δάσος που μοιάζει επικίνδυνα με την ασιατική φύση. Τα βλαχαδερά προσπαθούν ανεπιτυχώς να τον τσακώσουν, σκοτώνεται κατά λάθος ένας μπάτσος και τελικά η μάχη μεταφέρεται στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί ο παλιός συνταγματάρχης του John, Τράουτμαν προσπαθεί να μπαγλαρώσει τον Rambo με το καλό. Ο ήρωας ξεσπάει και λέει μονοκοπανιά όσα δεν είπε σε όλη την ταινία: «Στο Βιετνάμ χειριζόμουν εξοπλισμό αξίας εκατομμυρίων κι εδώ δε μπορώ να βρω δουλειά ούτε σε βενζινάδικο». Η ταινία τελειώνει με το Rambo να εκτίει ποινή σε φυλακή καταναγκαστικών έργων.

Το ψυχολογικό τραύμα του Βιετνάμ διαπερνά όλην την ταινία. Όσο ήταν της μόδας αρχικά να «υπηρετείς την πατρίδα σου» στου διαόλου τη μάνα, όπου δεν είχες καμιά δουλειά να πας, άλλο τόσο μετά ήταν της μόδας να βρίζεις όσους πολέμησαν εκεί. Παίζει να ήταν ο βρωμερότερος πόλεμος από καταβολής κόσμου (μαζί με εκείνον της πρώην Γιουγκοσλαβίας) κι όσοι πέρασαν από κει έπαθαν μόνιμο, ψυχολογικό κλακάζ. Η ταινία αποδίδει τέλεια το παράπονο των βετεράνων που πίσω στην πατρίδα αντιμετώπισαν  χλεύη, απόρριψη και συνήθως, ανείπωτη φτώχεια. Το συντριπτικό ποσοστό κατέληξαν αλκοολικοί και άστεγοι. Ο Rambo κουβαλά τα δικά του απωθημένα και την ενοχή του επιζώντος, καθώς όλοι οι γύρω του σκοτώθηκαν στο ελώδες πεδίο μάχης της Ασίας. Δε μπορεί να σταυρώσει δουλειά κι έχει τον κάθε μαλάκα να του πρήζει τα αρχίδια. Όσοι ξέρουν να σκοτώνουν – επαγγελματικά – δε θυμώνουν εύκολα. Όταν όμως τα πάρουν, καλύτερα να μην είσαι μπροστά. Καμουφλαρισμένο πίσω από την δράση, το φιλμ αποτυπώνει όλη τη θλίψη των βετεράνων, το παράπονο και το σπαραγμό τους (μπράβο Σλάι παιδί μου). Κανονικά, μετά από αυτήν την ταινία θα έπρεπε οι εθελοντές προς τις Ένοπλες Δυνάμεις των Ηνωμένων Πολιτειών να μειωθούν όπως τα μαριδάκια όταν τα ρουφά η φάλαινα.

First Blood Part II: «Ήταν ψέμα, όπως όλος ο πόλεμος». (Συνταγματάρχης Τράουτμαν)

Ο Τράουτμαν βγάζει τον John από τη φυλακή και τον στέλνει να ψάξει για αιχμάλωτους Αμερικανούς στο Βιετνάμ. Γυρίζοντας στα γνωστά λημέρια, ανακαλύπτει εξαθλιωμένους στρατιώτες  κι ερωτεύεται μια βιετναμεζούλα. Προσπαθώντας να φέρει πίσω έναν αιχμάλωτο, συνειδητοποιεί πως είναι πράσο η δουλειά,η Διοίκηση τον έχει πουλήσει στεγνά. Ο Τράουτμαν ενίσταται ανώφελα στους χαρτογιακάδες : «Η αποστολή ήταν ψέμα, όπως όλος ο πόλεμος». Ο Rambo αφήνεται στο έλεος των Βιετκονγκ, ενώ ταυτόχρονα του την πέφτει ένας Ρώσος αντισυνταγματάρχης (Είμαστε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου). Για άλλη μια φορά τα παίρνει στο κρανίο.  Όταν τον σώζει το κορίτσι, βγάζει άπαντες έξω και ξεκοιλιάζει άνετα ένα τάγμα Βιετκόνγκ.  Το κορίτσι σκοτώνεται (φυσικά) κι εκείνος λυσσάει. Ανατινάζει τη μισή ζούγκλα, γυρίζει πίσω με τους αιχμαλώτους, κάνει το χαρτογιακά να κατουρηθεί από το φόβο του και χάνεται στον ορίζοντα.

Η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των Η.Π.Α. σκίζει επί χρόνια, καλοραμμένα κοστούμια και στολές πως κανένας στρατιώτης δεν έμεινε πίσω στο Βιετνάμ. Η ταινία δηλώνει περίτρανα αυτό που υποψιάζονται όλοι: Πρόκειται για ψέμα. Χιλιάδες ανθρώπων σάπισαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης των Βιετκόνγκ όσο οι αξιωματούχοι έβγαζαν τρελούς όσους έψαχναν τους ανθρώπους τους.  Στην ταινία αναφέρεται ξεκάθαρα πως οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να πληρώσουν πολεμικές αποζημιώσεις, προτιμώντας να αφήσουν τα στρατά τους στα κολαστήρια του εχθρού. Η φράση του Τράουτμαν για το ψέμα του πολέμου, θα μπορούσε να του επιφέρει τουφεκισμό στα πέντε μέτρα αν ήταν πραγματικός στρατόκαυλος.

Rambo III: «Μιλάτε για ειρήνη κι εδώ σκοτώνετε ολόκληρο λαό. Εσείς ξεκινήσατε αυτόν τον καταραμένο πόλεμο. Τώρα πρέπει να τον λουστείτε. Υποτιμήσατε τον αντίπαλο. Αν είχες διαβάσει ιστορία θα ήξερες πως αυτός ο λαός δεν υποδουλώνεται. Προτιμά να πεθάνει. Έτσι, δεν μπορείς να τους κατακτήσεις. Εμείς το προσπαθήσαμε. Είχαμε το δικό μας Βιετνάμ. Τώρα θα έχετε το δικό σας» (Συνταγματάρχης Τράουτμαν)

Τα ’πε όλα ο συνταγματάρχης, στο Ρώσο που τον αιχμαλώτισε κάπου στο Αφγανιστάν. Το μαθαίνει ο John και πάει φυσικά να σώσει το φίλο του. Γίνεται κολλητός με τους εκεί Μουτζαχεντίν, τα κάνει όλα ρημάδι, πληγώνεται καμιά εικοσαριά φορές έτσι για το σασπένς και στο τέλος οι δυο Αμερικανοί φεύγουν πάνω σε ένα τζιπ.

Το Αφγανιστάν έχει βαρεθεί να βλέπει πόλεμο και στρατά διαφόρων εθνικοτήτων. Αιώνες  πολέμου δεν έχουν καταφέρει να το κάμψουν. Μετά το Βιετνάμ, πρέπει να είναι η χώρα όπου πήγαν οι περισσότεροι Αμερικανοί στρατιώτες. Αφήστε το ήσυχο επιτέλους! Τα λόγια του Richard Crenna εξηγούν περισσότερα από μια βιβλιοθήκη πολεμικών εγχειριδίων στο Ουέστ Πόιντ. Η ταινία είναι αφιερωμένη στο «γενναίο λαό του Αφγανιστάν». Και ξέρουμε όλοι πόσο καλό έκανε η Αμερική στο Αφγανιστάν.

John Rambo: «Ζεις για το τίποτα. Πέθανε για κάτι» (ο ίδιος)

Ενώ ζει μια ήσυχη – σχετικά – ζωή στην Ταϋλάνδη, ο (λίγο σαφρακιασμένος είναι η αλήθεια) ήρωας μας, προσεγγίζεται από μια ομάδα εθελοντών που θέλουν να βοηθήσουν τον κατακαημένο λαό της Μιανμάρ που υποφέρει λόγω του εκεί εμφυλίου. Ο δικός μας στην αρχή αρνείται, μέχρι που μαθαίνει πως ολόκληρη η ομάδα έχει πιαστεί αιχμάλωτη. Γνωρίζοντας τι βασανιστήρια σοφίζονται οι Ασιάτες, κι επειδή έχει συμπαθήσει μια ξεπλυμένη ξανθιά της ομάδας, συμπράττει με μια ομάδα μισθοφόρων και πάει να τους σώσει. Εντάξει, τη συνέχεια τη φαντάζεστε κι όσοι δεν είδατε την ταινία. Πέφτουν τα σώματα σα μύγες μετά το φλιτ, εκρήξεις συνταράζουν το φυσικό τοπίο, ξεκοιλιάσματα, όλα όσα στοιχειοθετούν μια ταινία δράσης, είναι εδώ. Το κλου της ταινίας είναι πως ο  John επιστρέφει στην Αριζόνα και το φιλμ κλείνει με εκείνον να φτάνει επιτέλους σπίτι.

Λίγα ντοκιμαντέρ έχουν αποτυπώσει τόση αγριότητα όση αυτή η ταινία (και άλλες). Η βαρβαρότητα, το θανατικό, η φτώχεια, η δυστυχία, ο θάνατος και τα βασανιστήρια είναι πανταχού παρόντα. Η ουσία βρίσκεται στα λόγια του John. Όλες οι μάχες και οι πόλεμοι είναι τίποτα. Μόνο για «κάτι» αξίζει να δώσεις τη ζωή σου. Αυτό το «κάτι» μένει ασαφές,  για τον καθένα είναι διαφορετικό.

Ας δούμε τα κοινά σημεία του εξ Αριζόνας ορμώμενου John Rambo και του δικού μας Οδυσσεύ εξ Ιθάκης.

Και οι δυο συμμετείχαν σε έναν πόλεμο συμφέροντος. Οι Έλληνες ήθελαν να βάλουν χέρι στα πλούτη της Τροίας και την εξαιρετική γεωπολιτική της θέση, οι Αμερικανοί να μην αφήσουν το Βιετνάμ στα χέρια των Ρώσων.

Τόσο ο John  όσο και ο Οδυσσέας, ξεκίνησαν με μεγάλη παρέα που στην πορεία βρέθηκε σούμπιτη να κοιτά τα ραδίκια ανάποδα. Το να χάνεις συναγωνιστές, συμπατριώτες και φίλους δεν είναι ποτέ εύκολο και πάντα αναρωτιέσαι γιατί να ζεις εσύ κι όχι εκείνοι. Είπαμε, οι ενοχές του επιζώντος…

Και οι δυο περιπλανήθηκαν και υπέφεραν πολύ, ο Rambo μάλλον περισσότερο από τον Οδυσσέα, που έζησε κοντά και σε μια Καλυψώ, να τα λέμε κι αυτά. Η διαδρομή τους προς το σπίτι ήταν δύσκολη, επίπονη και ψυχοφθόρα.

Τον John Rambo τον πούλησαν πλειστάκις οι ανώτεροί του, οι οποίοι υποτίθεται πως είναι εκεί για να φροντίζουν τους υφισταμένους τους και να χαράζουν τις σωστές πολιτικές. Ο Οδυσσέας βρήκε τους λεγόμενους συμμάχους και αριστοκράτες του βασιλείου του να το έχουν φάει μέχρι τελευταίου κατσικιού και να πολιορκούν τη γυναίκα του για να γίνουν βασιλιάδες στη θέση του. Ουδείς από τους δυο πταίει που τους τσάκισε στο λαιμό.

Επέστρεψαν αμφότεροι. Κοτζάμ θεός Ποσειδώνας δεν κατάφερε να σκοτώσει τον Οδυσσέα, ενώ τόνοι πολεμικού υλικού ρίχτηκαν πάνω στον John Rambo, χωρίς ωστόσο να του προκαλέσουν πουθενά μόνιμη βλάβη. Ο πρώτος είχε με το μέρος του την Αθηνά, ο άλλος το σκηνοθέτη.

Και οι δυο αποδείχτηκαν στην ουσία άτρωτοι. Τίποτα δε μπόρεσε να κρατήσει τον Οδυσσέα μακριά από την Ιθάκη, τίποτα δεν μπόρεσε να σκοτώσει τον John Rambo. Ο πρώτος λόγω της αγάπης του στην πατρίδα κι ότι αυτή αντιπροσωπεύει, ο δεύτερος λόγω της απελπισίας και των δαιμόνων που τον βασάνιζαν.

Χαιρόμαστε που και οι δυο γύρισαν σπίτι..