Φέτος, γυρίζοντας στο γραφείο, έλαβα μια πολύ ωραία ευχή, μια ευχή που την άκουσα πρώτη φορά:  “Καλό αποκαλόκαιρο”.

Τι όμορφη κουβέντα, τι ταιριαστή.. Ναι, επίσημα το καλοκαίρι τελείωσε, όχι όμως ουσιαστικά. Η ζέστη κρατάει ακόμη – και θα κρατήσει μέχρι τέλος Οκτώβρη όπως είθισται τα τελευταία χρόνια – οι περισσότεροι φορούν το μαύρισμα των θαλάσσιων μπάνιων τους σαν παράσημο και νοσταλγούν τις μέρες τις άδειας, κάποιοι φεύγουν τώρα για καθυστερημένες διακοπές, οι κουβέντες έχουν να κάνουν με το πως περάσαμε όλοι σε αυτήν την άδεια. ‘Ξεκουραστήκαμε’, ‘Ήρεμα’, ‘Καλά ήταν”. Βλέπετε, οι ενήλικες αυτού του τόπου, επιθυμούν κυρίως να ξεκουραστούν.

Το μετρό, τα λεωφορεία, τα τρόλλεϋ, γέμισαν ξανά. Το πάρκινγκ ξανάγινε δύσκολο. Το μάτι ξανάρχισε να γυαλίζει. Σα να μην πέρασε μια μέρα. Γυρίσαμε λοιπόν.

Το θέμα είναι, που γυρίσαμε; Στη ρουτίνα. Στο άγχος να πληρώσουμε λογαριασμούς, να ετοιμάσουμε τα παιδιά μας για τη νέα σχολική χρονιά, να γεμίσουμε τα άδεια μας ντουλάπια. Ρουτίνα και καθημερινότητα. Παράλληλα, γκρινιάζουμε για την ακρίβεια στα νησιά, για τα υποδωμάτια που κοστίζουν δυο μεροκάματα ανά ημέρα, για τα εισιτήρια που κόβουν την ανάσα ειδικά σε όσους έχουν οικογένεια και αυτοκίνητο. Ένα ‘εμπάργκο’ ίσως έφερνε αποτελέσματα, αλλά ποιός είχε κουράγιο να το κάνει; Κάποτε κάναμε διακοπές είκοσι μέρες, ένα μήνα. Τώρα, πέντε μέρες και πολύ μας είναι. Έχουμε όμως ανάγκη αλλαγής, έστω και αν τον Αύγουστο, το μόνο που αλλάζει είναι ο τόπος. Σε όλα τα νησιά, την Αθήνα βρίσκεις, ή μάλλον, τους Αθηναίους. Έχουμε ανάγκη για ξεκούραση, έστω και αν πάλι βάζουμε πρόγραμμα. Θα ξυπνήσω, θα κουβαλήσω τα συμπράγκαλα, θα πάω στην παραλία, θα πάρω καφέ, τα παιδιά θέλουν παγωτό, να πιω ένα ουζάκι, να γυρίσω στο υποδωμάτιο να κοιμηθώ, να βγούμε το βράδυ για φαγητό και βόλτα. (Και κάπου, αυτήν την ιερή στιγμή που βουτάς στη θάλασσα, τα νιώθεις όλα να φεύγουν από πάνω σου, έστω για λίγο. Αυτό είναι που ήθελες, έτσι δεν είναι;).

Λυπόμαστε για την χώρα που καίγεται, για τα δάση, τα ζωντανά, τα λιόδεντρα. Και κάπου στο πίσω μέρος του μυαλού μας σκεφτόμαστε ‘πάλι θα ‘ανέβουν’ όλα. Οι πυρκαγιές μας έγιναν συνήθεια, τις χαζεύουμε στο facebook και στις ειδήσεις, στενοχωριόμαστε για λίγο κι ύστερα βγαίνουμε τη βόλτα μας. Και τι άλλο να κάνουμε;

Προσωπικά νιώθω ανίσχυρη. Κατάλαβα πια ότι οι πορείες δεν ωφελούν (θυμάστε τους Αγανακτισμένους;) γιατί η μάζα έχει τη δική της δυναμική και δεν καταλαβαίνει από αυτά. Τα κάθε λογής σκάνδαλα (θυμάστε τα πρόσφατα Τέμπη; Τα παλιά;) κάνουν τον κύκλο τους και αναπαύονται στη λήθη, δίνοντας τη θέση τους στα καινούρια, που θα πάρουν κι αυτά τον δρόμο τους προς τη λησμονιά.

Τα χρήματα, που μας λείπουν όλο και περισσότερο γίνονται μέγγενη που σφίγγει το μυαλό και την καρδιά μας, κάνοντας μας να επικεντρωνόμαστε σε αυτά, για να βγει αυτή η ρημάδα η καθημερινότητα. Το θέατρο, η διασκέδαση, το διάβασμα είναι πλέον πολυτέλειες. Τα social media πήραν τη θέση της τηλεόρασης και μας αποχαυνώνουν όπως έκανε πάντοτε κι αυτή.

Κανείς – πλην ελαχίστων – δεν είναι ήρεμος, χαλαρός. Το βλέπεις στην αγένεια, στην ευκολία που ξεκινούν οι καυγάδες, στην επιφάνεια που πήρε τη θέση της ουσίας, στα κοντόφθαλμα όνειρα – κυρίως υλικά – στο δήθεν. Κυρίως όμως το νιώθεις. Οι λίγες μέρες σε κάποιο νησί δεν κατάφεραν να γαληνέψουν την ψυχή σου, ήταν πολύ λίγες, είναι φυσικό. Ονειρεύεσαι ήδη το επόμενο καλοκαίρι, τις επόμενες πέντε μέρες – πέντε όλες κι όλες μέσα στον χρόνο, όχι, σίγουρα δεν φτάνουν.

Όμως, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία. Η ζέστη που επιμένει, δίνει την ψευδαίσθηση του καλοκαιριού κι ας μπήκε ήδη ο Σεπτέμβρης. Το βραδινό αεράκι σε χαϊδεύει και κάπως συνέρχεσαι. Ένας καφές με έναν φίλο, μια γλυκιά ανθρώπινη κουβέντα ίσως έχουν καλύτερο αποτέλεσμα από τις μέρες που τραβολογιόσουν σε κάποιο νησί. Ζήσε τις.

Καλό αποκαλόκαιρο…