Της Άννας Παχή
Που θα τσικνίσετε; Που θα φάτε τα κρέατα που έμειναν στα αζήτητα των ψυγείων; Που θα στριμωχτείτε «για το καλό»;. Που θα ξεπαραδιαστείτε, που θα περιμένετε μια ώρα να σας φέρουν μια μπριζόλα;
Δεν έχει σημασία. Σήμερα είναι Τσικνοπέμπτη και οφείλουμε – για λόγους παραδόσεων, θρησκείας και συνηθείας – να βγούμε να φάμε κρέας…
Ψητό. Στη λαδόκολα, σε πιάτο, στη σούβλα. Κρέας να’ναι, όπως να’ναι κι όπου να’ναι. Όχι πως τις άλλες μέρες δεν τρώμε, αλλά να βγούμε βρε αδερφέ, να τσικνίσουμε μαζί με φίλους. Να γκρινιάξουμε για την κρίση, για τα πολιτικά, τα αθλητικά, τα γκομενικά. Να συναναστραφούμε.
Όπως τα Χριστούγεννα ξεκινούν πλέον τέλος Οκτώβρη, έτσι και η τσίκνα σήμερα αιωρείται στον ουρανό από το πρωί. Δεν έχει ο άλλος υπομονή να βραδιάσει τουλάχιστον, πριν τσακίσει το χοιρινό ή το μοσχάρι του. Η σούβλα από το Lidl πρέπει να βγάλει τα λεφτά της, να εμφανιστεί στο μπαλκόνι, την αυλή και το πεζοδρόμιο ακόμη. Οι ταβέρνες έχουν φούριες σήμερα, οι ντελιβεράδες κλαίνε με απόγνωση. Τσικνοπέμπτη.
Είχε ένα νόημα όταν οι γονείς και οι παππούδες μας έτρωγαν κρέας στη χάση και στη φέξη. Όταν δούλευαν από το πρωί ως το βράδυ και δεν είχαν χρόνο να κοιτάξουν τον εαυτό τους στον καθρέφτη, όχι να βρεθούν με φίλους και συγγενείς. Είχε νόημα όταν γινόταν από επιθυμία.
Τώρα που είναι μόδα, δεν έχει νόημα. Τώρα που είναι υποχρεωτικό, δεν έχει νόημα. Όταν κάτι σου δημιουργεί άγχος, (που θα πας, με ποιους, τι θα φας, πόσα θα πληρώσεις) δεν έχει νόημα.
Προσωπικά, είμαι υπεύθυνη για το χαμό ολόκληρων κοπαδιών από συμπαθή χοιρινά. Αν υπάρχει παράδεισος που να διαφεντεύουν γουρουνάκια, έχω πρώτη θέση στην κόλασή τους κι αν έχουν χιούμορ, θα με σουβλίζουν εις τον αιώνα τον άπαντα. Σήμερα όμως, έτσι, για αντίσταση, θα φάω θαλασσινά. Και σοκολάτες. Και του χρόνου.