Γράφει η Άννα Παχή

«Επιστρέφει ο τρόμος στη Γαλλία» έγραφε ο τίτλος και μπήκα να δω τι έγινε. Άλλος ένας εξτρεμιστής μουσουλμάνος εισέβαλε στη Νοτρ Νταμ της Νίκαιας, αποκεφάλισε με μαχαίρι μια γυναίκα, σκότωσε άλλους δυο και τραυμάτισε κάμποσους ακόμη, φωνάζοντας «Αλλάχου Ακμπάρ», δηλαδή, «ο θεός είναι μεγάλος». Δεν ξέρω για μεγάλος, αλλά θεός που γουστάρει δολοφονίες – όποιος θεός κι αν είναι – είναι τραμπούκος.

Συνέβη σήμερα το πρωί, τη στιγμή που το αίμα του δάσκαλου Σάμουελ Πατί είναι ακόμη ζεστό. Υπενθυμίζω πως ο Πατί αποκεφαλίστηκε από τσετσένο μουσουλμάνο 18χρονο επειδή έδειχνε σκίτσα του Μωάμεθ στους μαθητές του. Μάλιστα. Προφανώς οι δυο δράστες προσβλήθηκαν από κάτι που συνέβη σε χώρα άλλη από τη δική τους και με τον όρο άλλη, εννοώ το επίσημο θρήσκευμά της. Σε μια χώρα που πήγαν οικειοθελώς. Σε μια χώρα που δεν τους μπουντρούμιασε για τις πεποιθήσεις τους, ούτε επειδή ήταν «ξένοι».

Είμαι πολύ εκνευρισμένη, για να το πω ευγενικά. Χρόνια τώρα ακούω πως πρέπει να είμαστε ανεκτικοί στο «διαφορετικό», στο «άλλο». Συμφωνώ απολύτως. Το θέμα είναι να δείχνει την ίδια ανεκτικότητα το «διαφορετικό».

Αντιλαμβάνομαι πως η μαντίλα π.χ. είναι – στα λόγια – θέμα κουλτούρας, ήθους, εθίμου, παράδοσης, ότι διάολο θέλετε. Προσωπικά θεωρώ πως είναι ένα ακόμα δείγμα στυγνής επιβολής του μουσουλμάνου πάνω στη μουσουλμάνα, αλλά εντάξει. Να δεχτώ την πρώτη εκδοχή. Δεν θα πω σε καμιά μουσουλμάνα – αν και θα ‘θελα – «άστα τα μαλλάκια σου κορίτσι μου ελεύθερα, θα έπρεπε να μπορείς να το κάνεις». Ξέρω πως δεν μπορεί, γιατί αν το κάνει, στην καλύτερη θα φάει ξύλο όταν πάει στο σπίτι της. Δεν πρόκειται όμως ποτέ να ανεχτώ να μου φορέσουν εμένα τη μαντίλα ή τη μπούρκα, για να νιώθει καλύτερα εκείνη.

Αν βρεθώ στην Τουρκία ή σε οποιαδήποτε μουσουλμανική χώρα, οφείλω να συμμορφωθώ με τους κανόνες της χώρας. Εκτός εάν είμαι σε απόλυτα ελεγχόμενο περιβάλλον, δεν θα φορέσω σορτσάκι, ούτε τιραντέ, θα έχω το κεφάλι μου καλυμμένο και θα φέρομαι τέλος πάντων όπως ορίζει η χώρα που επισκέπτομαι. Εδώ όμως, στην Ελλάδα του 2020 δεν είμαι φιλοξενούμενη, είμαι ντόπια. Μπορώ να κυκλοφορώ με σορτσάκι, με το μαλλί βαμμένο ροζ, με ραντάκι, με γόβα, με ότι μου κάνει κέφι. Δεν είμαι υποχρεωμένη να ανέχομαι τα χυδαία βλέμματα των μεταναστών (λαθραίων ή όχι) ούτε θα αλλάξω εγώ για να μη νιώθουν άσχημα αυτοί. Πρέπει να το καταλάβουμε αυτό.

Μετά τη δολοφονία Πατί, μια Γαλλίδα περιφερειάρχης ανάρτησε σε δυο δημόσια κτίρια σκίτσα του Μωάμεθ και μπράβο της. Εδώ αν δεν κάνω λάθος, το ίδρυμα Ωνάση έχει τη φωτογραφία του Παύλου Φύσσα. Καλώς την έχει, αφού έτσι θέλει.

Η συγκεκριμένη κίνηση με τα κτίρια αποδόθηκε λανθασμένα στον Μακρόν. Κάποιες μουσουλμανικές κυβερνήσεις τον κατηγορούν για αντι-ισλαμική ατζέντα. Οι κυβερνήσεις αυτές να κάνουν τις χώρες τους βιώσιμες για να μην φεύγουν κοπαδηδόν οι πολίτες τους και μετά να μιλήσουν. Να μορφώνουν τον λαό τους και μετά να μιλήσουν. Να σταματήσουν τον φονταμενταλισμό τους και μετά να μιλήσουν. Μια ιδέα ρίχνω.

Σαφώς δεν είναι όλοι οι μουσουλμάνοι εξτρεμιστές. Σαφώς και κάθε πολιτισμός έχει τα θετικά και τα αρνητικά του. Σαφέστατα όλα. Μαλάκες κι εγκληματίες υπάρχουν παντού και πάντα. Το ότι κάποιοι είναι «διαφορετικοί» στη θρησκεία ή στη σεξουαλική προτίμηση ή όπου αλλού θέλουν, δεν τους βάζει στο απυρόβλητο. Ο φανατισμός είναι φανατισμός, η δολοφονία είναι δολοφονία, πάει και τελείωσε.

Πέρσι τα Χριστούγεννα η Πατησίων έμεινε χωρίς χριστουγεννιάτικο στολισμό. Σε τηλεφώνημα φίλου προς τη σχετική υπηρεσία η απάντηση ήταν «θα προσβληθούν οι μουσουλμάνοι της περιοχής». Οι μουσουλμάνοι της περιοχής μπορούν να επιστρέψουν στις πατρίδες τους ή να μετακομίσουν σε άλλη μουσουλμανική χώρα. Εδώ είμαστε χριστιανοί ορθόδοξοι, ότι κι αν σημαίνει αυτό για τον καθένα μας. Και τα Χριστούγεννα τα γιορτάζουμε με λαμπάκια, δώρα, φαΐ και πιώμα, εκκλησιασμό, ότι μας κάνει κέφι τέλος πάντων. Την Καθαρή Δευτέρα πετάμε αετό και τρώμε νηστίσιμα και το Πάσχα σουβλίζουμε αρνιά. Οποιανού δεν του αρέσει, τη βόλτα του.

Πιστεύω στην ανεξιθρησκία, πάντα πίστευα. Και στην ελευθερία του λόγου, της αυτοδιάθεσης, της σεξουαλικής προτίμησης, στο δικαίωμα που έχει ο καθένας να κάνει ότι θέλει.  Το όριο τίθεται στο «να μην βλάπτει τον άλλον». Ο σεβασμός πρέπει να είναι αμφίδρομος, αλλιώς δε γίνεται τίποτα. Όποιος δεν σέβεται ή προσπαθεί με το ζόρι να προσηλυτίσει, δεν είναι «διαφορετικός», είναι επικίνδυνος. Από εκεί και πέρα, πάει αλλού το πράγμα.