Γράφει ο Κωνσταντίνος Σύρμος

Εγώ δεν φοβήθηκα, εσύ δεν φοβήθηκες, το 99% των ελλήνων πολιτών δεν φοβήθηκε στην είδηση ότι πήρε την πρώτη του νόμιμη άδεια -δύο ημερών- ο Δημήτρης Κουφοντίνας. Mετά από 17 χρόνια στις φυλακές για την καταδίκη του, η οποία ύστερα από την εφετειακή απόφαση είναι 11 φορές ισόβια και 25 χρόνια κάθειρξης για την συμμετοχή του σε 11 δολοφονίες, εκρήξεις, ληστείες και γενικότερα την όλη του εμπλοκή στις ενέργειες της 17Ν ως ενεργό μέλος της. Το επαναλαμβάνω, μετά από 17 χρόνια. Περίπου 6.200 ημέρες εγκλεισμού. Μια άδεια που νομίμως εδικαιούτο εδώ και 8 χρόνια αλλά ποτέ δεν του είχε χορηγηθεί ως σήμερα. «Ήρεμα, ήρεμα δεν είμαι τρομοκράτης» λέει ένα παλιό τραγουδάκι. Ναι, δεν είμαι τρομοκράτης, ούτε επικροτώ την τρομοκρατία γιατί σίγουρα δεν λύνει τίποτα και ποτέ δεν έλυσε. Όμως…

Χειρότερη της τρομοκρατίας -και κατ’ επέκταση η μήτρα αυτής-, είναι η υποκριτική Δημοκρατία. Η Δημοκρατία των ρουσφετιών, των υποκλοπών, των off shores, των σκανδάλων, των υπεξαιρέσεων, του κομμένου ρεύματος στα σπίτια ανέργων, των τηλεφωνικών «τρομοκρατικών» επιθέσεων από τις τράπεζες στους οφειλέτες, των εξώσεων σε φτωχές οικογένειες, των στοιβαγμένων προσφύγων σε άθλια κοινόβια, των αυτοκτονιών, του ακόμη ελεύθερου δολοφόνου του Παύλου Φύσσα, των ακόμη ελεύθερων πολιτικών-ληστών των κρατικών ταμείων και των τόσων άλλων εγκλημάτων. Για αυτήν την τρό(Δη)μοκρατική οργάνωση ποιος θα μιλήσει; Ποιος θα την καταγγείλει, Θα την συλλάβει, θα την φυλακίσει και θα την καταδικάσει; Ποιος θα αποδώσει δικαιοσύνη σε μια χώρα και στους πολίτες της που βιώνουν μια τρομοκρατική καθημερινότητα;

Το 1% που μας μένει από την πρώτη παράγραφο, που φοβάται και τρέμει με την άδεια δύο ημερών που δόθηκε στον Κουφοντίνα, είναι αυτοί που έχουν στα χέρια τους την μοίρα των υπολοίπων. Είναι αυτοί που σε έχουν κλέψει, αυτοί που σε απομυζούν, που σε κοροϊδεύουν σε κάθε τους λέξη στους πολιτικούς τους λόγους, αυτοί που ζουν εις βάρος σου δεκαετίες τώρα. Είναι εκείνοι που πίστεψες, που ψήφισες, που έφεραν τον Γιαννάκη από τον Έβρο κοντά σου όταν πήγε στρατό, είναι οι ίδιοι που σου διόρισαν τη Μαρία σε μια δημόσια υπηρεσία.  Δες τους πως τρέμουν και θα τους αναγνωρίσεις. Μπορεί ο Κουφοντίνας και ο κάθε Κουφοντίνας να πιστεύει -απολύτως εσφαλμένα- πως με ένα πιστόλι και μια έκρηξη θα αλλάξει τον κόσμο, μπορεί μέσα του να ικανοποιεί κάποιο ψυχωτικό σύνδρομο «ήρωα», χιλιάδες τα μπορεί, το γεγονός παραμένει ένα, κάτι πρέπει να γίνει, πρέπει να αλλάξει ετούτος ο κόσμος είναι ανάγκη επιτακτική, ανάγκη επιβίωσης.

Το πραγματικό πιστόλι, η ουσιαστική έκρηξη είμαστε εμείς οι ίδιοι, όχι με πράξεις βίας αλλά με αυτοσεβασμού. Δεν ελπίζω προσωπικά σε καμιά αλλαγή, όχι γιατί δεν πιστεύω πως κάπου εκεί έξω υπάρχουν ικανοί ηγέτες, μα γιατί γύρω μας, στα σπίτια μας, στις γειτονιές στους μικρόκοσμους μας, δεν αντιδρά κανείς, δεν αλλάζει κανείς.