Το Όσα παίρνει ο άνεμος (Gone with the Wind) είναι κινηματογραφικό έργο του 1939, βασισμένο στο βραβευμένο με Πούλιτζερ μυθιστόρημα της Μάργκαρετ Μίτσελ του 1936. Θα έχουμε την ευκαιρία να το ξαναδούμε στο Χυτήριο την Τρίτη 6 Σεπτεμβρίου. Είσοδος ελεύθερη…
Μια από τις καλύτερες και διασημότερες ταινίες όλων των εποχών. Υπερβολικά δαπανηρή για την εποχή της, με τεράστια κέρδη ( η μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία όλων των εποχών βάση αξίας του δολαρίου) εγκαινιάζει την πρωτοκαθεδρία των παραγωγών στις ταινίες του Hollywood. Ο παραγωγός της συγκεκριμένης ταινίας, Ο’ Σεζλινκ, ολοκλήρωσε την ταινία με τρεις διαφορετικούς σκηνοθέτες, ξόδεψε πολλά χρήματα για να έχει ένα ηχηρό καστ, τεράστια σκηνικά, μυθικές μάχες, θεαματικοί χοροί σε τεράστιες επαύλεις κτλ.
Η ερωτική ιστορία είναι εν πολλοίς η αφορμή για να αναδειχθεί (σε δεύτερο επίπεδο είναι η αλήθεια) η καταστροφή του Νότου και του πλούτου του, η τεράστια παρακαταθήκη που άφησε στον λαό των ΗΠΑ η μεγαλύτερη ανθρωποσφαγή στην ιστορία της χώρας και ο προάγγελος ενός ακόμα πιο καταστροφικού πολέμου που ήταν προ των πυλών (όχι τόσο άμεσα για τις ΗΠΑ αλλά για τον υπόλοιπο κόσμο). Η εξέλιξη του χαρακτήρα της κεντρικής ηρωίδας, της Σκάρλετ Ο’ Χάρα που την ερμηνεύει απόλυτα πετυχημένα η Βίβιαν, είναι η βασική αφηγηματική δομή της ταινίας. Οι αντιξοότητες που προκύπτουν από τον εμφύλιο πόλεμο αλλάζουν την κακομαθημένη καλλονή και ταυτόχρονα αλλάζει και την σχέση της με τον Ρετ Μπάτλερ (Κλαρκ Γκειμπλ). Οι άγριες και απότομες αλλαγές που θα υποστεί η οικογένεια της θα την κάνουν να γίνει από μία κακομαθημένη κόρη πλούσιου σε μία τυχοδιώκτρια, σε μία άκαμπτη γυναίκα με απόλυτο ατομικισμό. Και όλα αυτά σε μία εποχή όπου η χειραγώγηση των γυναικών αποτελούσε κακόγουστο αστείο.
Η οπτική της ταινίας είναι από την μεριά των Νότιων γαιοκτημόνων που χάνουν την μεγάλη τους περιουσία μετά το πέρας του πολέμου αλλά και την απελευθέρωση των δούλων. Αδιαφορεί όμως για την μέχρι τότε εκμετάλλευση των δούλων από τους κτηματίες προς χάρη του κέρδους και της εξάπλωσης της περιουσίας αυτών!
Ο προσωποκεντρικός προσανατολισμός την ταινίας είναι ιδιαίτερα εμφανής και είναι και ένα στοιχείο που πίεσε τον παραγωγό να βρει πρωτοκλασάτα ονόματα για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Το ψυχρό και βίαιο σκηνικό του πολέμου μπαίνει ως φόντο στην ιστορία και βάζει τους ήρωες αντιμέτωπους με τα απομεινάρια μίας ζωής που τους άρεσε, που τους έκανε ευτυχισμένους, που τους είχε μέσα στις ανέσεις και στην καλοπέραση. Όλα αυτά έρχονται να καταστραφούν για πάντα από τα δεινά του πολέμου. Ξεκάθαρη τελικά η ματιά πάνω στην αποκαθήλωση της άρχουσας τάξης του Νότου.
Έλαβε 13 υποψηφιότητες για τα βραβεία της ακαδημίας του αμερικανικού κινηματογράφου, σπάζοντας το ρεκόρ για τις περισσότερες υποψηφιότητες στην εποχή του. Βραβεύτηκε με 10 βραβεία Όσκαρ, ένα ρεκόρ που διατήρησε για είκοσι χρόνια .
Το 1940 κατάφερε να κερδίσει 8 αγαλματίδια Η Βίβιαν Λι νίκησε ιερά τέρατα της εποχής, όπως η Μπέτι Ντέιβις και η Γκρέτα Γκάρμπο, ενώ η Χάτι Μακ Ντάνιελ, η Μάμι της ταινίας έγινε η πρώτη μαύρη ηθοποιός στην ιστορία του κινηματογράφου που κατάφερε να κερδίσει βραβείο όσκαρ (τιμήθηκε με όσκαρ Β’ γυναικείου ρόλου).
Κέρδισε τα βραβεία καλύτερης Ταινίας, σκηνοθεσίας (Βίκτορ Φλέμινγκ), Α’ Γυναικείου Ρόλου (Βίβιαν Λι), Β’ Γυναικείου Ρόλου (Χάτι Μακ Ντάνιελ) διασκευασμένου σεναρίου (Σίντνεϊ Χάουαρντ), Φωτογραφίας σε έγχρωμη ταινία (Έρνεστ Χάλερ & Ρέι Ρέναχαν), Μοντάζ, Καλλιτεχνικής Διεύθυνσης. Επίσης, κέρδισε δυο τιμητικά: Το βραβείο Έρβιν Θάλμπεργκ για τον παραγωγό της ταινίας Ντέιβιντ Ο’Σέλζνικ καθώς και ειδικό βραβείο για τη σκηνογραφία του Γουίλιαμ Κάμερον Μέντζις.
Το 1998 η ταινία κατατάχθηκε τέταρτη στη λίστα του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου με τις 100 καλύτερες αμερικανικές ταινίες όλων των εποχών, αν και το 2007 μετακινήθηκε στην έκτη θέση.