Φωτό: Γιώργος Σιδερής

Συνέντευξη στην Άννα Παχή

Από τη σκηνή του «Ανατόλ» και το χειμαρρώδη ρόλο του Μαξ, ο Πέρης Μιχαηλίδης βρέθηκε σε ένα κλασικό παγκρατιώτικο στέκι, μιλώντας στο iart.gr. Καλλιτέχνης με σταθερά αξιόλογη πορεία ετών, εραστής του θεάτρου και του κινηματογράφου, καταθέτει την οπτική του για το θέατρο και την τέχνη με τρόπο καθηλωτικό.

Πως μπλεχτήκατε με το θέατρο;

Δεν ήμουν από τα παιδιά που έλεγαν ποιήματα στο σχολείο, ούτε είχα εμφανίσει καλλιτεχνική προοπτική.  Αν μπορώ να καταθέσω μια τέτοιου είδους τάση, ήταν ότι διάβαζα Πόε, Καβάφη, Έσσε και Καμύ, περισσότερο από τα μαθήματά μου. Μετέπειτα, έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις στη δραματική σχολή του Κρατικού Ωδείου της Θεσσαλονίκης.. Ως ηθοποιός ξεκίνησα από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος – που κάποια στιγμή θα επιστρέψω οριστικά- στη συνέχεια στο Εθνικό Θέατρο και μετά με την Εταιρεία Θεάτρου «Μηχανή»  ανεβάζοντας  πρωτοποριακές παραστάσεις σε μη αμιγώς θεατρικούς  χώρους όπως οι ‘’Φούρνος’’- ‘’Συνεργείο’’- Booze- BIOS- Ναυπηγεία στο Πέραμα και άλλους. Παράλληλα σκηνοθέτησα στα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ , ΚΘΒΕ στο ελεύθερο θέατρο…. Ύστερα ήρθε το ΒΕΤΟΝ7 όπου με τους συνεργάτες μου έγινε σημαντική δουλειά, δίνοντας την ευκαιρία σε νέες ομάδες να εκφραστούν καλλιτεχνικά. Έτσι φτάσαμε εδώ, στον «Ανατόλ».

Η πρώτη σας εμφάνιση στη σκηνή ήταν αυτό που περιμένατε;

Η συγκίνηση την οποία είχα λέγοντας ένα ποίημα στην τρίτη Λυκείου – η μοναδική μου εμφάνιση στο σχολείο – στο Έβδομο Γυμνάσιο Θεσσαλονίκης, η συγκίνηση που ένιωθα όταν απήγγειλα την «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ στις εισαγωγικές εξετάσεις της Σχολής, είναι η ίδια που αισθάνομαι σε κάθε πρεμιέρα. Είναι συναίσθημα που δεν με εγκατέλειψε  ποτέ και θεωρώ πως θα με ακολουθεί μέχρι το τέλος.

Ηθοποιός, σκηνοθέτης, δάσκαλος.

Πρώτα ηθοποιός, ύστερα σκηνοθέτης και κατόπιν δάσκαλος στη Δραματική Σχολή. Τελεία. Κατά βάσει ηθοποιός, όλα ξεκινούν από τις ερμηνείες  των ρόλων. Σκηνοθέτης σημαίνει ότι ερμηνεύω τα έργα από τη θέση του παρατηρητή. Όλη αυτή η εμπειρία, υποκριτική και σκηνοθετική, κατατίθεται στους μαθητές των δραματικών σχολών που έχω διδάξει.

Ποια ήταν η μεγαλύτερη δυσκολία που συναντήσατε;

Το να προσλαμβάνεις τον εαυτό σου. Υπάρχουν περίοδοι περισυλλογής, τις οποίες δεν θέλεις να εμφανίζεσαι. Αυτή είναι, πιστεύω, η μεγαλύτερη δυσκολία. Ο τρόπος με τον οποίο θα βγεις από μια προσωπική μόνωση, για να μπεις σε ένα στάδιο δημιουργικό. Μιλώ για τους ανθρώπους που σκέφτονται περισσότερο προς αυτή την κατεύθυνση. Που έχουν διαχωρίσει τον εαυτό τους από τον ορυμαγδό των γεγονότων που λαμβάνουν χώρα γύρω τους, για τους ανθρώπους που η μοναξιά είναι έμπνευση.

Δύσκολο αυτό.

Η μοναξιά, σε οδηγεί σε ατέρμονη έμπνευση και διάθεση για δημιουργία. Πιστεύω πολύ σ’ αυτήν.

Ο φόβος της μοναξιάς ή της απόρριψης ενδεχομένως, είναι θέμα χαρακτήρα νομίζετε;

Οι καλλιτέχνες πρέπει να είναι πάντα έτοιμοι, κάθε φορά, να υφίστανται την επιδοκιμασία ή την απόρριψη, την αποδοχή ή την απομάκρυνση. Υπάρχουν ηθοποιοί που μονίμως γκρινιάζουν για διάφορα ζητήματα. Δεν τους αναγνωρίζουν ,το θέατρο τους χρωστάει… όλα αυτά τα θεωρώ άνευ λόγου. Σήμερα, στον καθένα μας αναλογεί αυτό που πραγματικά αξίζει, με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Δεν υπάρχει λόγος να γκρινιάζουμε. Η γκρίνια – για μένα – είναι μια κατάσταση απόλυτης μιζέριας. Η μιζέρια δεν ταιριάζει σε κανέναν, ειδικά στους καλλιτέχνες. Θεωρώ ότι το ‘επάγγελμα’ του ηθοποιού, είναι ένας τρόπος διαφυγής από μια άθλια πραγματικότητα. Αυτό μας δίνει τεράστιες δυνατότητες.

Η Τέχνη βοηθά, όχι στην ωραιοποίηση αλλά στη βελτίωση ίσως της πραγματικότητας

Όταν σκηνοθετούμε ένα έργο, μπαίνουμε και στη θέση του συγγραφέα για να τον ερμηνεύσουμε. Προσωπικά δεν υπογράφω ποτέ, όταν βέβαια δεν είναι αναγκαίο, τους φωτισμούς, τις διασκευές των έργων, τη μουσική επιμέλεια, την δραματουργική επεξεργασία, τα κοστούμια. Θεωρώ ότι όλα  περιλαμβάνονται στη σκηνοθεσία. Παλαιότερα οι σκηνοθέτες φώτιζαν οι ίδιοι τις παραστάσεις τους τώρα υπάρχουν εξαιρετικοί διευθυντές φωτογραφίας που κάνουν επίσης εξαιρετική δουλειά, όπως ο Λευτέρης Παυλόπουλος ή ο Ανδρέας Μπέλης, δυο αγαπημένοι μου συνεργάτες στο παρελθόν.

Σε σχέση με την περίοδο πριν την έκρηξη της ιδιωτικής τηλεόρασης, τι έχετε δει να αλλάζει στο Θέατρο;

Παλαιότερα ο ηθοποιός καταξιωνόταν μέσα από τη θεατρική παράσταση. Μετά το ’90, έπρεπε μάλλον να περάσει από την τηλεόραση για να βρει πιο εύκολα δουλειά στο θέατρο. Αυτό κρατά ίσως  ακόμη. Σήμερα, κι αυτό είναι σημαντική τομή, υπάρχει ένα κοινό που παρακολουθεί τον ηθοποιό μέσα από το θέατρο. Γνωρίζουμε όλοι σε τι κατάσταση βρίσκεται η τηλεόραση και το να εμφανίζεσαι σε κάποιο σήριαλ δεν είναι απαραίτητα προτέρημα. Ο ηθοποιός καταξιώνεται μέσα από μια σημαντική παράσταση, δίπλα σε έναν σημαντικό σκηνοθέτη, αυτή είναι η δεξαμενή μέσα από την οποία μπορούν να ξεπηδήσουν σημαντικοί ηθοποιοί με  εφόδια, για να μπορούν να σταθούν στη σκηνή.

Πολλά παιδιά που ασχολούνται με το θέατρομέσα από τη διδασκαλία είστε ο πιο κατάλληλος για να το απαντήσετεσκέφτονται τη γρήγορη δόξα, το εύκολο χρήμα.. Επιζητούν ίσως περισσότερο τη διασημότητα παρά τη δημιουργία ενός ρόλου.

Ζούμε στην εποχή της εικόνας. Η εικόνα, με τις συνεχείς εναλλαγές της, μοιραία επηρεάζει και το χαρακτήρα των ευαίσθητων παιδιών που ασχολούνται με το αντικείμενο. Ως εκ τούτου, όπως γρήγορα αλλάζουν οι εικόνες, έτσι γρήγορα αλλάζουν οι στόχοι και οι επιθυμίες για να φτάσει κάποιος, κάπου. Παλαιότερα, τα πράγματα ήταν πιο αργά. Αναζητούσες ένα βιβλίο κι έπρεπε να περάσει ένας μήνας για να έρθει στα χέρια σου. Ή, να περιμένεις υπομονετικά να το διαβάσει κάποιος, για να το δανειστείς. Τώρα, με ένα enter φεύγει σε σαράντα παραλήπτες, το έχεις στον υπολογιστή σου, χρησιμοποιείς κομμάτια του και τα ανεβάζεις στο facebook σαν δικές σου απόψεις, με μια ωραία φωτογραφία.  Άλλαξε ο ρυθμός, οπότε είναι μοιραίο τα παιδιά να έχουν αυτήν την τάση. Όχι όλα βέβαια. Υπάρχουν πολλά που ακολουθούν τον  δύσβατο δρόμο της υπομονής.  Η υπομονή γίνεται σιγά – σιγά μια άγνωστη λέξη. Όμως, αν θες πραγματικά να ‘γαλβανιστείς’ στο δύσκολο δρόμο της υποκριτικής, χρειάζεται τεράστια υπομονή. Τα εκφραστικά μέσα σήμερα έχουν συνθλιβεί. Όπως το λεξιλόγιο. Δεν υπάρχει άρθρωση, είναι όλα μασημένα. Ο Μάρλον Μπράντο δημιούργησε ολόκληρη σχολή από μασημένες εκφράσεις αλλά αυτό δεν είναι απαραίτητα προτέρημα στη σκηνή. Ίσως ‘δουλεύει’ σε ένα κοντινό κινηματογραφικό πλάνο, όπου απαιτείται η ελαχιστότατη εσωτερική έκφραση. Το θέατρο είναι λίγο πιο ‘σκληρό’ για αυτό ακριβώς έχουν παρεισφρήσει τεχνικά μέσα που είναι μεν σημαντικά, όχι όμως και κάτι καινούριο, όλη η δεκαετία του ’70 ήταν αυτά τα μεικτά μέσα. Είναι δεκαετία που εκτιμώ βαθιά. Η άνθηση του free  cinema, η τεράστια έξαρση στο θέατρο Αμερικής και Ευρώπης που έφερε μια  καλλιτεχνική έκρηξη. Θεωρώ επίσης ότι εκεί ακόμη, είναι στραμμένο το βλέμμα. Είναι επίσης σημαντική η επιστροφή στα κλασικά κείμενα, στην πνευματικότητα, στο θέατρο του παραλόγου, παίζονται ο Ιονέσκο, ο Μπέκετ, ο Πίντερ. Ενώ η τηλεόραση έχει απολύτως υποβαθμισθεί, το Θέατρο αναβαθμίζεται σε ποιότητα αλλά και πλήθος παραγωγών.  Άλλες καλές, άλλες κακές, υπάρχει ωστόσο μια ενασχόληση με την πνευματικότητα κι αυτό το θεωρώ σημαντικό.  Τώρα το πώς κάποιος ανεβάζει ένα έργο, το πώς το χειρίζεται, είναι μεγάλη ιστορία κι ο καθένας έχει τις απόψεις του.

Φωτό: Olsi Mane

Ας έρθουμε στον «Ανατόλ». Υποδύεστε το συγγραφέα, που έχει κάτι από Όσκαρ Ουάιλντ μέσα του.

Καταρχάς θέλω να ευχαριστήσω την Τζούλη Σούμα που ήρθε ένα απόγευμα στη Σχολή ‘’Των Μοντέρνων καιρών’’ που διδάσκω και μου έδωσε το κείμενο. Για μένα ήταν μια κίνηση βαθιά αριστοκρατική, να μου εμπιστευτεί κάτι τέτοιο. Εκτιμώ ιδιαίτερα τον Σνίτσλερ ως συγγραφέα, όπως κι όλην αυτήν την περίεργη γενιά, Βέντεκιντ, Σνίτσλερ, Όσκαρ Ουάιλντ, που γνώρισε τεράστια προβλήματα από τη λογοκρισία. Τα κείμενά τους απαγορεύτηκαν, υπέστησαν διώξεις και για μένα το «να βγεις στη σέντρα» να δηλώσεις, να γράψεις και να υπερασπιστείς πράγματα  που είναι ‘ταμπού’ για την εποχή σου είναι μεγάλη υπόθεση . Μετά ήρθε η συνάντηση με το Γιάννη Βούρο. Διαπίστωσα ότι ήταν μεγάλο λάθος που δεν είχαμε συνεργαστεί όλα αυτά τα χρόνια, οι πρόβες με αυτόν τον σκηνοθέτη είναι πραγματική απόλαυση για έναν ηθοποιό. Με το Λευτέρη Βασιλάκη δουλέψαμε μαζί στο ‘’Σούμαν’’ της Σοφίας Καψούρου στο Εθνικό θέατρο. Είναι άριστος συνεργάτης, χαίρεσαι να παίζεις μαζί του. Άνθρωποι όλοι του θεάτρου. Ήταν μεγάλη ‘ησυχία’ ειδικά κατά τη διάρκεια των προβών, που αποτελεί προσωπικό ζητούμενο. Δεν είναι μόνον οι παραστάσεις, αν θα είσαι καλός ή κακός στους ρόλους. Το σημαντικό είναι η διεργασία της πρόβας, που την θεωρώ  ολόκληρη τελετουργία. Οι πρόβες,  όπως ήταν παλιά στο θέατρο. Αυτές εκτίμησα, αυτές αγάπησα κι αυτές είναι που συντηρούν αν θέλετε, τη δική μου καθημερινότητα. Μια καθημερινότητα – αναχώρηση από την πραγματικότητα και ο διακτινισμός μου σε μια άλλη,  που περιγράφεται σε ένα κείμενο. Ο συγκεκριμένος ρόλος, ουσιαστικά μου έδωσε τη δυνατότητα να εκφράσω και προσωπικές  τάσεις. Δεν έχω απόψεις, αλλά τάσεις σκέψης που εκφράστηκαν μέσα από αυτόν. Και είναι σημαντικό το ότι ρόλοι σαν του Μαξ, ή του Φώντα στο ‘Τάβλι’ του Κεχαΐδη,που έπαιξα το καλοκαίρι, θέλουν ‘ηλικία’ για να ερμηνευτούν.

Τι εννοείτε;

Υπάρχει μια σειρά ρόλων για συγκεκριμένη ηλικία. Ο Ρωμαίος ας πούμε, δεν μπορεί να ερμηνευθεί από έναν σαρανταπεντάρη, αλλά από ένα άγουρο παιδί. Αντίστοιχα, κάποιοι άλλοι θέλουν αντίστοιχη εμπειρία. Στα κλασικά κυρίως έργα, οφείλουμε να σεβόμαστε τις ηλικίες, να ακολουθούμε αυτό που ορίζει ο συγγραφέας. Αν δεν έχεις φάει μερικά ‘χαστούκια’ σε προσωπικό επίπεδο είναι λίγο δύσκολο να  προσεγγίσεις τον Μαξ. «Χειρότερος είναι ο έρωτας που πεθαίνει αργά, ο επιθανάτιος ρόγχος μιας σχέσης» ή ‘’Υπάρχουν έρωτες που αρχίζουν και πεθαίνουν με το πρώτο κιόλας φιλί’’, λέει σε μια στιγμή. Πρέπει να έχεις αισθανθεί κάτι για να το αποδώσεις αυτό. Ο Μαξ είναι κατά κάποιον τρόπο ο μέντορας και ο οδηγός του Ανατόλ στην περιήγηση, την κατάδυσή του στο χάος των προσωπικών σχέσεων.

Ο Ανατόλ νομίζω πως περιγράφει τη σύγχυση ενός ανθρώπου που ψάχνει να βρει τον έρωτα και ή τον βρίσκει κι απογοητεύεται ή του έρχεται από εκεί που δεν θέλει να του έρθει.

«Ο έρωτας» όπως λέει ο Μπέκετ, «είναι μια εξορία». Αυτό οφείλεται στην ηλικία. Η μετεφηβεία, η παράταση της νεότητας, η εμμονή σε αυτήν, διαθέτει αυτά τα στοιχεία. Δεν έχει κατασταλάξει ακόμη, οπότε, φυσιολογικά,  υπάρχει μια επαμφοτερίζουσα κατάσταση. Ο ρόλος ερμηνεύεται εξαιρετικά από τον Λευτέρη   Βασιλάκη . Η Τζούλη Σούμα, που ενσαρκώνει τις εφτά γυναίκες του έργου είναι ένα εργαλείο της υποκριτικής, διαθέτει σημαντική πορεία στο θέατρο. Εδώ δίνει την ψυχή της καθημερινά. Την εκτιμώ βαθιά και για αυτό. Υπάρχει μια αρμονική και εξαιρετική συνεργασία.

Είναι σημαντικό να συμπέσουν άνθρωποι που να ταιριάξουν σε μια παράσταση.

Δύσκολο. Συχνά λέμε πως όλα είναι καλά σε μια συνεργασία, ενώ συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Εδώ είναι όντως έτσι. Προσωπικά έχω τελειώσει με τα ψέματα. Δεν μπορώ να πω ότι κάτι είναι καλό, αν δεν είναι. Να πω ότι οι ηθοποιοί πληρωνόμαστε καλά, ενώ είναι ψέμα. Ότι μας αρέσει ο ρόλος, ενώ είναι ψέμα. Ότι αγαπάμε τους συναδέλφους μας, ενώ είναι ψέμα. Όλα αυτά είναι τόσο βαρετά πια.. η λέξη αυτή είναι για μένα κυρίαρχη πλέον.. Ο Ανατόλ είναι μια παράσταση που αρέσει. Το αισθανόμαστε την ώρα που παίζουμε αλλά και μετά, όταν έρχεται και μας μιλάει ο κόσμος. Αυτό, εμένα προσωπικά, με γεμίζει χαρά.

Επόμενα σχέδια;

Δεν είμαι από τους καλλιτέχνες που φυλάνε κείμενα στο συρτάρι. Δεν προγραμματίζω τι θα κάνω σε δέκα χρόνια από τώρα. Είμαι πιο κοντά στην άποψη ότι ορισμένες θεατρικές κινήσεις έρχονται και σε βρίσκουν, σαν έμπνευση. Έτσι λειτουργούσα πάντοτε. Ο προγραμματισμός είναι αναγκαίος, προσωπικά όμως  – έτσι αντιμετωπίζω και το χρόνο – λειτουργώ χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα.

Είναι κατάκτηση αυτό.

Ίσως. Έχω μια άποψη: Δεν πουλάω κάτι πριν το φτιάξω. Πρώτα γίνεται η κατάδυση στο υπόγειο για να φτιαχτεί και μετά το παρουσιάζουμε. Κανείς δεν ξέρει τι θα γίνει στο μέλλον.

Παρακολουθείτε κινηματογράφο;    

Φυσικά. Θεωρώ ταινία της χρονιάς το «Ψυχρός Πόλεμος» του Πάβελ Παβλικόφσκι. Επείγον περιστατικό. Καταθέτω ότι πρόκειται για ευρωπαϊκό κινηματογράφο που κανείς δικός μας, μετά τον Αγγελόπουλο, δεν έχει τολμήσει να παρουσιάσει. Ο σκηνοθέτης  συνεχίζει τη μεγάλη σχολή του Βάιντα, του Κισλόφσκι την μεγάλη Πολωνική σχολή. Με αυτήν την ταινία δίνει σήμα πως η Ευρώπη εκπέμπει, δημιουργεί, δεν την καταβρόχθισε ο αμερικάνικος κινηματογράφος. Έχει στοιχεία λαϊκής κουλτούρας, ενός έντονου αδιέξοδου έρωτα και συνοδεύεται από κινηματογραφικά κάδρα με αναφορές στον Ταρκόφσκι και τον Καρλ Ντράιερ, με εμμονές στη μουσική του Μπαχ και την τζαζ.

Πως θα συμβουλεύατε τον σημερινό θεατή να επιλέξει μια παράσταση;

Σήμερα υπάρχουν όλα, ένα πανόραμα όπου ο καθένας μπορεί να αναζητήσει και να βρει αυτό που θέλει. Παρακολουθώ θέατρο, πολύ. Το ίδιο προτείνω και τους μαθητές μου. Πρέπει να ξέρεις τι υπάρχει σήμερα στο θέατρο, ποιες είναι οι τάσεις, ανεξάρτητα αν συμφωνείς ή όχι. Να βλέπεις σινεμά. Θα ήμασταν αθεράπευτα μικροαστοί, όπως έλεγε η Δέσπω Διαμαντίδου, αν δεν υπήρχε ο κινηματογράφος, δε θα ξέραμε ποιοι είμαστε. Αυτό για μένα είναι άποψη. Παλιότερα έβλεπα περισσότερο σινεμά. Περίμενες την πρεμιέρα της ταινίας του Φελίνι ή του Βισκόντι. Τώρα έχουν απομείνει διάφοροι σχιζοειδείς, σημαντικοί όμως σκηνοθέτες όπως ο Λαρς Φον Τρίερ, ο Ντειβιντ Λήντς και άλλοι. Είμαι παραδοσιακός. Μου αρέσει η μεγάλη οθόνη γιατί χάνομαι μέσα της.

Πληροφορίες για την παράσταση «Ανατόλ» εδώ