Είδαμε τις παρελάσεις, παρακολουθήσαμε τις δοξολογίες, ακούσαμε τα κούφια λόγια της πολιτικής ηγεσίας, ευχηθήκαμε ‘χρόνια πολλά’ (;) ο ένας στον άλλον. Νιώσαμε εθνικά υπερήφανοι βλέποντας την Τζένη Καρέζη στην Αντίσταση, τον Κώστα Πρέκα να πολεμά, την Αλίκη Βουγιουκλάκη να ντύνεται υπολοχαγός. Κερδίσαμε ένα τριήμερο.

Και τώρα τι; Μετά την σύντομη πατριωτική μας ανάταση βάλαμε τα κεφάλια κάτω κι αρχίσαμε τους υπολογισμούς. Τόσο το ρεύμα, τόσο το σούπερ μάρκετ, τόσο το πετρέλαιο. Θα ζεσταθούμε; Θα φάμε; Θα ξεχρεώσουμε;

Αυτές οι αγωνίες κουκουλώθηκαν για λίγο κάτω από πλαστικά γαλανόλευκα σημαιάκια. Για λίγο, για πολύ λίγο. Ύστερα ορθώθηκαν ξανά και μας αλυσόδεσαν. Ξανά.

 

Θεωρώ την ελευθερία το ύψιστο αγαθό. Ελευθερία να σκέφτεσαι, να δημιουργείς, να εργάζεσαι, να αγαπάς. Ελευθερία να γελάς, να διασκεδάζεις, να κοιμάσαι. Ελευθερία να νιώθεις ασφάλεια.

 

Δεν είμαι ελεύθερη. Νομίζω πως κανείς μας δεν είναι ελεύθερος εδώ και χρόνια. Από τότε που ξεκίνησε η – κατά τη γνώμη μου πλαστή – οικονομική κρίση, κανείς μας δεν είναι ελεύθερος να ζει όπως θέλει. Υπολογίζουμε τα πάντα, σκεφτόμαστε τα πάντα, στερούμαστε. Στην αρχή κόψαμε τις “πολυτέλειες”. Το θέατρο, τα βιβλία, το σινεμά, τις εξόδους. Τα περιορίσαμε όλα για να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας. Ύστερα κόψαμε κι άλλα. Το επιπλέον ρούχο, μια επισκευή στο σπίτι, μια επίσκεψη στον οδοντίατρο.

 

Λογικά όλα αυτά θα έπρεπε να βοηθήσουν. Δεν βοήθησαν. Με τους μισθούς να μειώνονται συνεχώς και τις τιμές των προϊόντων και των υπηρεσιών να αυξάνονται διαρκώς (πως γίνεται αυτό, πολύ θα ήθελα να μου το εξηγήσεις κάποιος οικονομολόγος), καλούμαστε πλέον να κάνουμε κι άλλες θυσίες, να υποστούμε κι άλλες στερήσεις.  Να αποφασίσουμε αν θα βάλουμε πετρέλαιο ή αν θα έχουμε γεμάτο τσουκάλι. Αν θα στείλουμε το παιδί μας να σπουδάσει στην επαρχία ή αν θα ξεχρεώσουμε το στεγαστικό.

 

Μια φίλη με ρώτησε – ρητορικά – που οφείλεται η αυξημένη βία γύρω μας. Της απάντησα “στον φόβο”. Ο πόλεμος ξανάρθε στο κατώφλι μας, η ζωή γίνεται όλο και δυσκολότερη, οι πιέσεις όλο και περισσότερες. Στ’ αλήθεια δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει αύριο, δεν είναι πλέον σχήμα λόγου.

 

Όλος ο κόσμος μοιάζει να έχει τρελαθεί, όπως ο καιρός. Ο πολιτισμός μας είναι μόνον κατ’ ευφημισμόν, όχι ουσιαστικός. Δικτάτορες και δικτατορίσκοι κάνουν κουμάντο. Ανεπάγγελτοι καταλαμβάνουν θέσεις εξουσίας και κάνουν κουμάντο. Εγκληματίες την γλυτώνουν κάθε μέρα, και κάνουν κουμάντο.

 

Αν μιλήσω για ηθικές αξίες στην εποχή του ίντερνετ, μπορεί να θεωρηθώ γραφική. Ο ευγενικός άνθρωπος θεωρείται πλέον ‘θύμα’ και μάλιστα, κωμικό. Ο δουλευταράς, ‘κορόιδο’. Ο έντιμος, ‘βλάκας’.  Η επιφάνεια, το δήθεν, το ψεύτικο, το αγοραίο, η πάρτη μας. Αυτά κυριαρχούν.

Και φτάνουμε στο δια ταύτα: Τι μπορούμε να κάνουμε; Ξέρω γω; Να πάψουμε να είμαστε γουρούνια, ίσως; (και θίγω τα γουρούνια, συγγνώμη). Να πάψουμε να ενδιαφερόμαστε για τα ασήμαντα και να σκεφτούμε τα σημαντικά; Να σκεφτούμε λίγο συλλογικά κι όχι ατομικά; Να απαιτήσουμε αυτά που δικαιούμαστε αντί να κάνουμε επαναστάσεις στον καναπέ και το facebook; Πραγματικά δεν ξέρω.

 

Αυτές τις μέρες παρακολούθησα όσα περισσότερα ντοκιμαντέρ μπόρεσα. Είδα τι κάνει ο πόλεμος, ο φασισμός, η κατάχρηση εξουσίας, το τυφλό συμφέρον. Και τρόμαξα επειδή η ιστορία επαναλαμβάνεται,, με μαθηματική σχεδόν ακρίβεια.

 

Νομίζω πως ήρθε η ώρα για καινούρια ‘Όχι”. Μπορεί βέβαια, να κάνω και λάθος. Το μόνο που ξέρω είναι πως αυτή η Εθνική Εορτή, που μόλις πέρασε, για μένα ήταν η πιο θλιβερή της ζωής μου. Κι ένιωσα ντροπή βλέποντας τι έχουν υποφέρει οι προηγούμενες γενιές και πως αντιστάθηκαν, ενώ η δική μου ονειρεύεται απλά το καινούριο iphone.

 

υγ. Οι εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα…