Γράφει η Άννα Παχή

15 νεκροί από πλημμύρα, στην Αττική του 2017. Αυτός είναι ο απολογισμός των μπαζωμένων ή ακαθάριστων ρεμάτων. Τις ίδιες καταστροφές (κατά τύχη χωρίς θύματα) έχουν αντιμετωπίσει διάφορες περιοχές της Ελλάδας. Γιατί; Επειδή εκτός από τον μικροπρεπή συμφεροντολογισμό του κάθε υπερφίαλου ιδιοκτήτη, εκτός του κάθε μίζερου δημόσιου υπαλλήλου που προσβλέπει στο φακελάκι, ακόμη κι εκείνοι που καταλαβαίνουν τι πρέπει να γίνει, περιμένουν τις πράξεις ενός κράτους που ακροβατεί ανάμεσα στην επικινδυνότητα της βλακείας και την απάθεια της καρεκλοκενταυρίασης.

Τα έχω πάρει, ναι. Όχι μόνο με την πλημμύρα. Σιγά τις βροχές που έριξε δηλαδή, Νοέμβριο μήνα, αλλά και με μια σειρά άλλων πραγμάτων.

Την Κυριακή που μας πέρασε, πάνω από 200.000 άνθρωποι, επί το πλείστον ηλικιωμένοι, πλήρωσαν συνολικά πάνω από 600.000 ευρώ, προσδοκώντας ανάσταση νεκρών, για να βγάλουν δηλαδή πρόεδρο Κέντρου. Ενός Κέντρου τόσο αποδυναμωμένου που ούτε κοράκι δε θα το πλησίαζε. Τόσο κατακερματισμένου, που κανείς δεν ξέρει αν οι οπαδοί του κάθε κομματιού του αρκούν για να γεμίσουν συνοικιακό ταβερνείο. Με “ηγέτες” που ο καθένας αποζητά την καρέκλα για τον εαυτό του και καθώς – φυσικά – κανείς δεν κάνει πίσω, «προσέφυγαν» στην λαϊκή(στικη) ετυμηγορία. Αυτή είναι η σαλιάρα που συγκρατεί – με κόπο – τα σάλια του καθενός για την εξουσία. Πάρτε στα μούτρα τη Φώφη τώρα, τη Φώφη που ΔΕΝ είναι ο πατέρας της, όπως κι ο Γιώργος ΔΕΝ ήταν ο δικός του.

Παράνομοι μετανάστες εξακολουθούν να συρρέουν στη χώρα, κυνηγημένοι από τις χώρες τους, “στραγγαλίζοντας” άθελά τους τα νησιά του Αιγαίου που ξεμένουν σιγά σιγά από υλικούς και ηθικούς πόρους. Μη σοκαριστείτε όταν ξεκινήσουν οι αγριότητες, θεωρήστε τις απόλυτα φυσιολογικές. Όσο δεν αλλάζουν οι συνθήκες στις χώρες της μαρτυρικής Ανατολής, λύση δεν πρόκειται να βρεθεί. Κι η Ελλάδα, κατάκτησε επάξια τον τίτλο του σκουπιδότοπου της Ευρώπης.

Τα Εξάρχεια οδηγούνται ΚΑΙ γρήγορα ΚΑΙ σταθερά στο δρόμο του γκέτο. Το πως είναι δυνατόν, να βάζει φωτιά όποιος θέλει στο κέντρο της Αθήνας και να μην τον μπουζουριάζουν με τη εμφανίση, παραμένει μυστήριο. Πόσες φορές θα καταστραφεί αυτό το ρημάδι το κέντρο πια;

Λίγο παρακάτω, η Ομόνοια και οι παρακείμενοι δρόμοι έχουν γίνει εδώ και χρόνια απαγορευμένος τόπος για κάποιον που δεν είναι πρεζάκι ή εγκληματίας. Το ίδιο μυστήριο καλύπτει και αυτήν την περιοχή.

Κάθε πρωί, άνθρωποι στοιβάζονται σαν τα ζώα σε λεωφορεία, μετρό, δημόσιες υπηρεσίες, νοσοκομεία, περιμένοντας το θαύμα που θα τους πάει στη δουλειά τους, ή θα τελειώσει τη δουλειά τους. Γκρινιάζουν, φωνάζουν, τσαλαπατούν, βρίζουν – ξανά – το κράτος που οι ίδιοι δημιούργησαν.

Φόροι, κι άλλοι φόροι κι ύστερα λίγοι φόροι ακόμη που στραγγίζουν με τον ίδιο τρόπο φοροφυγάδες και μη. Οι πρώτοι βέβαια έχουν την τεχνογνωσία να τα καταφέρνουν, οι δεύτεροι εναποθέτουν τις ελπίδες τους στον Κύριο.

Κι εμείς; Εξακολουθούμε τις ίδιες τακτικές. Αποχαύνωση μπροστά στο χαζοκούτι, απάθεια μπροστά στη βία που υφιστάμεθα καθημερινά, εξασκώντας την, όταν μας παίρνει. Πόση ξεφτίλα πια;