Γράφει ο Γιώργος Μπουτζιουβής

Είναι στη φύση του ανθρώπου να μπλέκει το υπερφυσικό στις δουλειές του. Όταν θέλει ή χρειάζεται κάτι πολύ και ιδιαίτερα όταν οι προσπάθειές του να καταφέρει να το αποκτήσει φαίνεται να ναυαγούν, στρέφεται συχνά σε ανώτερες από αυτόν δυνάμεις για να τον βοηθήσουν να αποκτήσει το αντικείμενο του πόθου του: Λεφτά, δόξα, ένα αγαπημένο πρόσωπο, δικαιοσύνη, εκδίκηση. Στην περίπτωση του Robert Johnson ήταν η blues κιθάρα.

Ο Robert Johnson γεννήθηκε στο Hazlehurst του Mississippi, πιθανώς στις 8/5/1911, παιδί της Julia και του Charles Dodds. Ο πατέρας του Robert ήταν ένας σχετικά πετυχημένος κτηματίας και κατασκευαστής επίπλων, ο οποίος όμως αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πόλη που ζούσαν, όταν ένας όχλος – οργανωμένος από λευκούς κτηματίες με τους οποίους είχε διαφορές- πήγε να τον λιντσάρει. Η μητέρα του πήρε τον Robert και περιπλανήθηκε για 2 περίπου χρόνια μέχρι να καταλήξει στο Memphis και να ξανασυναντήσει τον άντρα της, που είχε αλλάξει το όνομά του σε Spencer. Εκεί ο Robert φοίτησε στο Carnes Avenue Colored School αποκτώντας την βασική του μόρφωση. Εκεί απέκτησε και την μεγάλη αγάπη για την μουσική. Η μόρφωσή του αλλά και η έκθεσή του στο αστικό περιβάλλον μιας πόλης με τόσο δυνατή μουσική κουλτούρα τον επηρέασαν και τον διαφοροποίησαν από τους σύγχρονούς του μουσικούς.

Άλλαξε το όνομά του σε Johnson και σε ηλικία 18 χρονών (1929) παντρεύτηκε την 16χρονη Virginia Travis, η οποία, όμως, πέθανε λίγο αργότερα κατά τη γέννα του παιδιού τους. Το γεγονός αυτό φαίνεται ότι υπήρξε σημείο καμπής στη ζωή του, καθώς στη συνέχεια και μέχρι το τέλος της ζωής του επέλεξε τη ζωή του περιπλανώμενου μουσικού.

Περίπου εκείνη την περίοδο γνώρισε τον μπλουζίστα Son House  και έμεινε μαζί του για λίγο. Χαρακτηριστικά, ο House  λέει για τον Johnson εκείνης της περιόδου: “… ένα νέο παιδί, ικανός στη φυσαρμόνικα, αλλά ενοχλητικά κακός κιθαρίστας…”

Κατόπιν, εξαφανίστηκε  από το προσκήνιο. Mετακόμισε σε μια κοντινή κωμόπολη και εγκαταστάθηκε στο σπίτι του κιθαρίστα Ike Zimmerman, όπου και έμεινε περίπου ένα χρόνο, μαθαίνοντας από αυτόν και τελειοποιώντας ότι είχε μάθει από τον Son House. Ο Zimmerman ήταν εξαιρετικός κιθαρίστας και καλός οικογενειάρχης. Η συνήθειά του, όμως, να πηγαίνει (για να μην ενοχλεί και τον ενοχλούν) και να εξασκείται στο κοιμητήριο της πόλης του, είχε ήδη δώσει τροφή για σχόλια στους δεισιδαίμονες και θρησκόληπτους συγχωριανούς του, που του απέδωσαν δοσοληψίες με την σκοτεινή πλευρά του υπερφυσικού. Καθώς ο Robert τον ακολουθούσε για όσο διάστημα έμεινε μαζί του, δεν άργησαν να εμφανιστούν και γι αυτόν οι φήμες, οι οποίες πιθανόν αποτέλεσαν την αρχή του μύθου του.

Αφού έπαιξε σε λίγες εμφανίσεις με τον Zimmerman, ξαναβγήκε στον δρόμο μόνος και εντελώς διαφορετικός. Η τεράστια βελτίωση και εξέλιξή του σαν κιθαρίστας εξέπληξε τους πάντες, ακροατήρια και μουσικούς. Ήταν τόσο μεγάλη η διαφορά που δεν μπορούσαν να την εξηγήσουν. Άρχισαν  να εμφανίζονται φήμες και  οι πρώτες ερμηνείες  που απέδιδαν την βελτίωση σε μια επέμβαση ανώτερης δύναμης που μεταμόρφωσε τον Johnson σε καταπληκτικό κιθαρίστα.

Οι φήμες και οι ερμηνείες αυτές σιγά-σιγά εξελίχθηκαν στην παρακάτω ιστορία, τον μύθο του Robert Johnson:

Ο Johnson, οδηγημένος από την μεγάλη του επιθυμία να γίνει καλύτερος κιθαρίστας, κατά τη διάρκεια των περιπλανήσεών του αναζήτησε την επικοινωνία με τον Διάβολο. Κάποιος από αυτούς που συμβουλεύτηκε, του είπε να πάρει την κιθάρα του και να πάει σε ένα σταυροδρόμι κοντά στην φυτεία Dockery (υπάρχουν τουλάχιστον άλλες 10-12 πόλεις που διεκδικούν την τοποθεσία) τα μεσάνυχτα. Έκανε όπως του είπαν: Πήγε στο σταυροδρόμι και περίμενε. Τα μεσάνυχτα φάνηκε να έρχεται από μακριά ένας μεγαλόσωμος μαύρος άνδρας. Όταν έφτασε στο σταυροδρόμι, του ζήτησε να του δώσει την κιθάρα του. Την κούρδισε, έπαιξε με αυτήν μερικά τραγούδια και του την έδωσε, δίνοντάς του μαζί και την επιδεξιότητα που αυτός τόσο επιθυμούσε. Από εκείνη την στιγμή έγινε καταπληκτικός κιθαρίστας, αλλά έχασε την ψυχή του.

Σαν περιπλανώμενος μουσικός που έπαιζε όλη του τη ζωή στο δρόμο, σε επαρχιακά στέκια (juke joints) και χορούς, ο Johnson  δεν γνώρισε την αναγνώριση ή την εμπορική επιτυχία κατά τη διάρκεια της ζωής του. Παρόλο που ο μύθος που τον συνόδευε γινόταν όλο και πιο γνωστός, η φήμη του δεν ξεπέρασε τα όρια της περιοχής στην οποία έζησε, παρά μόνο μετά το θάνατό του, χάρη στη δουλειά ερευνητών (κάποιοι από τους οποίους διόγκωσαν και το μύθο του) αλλά κυρίως των  μουσικών που την ανακάλυψαν.

Η δισκογραφική κληρονομιά του αποτελείται από μόνο 29 τραγούδια, τα οποία ηχογραφήθηκαν σε δύο sessions στο San Antonio και το Dallas  του Texas το 1936 και το 1937, σε πρόχειρα στούντιο που στήθηκαν σε δωμάτια ξενοδοχείων και χώρους γραφείων. Πρόκειται για πραγματικά διαμάντια, τα περισσότερα από τα οποία έγιναν επιτυχίες στην εποχή τους, ορισμένα δε από αυτά (Crossroad Blues, Sweet Home Chicago, Dust my Broom ) έγιναν κομμάτια της παγκόσμιας Blues κουλτούρας και θεωρούνται σήμερα Blues Standards.

Η επιρροή του Robert Johnson υπήρξε σημαντικότατη, τόσο στους σύγχρονους όσο και στους μεταγενέστερους του καλλιτέχνες, αλλά και τη μουσική γενικότερα. Τα τραγούδια του εκτελέστηκαν και έγιναν επιτυχίες από ένα μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών και η τεχνοτροπία του στην κιθάρα επηρέασε πολλούς νεώτερους κιθαρίστες.

Ο Eric Clapton  έχει αποκαλέσει τον Johnson “τον πιο σημαντικό τραγουδιστή blues που έζησε ποτέ”.  Τεράστιοι καλλιτέχνες  όπως ο Bob Dylan, ο Keith Richards και ο Robert Plant έχουν χαρακτηρίσει τους στίχους και την μουσική του ως βασικές επιρροές για την δική τους δουλειά.

Έγινε μέλος του  Rock and Roll Hall of Fame στην πρώτη τελετή εισαγωγής, το 1986, αναγνωριζόμενος ως μια από τις πρώτες και σημαντικές επιρροές της μουσικής Rock n’ Roll. Του απονεμήθηκαν – μετά θάνατον – 2 βραβεία Grammy και το τραγούδι του Crossroad Blues μπήκε στο Grammy Hall of Fame το 1998. Το 2003, το περιοδικό Rolling Stone τον κατέταξε 5ο ανάμεσα στους «100 καλύτερους κιθαρίστες όλων των εποχών»

 Δεν ξέρω αν ο Διάβολος βοήθησε τον Johnson να παίξει κιθάρα, σίγουρα όμως έβαλε το χεράκι του στον τρόπο που γράφτηκε το τέλος του.

Ο Robert Johnson πέθανε από δηλητηρίαση στις 16/8/1937, σε ηλικία 27 ετών (ναι, 27) στο Greenwood του Mississippi όπου έπαιζε μουσική σε juke joints και χορούς. Ο σύζυγος μιας γυναίκας με την οποία είχε παράνομη σχέση του έδωσε να πιει  ένα μπουκάλι ουίσκι στο οποίο είχε διαλύσει (σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή) μπάλες ναφθαλίνης. Ο σκοπός του δεν ήταν να τον σκοτώσει αλλά να να τον τιμωρήσει για την σχέση που είχε με τη γυναίκα του. Δεν γνώριζε, όμως, ότι ο Johnson είχε πρόσφατα πάθει έλκος, γεγονός που τον οδήγησε σε λίγες μέρες στον θάνατο μέσα σε αφόρητους πόνους.

Ο επίλογος της ζωής του μεγάλου αυτού μπλουζίστα γράφτηκε στα λόγια της αναφοράς της ληξιάρχου της Κομητείας LeFlore, μια θλιβερή υπενθύμιση των κοινωνικών συνθηκών και αντιλήψεων της Αμερικής των αρχών του περασμένου αιώνα (που δυστυχώς , όπως έχουμε την ευκαιρία να βλέπουμε ακόμα στις μέρες μας, δεν έχουν εκλείψει):

«Μίλησα με τον Λευκό άνδρα στο σπίτι του οποίου πέθανε αυτός ο Νέγρος, και επίσης μίλησα με μια Νέγρα γυναίκα επιτόπου. Ο Ιδιοκτήτης της φυτείας είπε ότι ο Νέγρος, κατά τα φαινόμενα περίπου 26 ετών, ήρθε από την Tunica 2 ή 3 εβδομάδες πριν πεθάνει, για να παίξει μπάντζο σε ένα χορό Νέγρων που θα γινόταν στη φυτεία. Έμεινε εκεί με κάποιους από τους άλλους Νέγρους λέγοντας ότι θα θέλει να μαζέψει βαμβάκι. Ο Λευκός άνδρας δεν είχε γιατρό για αυτόν τον Νέγρο, καθώς δεν ήταν στη δούλεψή του. Θάφτηκε σε ένα φέρετρο που κατασκευάστηκε στο σπίτι, με έξοδα της κομητείας. Ο ιδιοκτήτης της φυτείας είπε ότι κατά τη γνώμη του, ο άνδρας πέθανε από σύφιλη…»