stasi

Της Άννας Παχή

Πολλές και ποικίλες. Άλλες φροντισμένες, καινούριες, με ηλεκτρονικούς πίνακες (δε δουλεύουν βέβαια, είναι ακόμα σε «πειραματική λειτουργία») και σιδερένιο παγκάκι που παγώνει τον απαυτό σου όταν κάθεσαι. Άλλες παλιές, βανδαλισμένες, γεμάτες απίθανες αφίσες που διαφημίζουν από πολυεθνικές μέχρι καφετζούδες. Είναι δημόσιες, άρα εκτεθειμένες στη μανία και τη βαρβαρότητα του καθενός. Μπορείς να τις κλωτσήσεις, να τις λερώσεις, να τις βρίσεις. Έχουν ακούσει άπειρες ιστορίες, για αργοπορίες, χαμένους έρωτες, λεφτά, δουλειές, μαθήματα. Έχουν φάει βροχές, κρύα, καύσωνες, όπως κι εσύ. Τι κι αν είναι άψυχες; Στο κάτω – κάτω, είσαι σίγουρος για αυτό; Τόσες φωνές, τόσοι ήχοι, τόσος χρόνος δε μπορεί, κάπου θα έχει αποτυπωθεί κάτι ακόμη και στο πλαστικό, ακόμα και στο σίδερο.

Στάσεις λεωφορείου. Εκεί που φτάνεις τρέχοντας γεμάτος άγχος για να προλάβεις το λεωφορείο ή το τρόλεϊ. Εκεί που το βλέμμα σου χάνεται στην κατεύθυνση από όπου το περιμένεις, να έρχεται ασθμαίνοντας μέσα στην κίνηση. Υπολογίζεις: προλαβαίνω να ανάψω τσιγάρο ή θα πάει χαμένο; Πόσες φορές άναψες και πριν τραβήξεις την πρώτη τζούρα φάνηκε από μακριά; Πόσες φορές περίμενες μισάωρα άκαπνος; Πολλά…

stasi1

Το συχνάζον πλήθος ετερόκλητο. Φοιτητές, υπάλληλοι, ηλικιωμένοι. Όλοι να κοιτάνε το δρόμο περιμένοντας με πάθος. Η μόδα τώρα επιτάσσει να μιλάς στο κινητό ή να ακούς μουσική κρατώντας έναν καφέ στο χέρι. Όμως τα μάτια κοιτάνε το δρόμο. Όχι εκείνον που πάει μπροστά, τον άλλον. Ούτε το βασιλόπουλο (ή τη βασιλοπούλα) του παραμυθιού δεν περιμένεις με τόση ένταση. Ένταση… Θα περάσει το ρημάδι έγκαιρα; θα φτάσεις στη δουλειά, στο ραντεβού, στην επίσκεψη στην ώρα σου ή θα πρέπει να απολογηθείς πάλι για την κίνηση, τις πορείες, τα χαλασμένα φανάρια;

Αν χρησιμοποιείς συγκεκριμένη στάση, σιγά – σιγά θα αρχίσεις να αναγνωρίζεις κι άλλους «οικείους». Ανθρώπους που η μοίρα το ‘φερε να περιμένουν κάθε μέρα στο ίδιο μέρος, την ίδια ώρα το ίδιο λεωφορείο με σένα. Μπορεί να τους βλέπεις επί μήνες, χρόνια και να μην τους μιλήσεις ποτέ. Ίσως μόνο για να ρωτήσεις με άγχος «Πέρασε το 140; το 203;» Αν σου απαντήσουν θα ευχαριστήσεις τυπικά ή και όχι – και θα συνεχίζεις να ψάχνεις με το ίδιο πάθος, μη δίνοντας σημασία σε κείνον που περιμένει μαζί σου και χαζεύει όπως κι εσύ τους «τυχερούς» που περνάνε με τα Ι.Χ. και τους ζηλεύετε. Ζήλια επειδή κάθονται, μόνοι, χωρίς το απρόσκλητο αλλά αναγκαστικό πλήθος να παρακολουθεί κάθε τους κίνηση, να τους πατάει, να τους σπρώχνει. Η άνεσή τους σας χτυπάει στα μούτρα και σίγουρα – μια τουλάχιστον φορά στη ζωή σας – θελήσατε να κλωτσήσετε το διερχόμενο αυτοκίνητο που με το μοναχικό οδηγό του σας προσπέρασε. Ίσως γιατί πιστεύετε πως σας κάνει ότι και η ζωή. Σας προσπερνάει.

Οι κουβέντες που γίνονται στις στάσεις λεωφορείων είναι συγκεκριμένες: Πάλι άργησε το ρημάδι, ντροπή τους που μας αφήνουν και περιμένουμε, ξανά θα τσουβαλιαστούμε, άτιμη κοινωνία που άλλους τους ανεβάζεις κι άλλους τους ρίχνεις στα χέρια του ΟΑΣΑ.

Θες να κάνεις μια υπέρβαση που δεν κοστίζει τίποτα; Πες μια καλημέρα γενική, χαμογελαστή, απεύθυνέ την σε όλους. Να είσαι προετοιμασμένος όμως, θα σε κοιτάξουν σα να είσαι εξωγήινος στην καλύτερη περίπτωση, τρελός στη χειρότερη.