Της Άννας Παχή

Πόσα πράγματα που απεχθανόμασταν στα παιδικά – εφηβικά μας χρόνια νοσταλγούμε σήμερα; Ανησυχητικώς πολλά… Μια που πολλοί θα βρεθείτε στο χωριό όπου να’ναι, μαζέψαμε μερικά από τα πράγματα που δε θέλαμε με τίποτα να κάνουμε στις διακοπές ως παιδιά, λατρεύουμε όμως σήμερα (πάλι ως παιδιά). Έτσι είναι αγαπητοί, εκτιμούμε κάτι μόνον όταν το χάσουμε (ή μεγαλώσουμε αρκετά για να καταλάβουμε την αξία του). Ποτέ όμως δεν είναι αργά..

1.Το σπίτι των παππούδων
Τότε:
Ένας μαγικός κόσμος γεμάτος παράξενα πράγματα («τι είναι κόσκινο και γιατί έχουν το λουκάνικο κρεμασμένο, μαμά;») εκτός της καθημερινότητάς σου, τα οποία μπορούσες να επεξεργαστείς με την ησυχία σου, καθώς δεν έκανε καρδιά στη γιαγιά να σε μαλώσει. Αν υπήρχαν δε και ζώα εκεί γύρω, πάθαινες πολιτισμικό σοκ από την αγαλλίαση. Πάντως, να τα λέμε κι αυτά, τσαντιζόσουν που δεν είχες το δωμάτιό σου με όόόλα σου τα πράγματα, ενώ τα διάφορα ζούδια που κυκλοφορούσαν στον κήπο σε έκαναν να βάζεις τις φωνές από το φόβο ενώ οι ήχοι της εξοχής το βράδυ ήταν λίγο κοψοχολιάρικοι.
Τώρα:
Σα να μίκρυνε με τα χρόνια κι η έλλειψη air condition είναι μάλλον αισθητή, η παλιακή μυρωδιά όμως ξυπνά αγαπημένες μνήμες, έστω κι αν σου λείπουν οι ανέσεις του μεταμοντέρνου σπιτιού σου. («Του χρόνου να βάλουμε οπωσδήποτε air condition και να φέρουμε τη μηχανή του freddo, Ντίνα»).

2.Ο μεσημεριανός ύπνος
Τοτε:
Γκάριζε η μανούλα να πας για ύπνο το μεσημέρι που έσκαγε ο τόπος, κι ήθελε να κλείσει κι εκείνη τα μάτια της μια στάλα αντί να σε κυνηγάει γύρω – γύρω στο κοτέτσι (δεν έφταιγες, δεν είχες ξαναδεί κοτόπουλο live, ήθελες να εντρυφήσεις) τίποτα εσύ.
Τώρα:
Κάθε μεσημέρι στη δουλειά, μόλις πάει τρεις, ονειρεύεσαι το κρεβάτι σου και μόνο το σου κου μπορείς να ξεκουραστείς λίγο παραπάνω, σκεφτόμενος όλα εκείνα τα μεσημέρια που θα μπορούσες να ταβλιαστείς και δεν το ’κανες. Ανυπομονείς να σου δοθεί η ευκαιρία να καλύψεις το κενό.

3.Τα πανηγύρια του χωριού
Τότε:
Χίλιες φορές να σε βάζανε να μελετάς για την επόμενη χρονιά, παρά που σε τραβολογούσαν στα παντός είδους πανηγύρια. Ο ήχος από το echo του κλαρίνου σου τρύπαγε τα αυτιά, κι ενώ εσύ εξερευνούσες την κλασική ροκ σκηνή (Scorpions, Iron Maiden και όλα τα πρώτα μας ακούσματα) ήσουν υποχρεωμένος να ακούς τα δημοτικά τραγούδια εκτελεσμένα στα τρία μέτρα.
Τώρα:
Μπεκροπίνεις με συγγενείς και φίλους, τρως τα κοψίδια σου, ρίχνεις τις γυροβολιές σου και ξεδίνεις, τραγουδώντας φάλτσα το «Μπήκαν τα γίδια στο μαντρί». Η πόλη σε αλλοτριώνει, στο πανηγύρι αγκαλιάζεις εκ νέου τις ρίζες σου (ειδικά όταν γίνεσαι λιώμα, πας και φιλάς τον πλάτανο. Τον αγαπάς).

4.Η φλυαρία της γιαγιάς
Τότε:
Εκτός από το χαρτζιλίκι, τις αγκαλιές και τα φιλιά, η γιαγιά επιδιδόταν σε όργιο συμβουλών συμπεριφοράς, καριέρας και οικογενειακού προγραμματισμού. Την άκουγες στωικά καθώς την αγαπούσες πολύ για να την πληγώσεις, αλλά στη πρώτη ανάσα που έπαιρνε για να συνεχίσει την έκανες με ελαφρά, να πας να παίξεις στα γύρω χωράφια.
Τώρα:
Αν την έχεις ακόμη, την κανακεύεις, τη γαργαλάς και την πειράζεις σα να μην υπάρχει αύριο. Αν δεν την έχεις, σου λείπει. Τρομερά.

5.Το κουτσομπολιό
Τότε:
Τσαντιζόσουν που πήγαινες να αγοράσεις παγωτό και το μάθαινε εκτός από το σύνολο του χωριού κι η ευρύτερη περιοχή του νομού. Για να γλυτώσεις το μπούρου – μπούρου και το κάρφωμα, σχεδίαζες με τα ξαδέρφια ολόκληρο επιτελικό σχέδιο για να πας για καφέ, να βγεις το βράδυ, να φλερτάρεις σαν κάθε φυσιολογικό εφηβάκι.
Τώρα:
Κάνεις απλώς κοινωνική κριτική. (Έπιασε η Μαρίτσα τον Πελοπίδα με άλλον;;; Πότε, πως, που, γιατί;; )

6.Οι εκδρομές
Τότε:
Δεν έβαζες κώλο κάτω και ικέτευες τους γονείς ή τα μεγαλύτερα ξαδέρφια να σε πηγαίνουν από δω κι από κει. Η ντούρασελ ενέργειά σου άγγιζε τα όρια του μύθου.
Τώρα:
Ήρθες να ξεκουραστείς, να αράξεις και να μην κάνεις τ ί π ο τ α. Αυτό.

7.Το τιμόνι
Τότε:
Έβλεπες τον μπαμπά και τους θείους να οδηγούν και ένιωθες τουλάχιστον δέος που μπορούσαν να το κάνουν. Ονειρευόσουν να βρεθείς στη θέση τους, να κοιτάς τον ατέλειωτο δρόμο και να οδηγείς με το αριστερό χέρι χαλαρά έξω από το παράθυρο.
Τώρα:
Λύσσαξες να πάρεις δίπλωμα και αυτοκίνητο. Πήγαινε τώρα για τα ψώνια της οικογένειας, τη θεία στο γιατρό, το παιδί στο πάρτυ και γυρνώντας, φέρε γάλα και τσιγάρα από το μίνι μάρκετ.

8.Γάμοι και λοιπές οικογενειακές συνεστιάσεις
Τότε:
Βαρεμάρα, βαρεμάρα και λίγη βαρεμάρα ακόμη. Η μαμά σου φόραγε «τα καλά» σου που σε στένευαν, σε πάστωνε κολώνια και σε έδειχνε σε όποιον είχε μάτια να δει. Σε ζουλούσαν, σε νουθετούσαν, που και που σε μάλωναν και δεν είχες τίποτε μα τίποτε να κάνεις. Βαρεμάρα.
Τώρα:
Ευκαιρία να βρεθείς με το σόι, να πεις μια κουβέντα, να πιείτε, να φάτε και να χορέψετε. Ειδικά στους γάμους που πληρώνουν άλλοι.