tim

Γράφει ο Κώστας Αναγνωστόπουλος

Ο Τιμ Μπάκλεϊ ήταν από τους τραγουδοποιούς που δεν βρήκε τη μεγάλη αναγνώριση που του άξιζε όσο ζούσε. Μετά τον θάνατο του, πολλοί διαπίστωσαν πως η μουσική, και κυρίως οι φωνητικές του δυνατότητες ήταν μοναδικές, σε σημείο μάλιστα να μιλούν πως χρησιμοποιούσε τη φωνή του ως ένα πρόσθετο όργανο. Το ύφος των τραγουδιών του ήταν μελαγχολικό, οι μελωδίες του ένα κράμα, κάντρι, τζαζ, φανκ, σόουλ και ψυχεδέλειας. Αυτό που χαρακτηριστηκε, αργότερα, ως μουσική πρωτοπορία.

Ο Τίμοθι Τσαρλς Μπάκλεϊ, όπως ήταν το πλήρες ονομά του, γιος Ιρλανδών μεταναστών, γεννήθηκε στις 14 Φεβρουαρίου του 1947, την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου, στην Ουάσιγκτον. Οι μουσικές του επιρροές ήταν από τα μικτά ακούσματα των συγγενών και των φίλων, τα οποία ενσωμάτωσε στη δική του μουσική. Πέθανε στις 29 Ιούνη, του 1975, σε ηλικία 28 ετών από υπερβολική δόση ηρωίνης, αφήνοντας πίσω τους γιους του Τέιλορ και Τζεφ. Ο Τζεφ έγινε και αυτός μουσικός, αλλά σε ηλικία 30 ετών πνίγηκε, κάνοντας βουτιά στον ποταμό Μισισιπή.

Ένα ατύχημα που είχε στα γυμνασιακά του χρόνια, ήταν καθοριστικό για τον ιδιαίτερο τρόπο που έπαιζε κιθάρα. Στο ράγκμπι είχε σπάσει τα δύο πρώτα δάχτυλα στο αριστερό του χέρι. Η βλάβη ήταν μόνιμη, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε να διαμορφώσει ένα δικό του στυλ παιξίματος, ούτε βέβαια να τον αποτρέψει από την επιθυμία του να ασχοληθεί με τη μουσική.

Μετά από διάφορα γκρουπάκια που είχε δημιουργήσει με φίλους, η πλήρης ενασχόληση του με τη μουσική έγινε στα μέσα της δεκαετίας του ’60, με τη συνεργασία του με τον ποιητή Λάρι Μπέκετ, που έγραφε τους στίχους στις πρώτες δισκογραφικές του δουλειές και τον μπασίστα Τζιμ Φέλντερ.

Στο πλευρό του και ο παραγωγός δίσκων Herb Cohen, που στήριξε το ταλέντο του και τον προώθησε στη δικογραφία, αλλά και ο κιθαρίστας Lee Underwood, που ήταν μόνιμος συνεργάτης του. Η μουσική του Τιμ Μπάκλεϊ συνεχώς εξελισσόταν, αλλά θεωρήθηκε αντιεμπορική.

Ο δίσκος «Goodbye and Hello», που κυκλοφόρησε το 1967, ήταν η πιο σημαντική προσπάθεια να δείξει τις δυνατότητες του με τραγούδια που είχαν ποιητικό οίστρο, και μουσική χωρίς τα πολλά ντεσιμπέλ της ροκ που διαμορφωνόταν εκείνη την εποχή. Οι κριτικές πάντως δεν ήταν θετικές και χαρακτήρισαν τον Μπάκλεϊ εσωστρεφή. Κάτι που τον ακολουθούσε και σε όλη την καριέρα του, καθώς δεν θέλησε να βγει από τους δρόμους που είχε χαράξει και να κάνει κάτι πιο εύπεπτο, προκειμένου να γίνει αρεστός στο μουσικό μάρκετινγκ.

Μικρή απήχηση είχαν και οι άλλοι δίσκοι που γύρισε, με αποτέλεσμα την έντονη απογοήτευση του. Παράλληλα, τα μέσα ενημέρωσης, τον αντιμετώπιζαν σαν έναν λαϊκό ροκ τραγουδιστή, χωρίς να κάνουν κάποια προσπάθεια να προσεγγίσουν τη μουσική του, δημιορφώνοντας έτσι ένα αλλοπρόσαλο κοινό που παρακολουθούσε τις συναυλίες του. Βιώνοντας την αποτυχία, και χωρίς δραχμή στην τσέπη, καθώς οι πωλήσεις των δίσκων του ήταν πολύ μικρές, κύλησε στο αλκοόλ και τα ναρκωτικά.

Στις 28 Ιουνίου του 1975, Μπάκλεϊ ολοκλήρωσε την τελευταία παράσταση της περιοδείας του στο Ντάλας, παίζοντας μπροστά σε πλήθος 1.800 ανθρώπων. Το γεγονός γιόρτασε με ένα Σαββατοκύριακο μεγάλης κατανάλωσης ποτού μαζί με φίλους και τα μέλη του συγκροτήματος του. Το βράδυ της επομένης, έκανε χρήση ηρωίνης, που του έφερε ο φίλος του Ρίτσαρντ Κίλινγκ, η οποία τον οδήγησε στο θάνατο.

Η είδηση του θανάτου του σόκαρε πολλούς από τους φίλους και τους συγγενείς του, καθώς δεν πίστευαν πως έπαιρνε ναρκωτικά. Άλλοι είπαν πως δεν αναμενόταν τέτοια εξέλιξη, όμως για κάποιους που τον γνώριζαν από κοντά η πολυτάραχη ζωή του, με άσχημες προσωπικές σχέσεις, ήταν σαν ταινία και αυτό ήταν το φυσικό τέλος της.

Η αστυνομία χρέωσε τον θάνατο του Μπάκλεϊ στον Κίλινγκ και το δικαστήριο τον καταδίκασε για ανθρωποκτονία εξ αμελείας. Ο σπουδαίος τραγουδοποιός, πέθανε παραγνωρισμένος και πνιγμένος στα χρέη. Στην κηδεία του παρευρέθηκαν περίπου 200 φίλοι και συγγενείς, ενώ δεν ήταν εκεί ο γιος του Τζεφ, που ήταν τότε οκτω ετών.