theia

Γράφει η Κεραμιδόγατα

Κάθε σόι, μα κάθε σόι έχει αυτόν τον ένα, τον μοναδικό συγγενή που κάνει τα οικογενειακά τραπέζια το θέμα της χρονιάς.

Το δικό μας σόι έχει τη Μαιρούλα, χήρα του θείου Κώστα, του πιο καλοκάγαθου ανθρώπου που γνώρισα ποτέ.

Η θεία λοιπόν ήταν κοντά στα 75, δυστυχώς όπως είπα χηρεύσασα προ τριετίας όπου δέχτηκε μεγάλο πλήγμα. Ο θείος τής «την έκανε» κατά παράδεισο μεριά και την άφησε έρημη και σκότεινη «να παλεύει με τα θηρία» όπως συχνά μάς έλεγε κλαίγοντας και σκουπίζοντας τη γαλλική μυτούλα της.

Ναι, δεν ήταν ψέμα, ο θείος ήταν ο στυλοβάτης της, ο άνθρωπός της που λένε και όχι δεν έπρεπε να της το κάνει αυτό, να πάει ο αφιλότιμος σε τόπον αναψύξεως χωρίς να σκεφτεί πού την αφήνει τη μαύρη… αφού η ζωή της ήταν πλέον κενή νοήματος! Ήταν δε το ζεύγος τόσο στενά συνδεδεμένο που στα γιορτινά δείπνα πήγαιναν τουαλέτα αγκαζέ σαν τους Χιώτες κι ας λέγαν οι κακές γλώσσες που η θεία άχτι το είχε το σόι του Κωστάκη της τόσο που δεν κρατιόταν να πάνε σπίτι τους, ήθελε να του πει τα κακώς κείμενα εδώ και τώρα…

Οπότε μετά τον θάνατο του συμβίου της, πάει μαράθηκε η καημένη και το πένθος ήταν τόσο βαρύ σαν ύπνος το μεσημέρι του πασχαλινού τραπεζιού μετά το κοκορέτσι και τη γαρδούμπα.

Μεγάλη συμπόνοια νιώσαμε λοιπόν για τη θεία Μαίρη που έχασε τον Κωστάκη της και παρηγοριά δεν υπήρχε καμία για να γλυκάνει το χειλάκι της ή σχεδόν καμία τέλος πάντων. Η δε εικόνα της χάλια μαύρα σαν την πονεμένη της καρδιά. Γιατί χρόνια τώρα η Μαιρούλα είχε χάσει αργά αλλά σταθερά τα πάνω της δόντια καθότι ουδόλως συμπαθούσε τους οδοντιάτρους και παρόλες τις παραινέσεις του θείου Κώστα να φτιάξει το κορίτσι του τα δόντια της μην λέει ο κόσμος «πως τσιγκουνευόμαστε να φτιάξουμε μια μασέλα», η θείτσα βράχος ακλόνητος, έδειχνε τα νύχια της -γιατί όπως προείπα δόντια δεν είχε-… «Για να σου πω, ποιος θα με σχολιάσει εμένα, το βλαχόσογό σου; Ας τολμήσουν και τα λέμε! Εγώ θα γίνω κούκλα ζωγραφιστή, αλλά θα βάλω δόντι γερό, φυτευτό, εσύ να βάλεις μασέλα!» και ο καιρός περνούσε και η θεία κατάντησε σαν παλιά τσατσάρα που έχει βέβαια συναισθηματική αξία αλλά δόντια μόνον δυο ένα δεξό κι ένα ζερβό.

Ωστόσο η θεία είχε όραμα, όλα κι όλα, όταν άρχιζαν οι υποσχέσεις για την ανανέωση άνω γνάθου το όνειρο ήταν τεράστιο «και τα μούτρα μου θα φτιάξω και θεά θα γίνω για να σκάνε οι οχτροί μου» έλεγε εδώ και χρόνια αλλά κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά τις απειλές τις για πλήρη ανοικοδόμηση.

Έτσι μετά τη μεγάλη της απώλεια το κακό παράγινε, θρήνος, οδυρμός και η θεία όλο και σκεύρωνε και ζήταγε να πάρει τη θέση του μακαρίτη!

Και κάπου ανάμεσα σε κόλλυβο και μυξομάντηλα η θεία εξηφανίσθη. Ολημερίς την έψαχνα, λέω πάει η θεία δεν άντεξε και παίρνω σβάρνα τα τηλέφωνα στο σόι μήπως ξέρει κανείς κάτι τι, ειδάλλως θα με κατέτρωγαν οι ερινύες ότι δεν έπραξα τα δέοντα με τις απαραίτητες ατάκες του στιλ κουράγιο, αυτά έχει η ζωή κ.λπ κ.λπ.

Εντέλει το μυστήριο λύθηκε καθώς στο τηλέφωνο απάντησε τελικά η εξαδέλφη μου που λόγια δεν έβρισκε να πει και να εξηγήσει στον κόσμο ότι «να η μητέρα δεν βάσταξε τόση πλερέζα και πήγε τριήμερο στας Ευρώπας να διασκεδάσει τη θλίψη της η καημενούλα» και δώσ’ του ξεροκατάπινε και προσπαθούσε να με πείσει για τις αγαθές προθέσεις της μανούλας…

Με τα πολλά πέρασε ο καιρός και ξεκινάω να επισκεφθώ τη θεία που είχε επιστρέψει από το τριήμερο παρηγοριάς στις αρένες της Μαδρίτης και ντριιιιιιν χτυπάω το κουδούνι όλο φούρια και βλέπω μπροστά μου μπανταρισμένη τη Μαιρούλα σαν να τράκαρε με το τρένο της γραμμής. Αυτό ήταν, σκέφτηκα, την έκανε την απόπειρα και δεν την είχαμε πάρει στα σοβαρά. «Γιατί δεν πήρες ένα τηλέφωνο βρε θεία, τι σου συνέβη; Οι συγγενείς για τα δύσκολα είναι» ψέλλισα γιομάτη τύψεις σαν να πρόδωσα εγώ τον Ιησού και όχι το παλιοκαθίκι που όλοι ξέρουμε. Κάτι μουρμούρισε η θεία με τα χίλια ζόρια που μου ακούστηκε σαν γελάκι ύπουλο. Πάω πιο κοντά και μου ’ρθε ο κόλπος: το κούτελό της ραμμένο σταυροβελονιά μέχρι το σβέρκο και το μυστικό έτοιμο να φανερωθεί.

Ε μη μου πεις ότι έκανες λίφτινγκ, τσίριξα… κι όμως το ’πε και το ’κανε η αθεόφοβη με τιμή και δόξη και το σέταρε με μια ντουζίνα φυτευτά δοντάκια ολοκαίνουργια να τα βλέπουμε οι νιες να σκάμε απ’ τη ζήλια μας! Περίμενε βλέπεις να σουλουπωθεί μετά θάνατον του μακαρίτη, διότι το μαύρο της χηρείας με μαραμένο μάγουλο δεν πάει. Για να δείξει θέλει το δερματάκι τσίτα και το φρύδι να κοιτάει εκεί ψηλά στον Υμηττό.

Στην επόμενη επίσκεψη πέσαν και οι κατάλληλες ερωτήσεις πόσο την κάνω και τα λοιπά και την πατάω σαν πρωτάρα «μέχρι πενήντα βία, ούτε μέρα παραπάνω θείτσα μου». Αυτό ήταν, με κοιτάει λοξά και με βάζει στη θέση μου την αχάριστη: «Γλυκιά μου μόνο εσύ με κάνεις πενήντα, όλοι μέχρι τριάντα πέντε, αλλά δεν πειράζει ας είναι, ο καλός καλό δεν έχει και κανείς δεν του χρωστάει τον καλό τον λόγο» και ούτε ένα νεραντζάκι δεν με τράταρε εκείνη τη μέρα. Όσο για τον μακαρίτη θείο Κώστα μάλλον απολαμβάνει μακάριος την ησυχία του στον Παράδεισο χωρίς τη θεία Μαιρούλα να του θυμίζει συνέχεια την «ταπεινή» του καταγωγή και τους κακοήθεις συγγενείς του που πάντα την έβλεπαν με μισό μάτι γιατί αυτή ήταν καλύτερη απ’ αυτούς τους άξεστους.

Και μόνο ένα ανησυχεί το πνεύμα του θείου, μη γίνει κανένα λάθος όταν αποδημήσει η γυναικούλα του και σταλεί στον τόπο τον χλοερό και όχι τον άλλο τον ζεστό που πάνε οι «παλιάνθρωποι» οι κακοί, που θεός φυλάξοι όμως καμία σχέση η Μαιρούλα με αυτούς, αλλά και μια αιωνιότητα μαζί της δεν περνιέται. Κι ας είναι η Μαιρούλα άνθρωπος με αισθήματα βαθιά, άνθρωπος ποιότητος και ας ωχριούμε μπροστά στη γλυκύτητα του χαρακτήρος της και στους αβρούς της τρόπους.