Πόσο βλάκας είμαι;… Αναρωτιέμαι πολλές φορές γιατί δεν με καταλαβαίνω. Τόσο δύσκολος είμαι και απρόσιτος σε τούτη τη ζωή; Από κουτάβι, όταν άρχισα να θυμάμαι τον εαυτό μου, πάντα κάτι μου έλειπε. Ανικανοποίητος. Πιο ανικανοποίητο τετράποδο δεν έχω συναντήσει.

Τίποτα δεν με γέμιζε κι όταν καταπιανόμουν με κάτι σύντομα το βαριόμουνα.

Επιθυμούσα να βρίσκομαι παντού, αδιάφορα τα όρια, όπου τύχαινε, μα πάντα για λίγο. Ήταν ασύνορη η σκέψη και η θέληση μου, να γνωρίσω νέα πράγματα.

Αγαπώ τη θάλασσα, είναι για μένα αυτό που δεν είμαι εγώ. Βρίσκεται σε μια συνεχή κίνηση, ανεξάρτητη, η μόνη επάνω στη γη, όποτε θέλει γαληνεύει κι άλλοτε φουσκώνει, δίχως να δίνει λογαριασμό σε κανέναν. Μήτε και στο θεό, αν αυτός είναι ο δημιουργός της.

Άργησα πολύ να με μάθω, αν τελικά με έμαθα. Προσπάθησα πολλές φορές, τι με το καλό κουνώντας την ουρά μου, τι με άγριο γαβγίζοντας και δείχνοντας τα δόντια μου, μα με όποιον τρόπο, όποτε ρωτούσα τη ψυχή μου να μου πει εκείνη κανένα μυστικό, το βούλωνε, έκανε το μοσκιό. Μα είχε δίκιο που αρνιόταν, για να με περιγράψει έπρεπε να ανατρέξει στο παρελθόν κι εγώ δεν την άφηνα, της το απαγόρευα. Δεν μου αρέσει να κοιτάζω πίσω. Το πίσω είναι σκοτάδι όσο λαμπερό κι αν είχε υπάρξει. Μνήμες, αναπολήσεις, τίποτα δεν ζωντανεύουν. Ταριχευμένα όλα ακουμπισμένα σε μια σκοτεινή γωνιά του νου που πασχίζει κάποιες φορές όταν το παρόν δεν είναι καλό, να τα ζωντανέψει. Μα πώς να ζωντανέψει τις αισθήσεις, τους ανθρώπους, τον έρωτα, μια γέννα, την αγάπη; Κι έτσι καταλήγεις να κάνεις μόνο κριτική στο τι, στο γιατί και το πώς έπρεπε να είχαν γίνει τα πράγματα.

Μπροστά, μπροστά. Μόνο μπροστά, στον ορίζοντα, στο μέλλον, εκεί είναι η ζωή κι αυτό αποζητούσα, να τη ζήσω, να την ρουφήξω, να έχω πλάι μου έναν άνθρωπο που θα μου χάριζε χαρά, θα γέμιζε με φως τις σκοτεινές ρωγμές του προσωπικού μου Άδη.

Η αναζήτηση ήταν στοιχείο της σύνθεσης μου, σε έναν κόσμο που δεν ξέρω αν φάνταζε μόνο σε μένα ή πραγματικά ήταν κενός.

Γεμάτος από ανατροπή, έτσι είμαι φτιαγμένος, να μην σκύβω το κεφάλι και γι αυτό ποτέ δεν έφτανα ως το τέλος με ότι καταπιανόμουν. Γιατί; Γιατί τίποτα δεν έβρισκα γύρω μου διαφορετικό με αξία αληθινή. Όλα κατάλληλα ρυθμισμένα σε μια κοινωνία καθοδηγούμενη κι όλοι να ακολουθούν κι εγώ πλημμυρισμένος με την αίσθηση της απογοήτευσης έτρωγα στη μάπα την απογοήτευση και τη μοναξιά. Παρέμενα μόνος, δεν έβρισκα καμία διέξοδο στα συνήθη.

Από τη μια ήμουν ικανοποιημένος που διέφερα από το σύνολο κι ας ήμουν χωμένος ως το λαιμό στην απομόνωση μου. Από την άλλη με τρόμαζε αυτός ο εφησυχασμός, το βόλεμα του κώλου που βρήκε μια καρέκλα κι ας είναι γύρω του, οι υπόλοιποι κώλοι, όρθιοι.

Δεν θα ξεφύγει ποτέ ο κόσμος από την ακοινωνησία, τίποτα δεν θα αλλάξει αν δεν γίνει καλύτερος. Μα για να γίνει καλύτερος πρέπει ο καθένας να ψαχτεί μέσα του, να κάνει συντροφιά με τον εαυτό του, να τον μάθει και να τον αλλάξει όπου χρειάζεται και κόσμος τότε δεν θα είναι μόνο όμορφος, μα και πιο σοφός.

Δεν υπάρχει άλλος δρόμος πιο αληθινός από την αλήθεια… και μια μέρα πήρα την απόφαση να μην θέλω κανέναν πλάι μου, κανέναν που θα πλαισίωνε στη ζωή μου, τις ελλείψεις και τα θέλω μου.

Θα πετάξω το κολάρο που με πνίγει…

Θα δουλέψω και θα πετύχω…

Μόνος, χαρούμενος και ελεύθερος…