xanthoulis

Της Άννας Παχή

Με την ευκαιρία της παράστασης «Οικογένεια Μπες – Βγες» που ανεβαίνει στο Black Box του θεάτρου «104» βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του, ο Γιάννης Ξανθούλης απαντά στις ερωτήσεις του iART.

Ποιο ήταν το έναυσμα για την γραφή ενός λογοτεχνήματος σαν την «Οικογένεια Μπες – Βγες»;

Δεν υπήρχε έναυσμα καθώς το 1982 δε μου περνούσε από το μυαλό πως θα έγραφα λογοτεχνία αν και είχε προηγηθεί «Ο Μεγάλος Θανατικός». Τότε ήμουν μόλις 35 χρονών και βίωνα μια κρίση υπαρξιακή, με πολλά ψυχοσωματικά. «Η οικογένεια Μπες – Βγες» ήταν η ψυχοθεραπεία μου.

Τι έχουν να πουν τα μέλη της Οικογένειας σήμερα;

Πολύ περισσότερα πράγματα από το 1982. Σήμερα τέτοιες ανισόρροπες οικογένειες αφθονούν και μάλιστα επαίρονται για τα χάλια τους…

Η παράσταση σας γύρισε πίσω στον καιρό που γράψατε το βιβλίο, υπήρξε μια δεύτερη «γραφή» στο μυαλό σας, ή το είδατε ως κάτι αυθύπαρκτο πλέον; Τι συναισθήματα δημιούργησε το ανέβασμα του;

Όταν το είδα και το άκουσα στο θέατρο ξαφνιάστηκα. Όχι τόσο από τα λεκτικά του πυροτεχνήματα όσο από την απελπισία και την απέραντη μοναξιά της ηρωίδας, της πεντάχρονης Σίσσυς Πουστοδούλου. Τελικά ανησύχησα μήπως όντως αυτή είναι η πιο διαχρονική μου ηρωίδα.

Αν μπορούσατε, θα αλλάζατε κάτι στο βιβλίο και τι;

Όχι, το βιβλίο δεν αλλάζει με τίποτα, θα παρέμενε στη λογική των κόμικς. Εξάλλου και τότε, από όσο θυμάμαι, αυτό είχα επιδιώξει. Μόνο που συμπονούσα, τώρα το βλέπω, παραπάνω από όσο έπρεπε τη Σίσσυ. Και καλά έκανα.

Πολλά έργα σας έχουν δραματοποιηθεί. Εκτός από τα καθαυτό θεατρικά, υπήρξαν και μυθιστορήματα που πέρασαν στην οθόνη. Πόσο πιστεύετε ότι επηρεάζει η εικόνα το κείμενο;

Άλλο η εικόνα, άλλο το κείμενο. Στο σινεμά είμαι ένας καλός μέσος θεατής, όμως πιστεύω περισσότερο στη δύναμη των λέξεων ως… παλαιός των ημερών.

Μπορεί μια ταινία να αποδώσει πλήρως τις σκέψεις και τους χαρακτήρες των ηρώων ενός βιβλίου;

Μπορεί, αν έχει ο σκηνοθέτης τη δυνατότητα και το ταλέντο να αναδείξει την ουσία του βιβλίου, έστω κι αν τσαλακώσει το αρχικό κείμενο. Φυσικά χρειάζεται και ικανός σεναριογράφος.

Είστε ευχαριστημένος από τις μέχρι τώρα αποδόσεις των έργων σας;

Η «Οικογένεια Μπες – Βγες» είναι μια υποδειγματική περίπτωση.

Η συγγραφή ενός βιβλίου είναι ένα ταξίδι με προορισμό. Ποιο θεωρείτε πιο σημαντικό;

Προορισμός του βιβλίου είναι να συγκινήσει, να αρέσει και να διαβαστεί. Όλα τα άλλα είναι σάλτσες. Μιλώ για μυθιστορήματα.

Ποιο βιβλίο άλλου συγγραφέα θα θέλατε να έχετε γράψει;

Τη νουβέλα του Τόμας Μαν, «Τόνιο Κρέγκερ».

Σε ποιόν λογοτέχνη βρίσκετε καταφύγιο;

Όταν ήμουν νέος, στους συγγραφείς της γενιάς του ’30 (Σημ. Ηλίας Βενέζης, Στρατής Μυριβίλης, Μ. Καραγάτσης κ.α.)

Βιβλία, θεατρικά έργα για παιδιά, ραδιόφωνο. Θα θέλατε κάποια στιγμή να ασχοληθείτε και με την τηλεόραση και αν ναι, σε τι είδους εκπομπή;

Ποτέ δε με φαντάστηκα στην τηλεόραση, να ανησυχώ για τον περιβόητο «τηλεοπτικό χρόνο» και να φλυαρώ με τον τρόμο της ακροαματικότητας, εκτιθέμενος σε ανούσια δημοφιλία.

Στην τρελή εποχή που ζούμε τι νομίζετε πως μπορεί – αν όχι να μας σώσει – να μας βοηθήσει να μπούμε σε ένα δρόμο ελπίδας και πραγματικής αυτοβελτίωσης;

Η πειθαρχία, που δε διαθέταμε ποτέ και η εφαρμογή των νόμων, που δε γίνεται λόγω ιδιοτελών τροποποιήσεων.

Τι σας θυμώνει στην ελληνική πραγματικότητα και πως το αντιμετωπίζετε;

Η αυθαιρεσία, η αναίδεια και η έλλειψη υποδειγματικών τιμωριών. Το θέμα αντιμετωπίζεται μόνο με πυροβολισμό, νομίζω.

Συχνά ακούμε πως «οι άνθρωποι του πνεύματος» πρέπει να αναλάβουν δράση, όμως ακόμη κι όταν το κάνουν κανείς δεν τους ακούει. Που νομίζετε πως οφείλεται αυτό το παράδοξο;

Οι άνθρωποι του πνεύματος για μένα συνοψίζονται στον εξής ένα και μοναδικό: το Μάνο Χατζιδάκι. Από κει και πέρα περισσεύει η γραφικότητα.

Αν μπορούσατε να αποκτήσετε μια υπερφυσική δύναμη ποια θα ήταν αυτή και πως θα τη χρησιμοποιούσατε;

Πάντα ήθελα να είμαι ο αόρατος άνθρωπος. Και για λόγους τάξης αλλά και για ηδονοβλεπτικούς λόγους.

Παγωτό σοκολάτα ή φράουλα;

Νομίζω πως έχω μια ροπή στη σοκολάτα.