Ο ηθοποιός και σκηνοθέτης Δημήτρης Γεωργαλάς, μιλά στο iart.gr

‘Φωτιά και Νερό’. Πες μας λίγα λόγια για το έργο και τον ρόλο σου.  

Το έργο με βρήκε, όπως τα περισσότερα πράγματα σε αυτήν την δουλειά, αναπάντεχα. Ήξερα άλλα έργα της Χρύσας Σπηλιώτη, όχι όμως το συγκεκριμένο κι όταν το διάβασα συγκινήθηκα ιδιαίτερα. Είναι πολύ δυνατό και μιλά για πράγματα που εξακολουθούν – δυστυχώς – να είναι σημερινά, όπως η διαμάχη Ανατολής – Δύσης, η θέση της γυναίκας μέσα στην οποιαδήποτε κοινωνία, που φοβάμαι πως είναι η ίδια, ο ανταγωνισμός και η κτητικότητα των ανδρών όλων των πολιτισμών και τελικά, μέσα από όλα αυτά, πόσο διαφορετικοί είμαστε ή πόσο ίδιοι; Ωραία θέματα, ωραία γραφή, με πολύ χιούμορ κι αυτό είναι το ωραίο, το κείμενο σε ‘υπονομεύει’, ενώ περνάς ευχάριστα κατά κάποιον τρόπο, γελάς πολύ. Σου ‘περνάει’  μικρόβια για να σκεφτείς μετά πολλά πράγματα, που μας αφορούν πάντα. Έτσι, είπα ναι αμέσως. Ο ρόλος είναι πάρα πολύ ωραίος, πολύ προκλητικός για μένα, πολύ δύσκολος. Πρόκειται για επόμενο στάδιο και μπήκα σε αυτό με πολύ κέφι και αγωνία. Ξέρεις, για τον ηθοποιό, – τουλάχιστον για μένα – είναι ωραίο να αισθάνεσαι αγωνία. Δείχνει ότι έχεις έναν καινούριο βαθμό δυσκολίας, ότι δεν το κάνεις απλά, με την έννοια ‘πάω να παίξω και θα φύγω’. Κάθε φορά έχω την αγωνία να γίνουν όλα όπως πρέπει, να προκύπτει ο ρόλος από μέσα μου, γιατί ποτέ δεν ξέρεις που θα σε πάει η κάθε παράσταση.  

Η ερμηνεία σου είναι απλά καταπληκτική.   

Είναι ρόλος μεγάλων απαιτήσεων κι αφορά έναν Άραβα, οπότε μαθαίνω αραβικά. Ο Σαΐντ με γοήτευσε, με πήρε μαζί του. Έπρεπε να μάθω κάποιες εκφράσεις που απαιτεί το κείμενο, οπότε συμβουλεύτηκα έναν δάσκαλο αραβικών. Τελειώνοντας ζήτησα να συνεχίσουμε. Δεν ξέρω μέχρι που θα φτάσω, είναι πολύ δύσκολη γλώσσα, τρομερά γοητευτική, αλλά αυτό που με έχει συναρπάσει είναι η αντίθετη θεώρηση των πραγμάτων. Η γραφή είναι από τα δεξιά προς τα αριστερά, το συντακτικό τους είναι αλλιώς, και ξέρεις, λόγω των σπουδών μου στη φιλοσοφική έχω το μικρόβιο. Η γλώσσα δείχνει τον τρόπο σκέψης ενός λαού, την κουλτούρα, την διάνοια του, το μυαλό του. Ήθελα λίγο να μπω στην φιλοσοφία της για να καταλάβω και έναν άλλον κόσμο, πέραν του δυτικού. Αν κάνεις Αγγλικά, Γαλλικά, Ισπανικά, οτιδήποτε, διαπιστώνεις πως όλες οι δυτικές γλώσσες, όσο κι αν διαφέρουν, έχουν κοινές ρίζες, μπορείς να επικοινωνήσεις. Η αραβική, όπως και όλες οι ανατολίτικες, είναι δομημένη τελείως διαφορετικά. Δύσκολο να το μάθεις, αλλά πολύ γοητευτικό ταξίδι.  

Ο Σαίντ έχει πολλές εναλλαγές.  

Έψαξα πολύ το ψυχολογικό του κομμάτι. Πάσχει από μετατραυματικό σοκ, έχει ζήσει έναν πόλεμο, έχει χάσει παιδιά, γυναίκα.. Δεν είναι κάτι εύκολο, ούτε μπορείς ως  ηθοποιός να πεις : ‘θα παίξω δραματικά’. Δεν τα αντιμετωπίζουμε έτσι αυτά τα πράγματα. Χάρηκα πολύ όταν έμαθα πως ήρθε ένας ψυχίατρος και είδε την παράσταση. Του άρεσε ο τρόπος που αντιμετωπίζουμε αυτήν την ‘ψυχασθένεια’ του ήρωα. Αυτό ήταν μεγάλο ‘μπράβο’ και επιβεβαίωση για μένα.  

Χτίζεις έναν χαρακτήρα που βάζει τον θεατή σε διάφορα στάδια. Πως αντιμετωπίζεις τις  εναλλαγές του ως ηθοποιός ; 

Προσωπικά είμαι από αυτούς που δεν ‘δίνουν’ αμέσως το αποτέλεσμα. Μαζεύω στοιχεία και αρχίζω σιγά – σιγά και συνθέτω, κατά κάποιον τρόπο. Προσπαθώ να κατανοήσω κάθε στάδιο του ρόλου. Μετά ενώνω αυτά τα στάδια για να δω και πως περνά από την μια κατάσταση στην άλλη. Αυτό είναι μεγάλο θέμα στο θέατρο. Πολλές φορές οι συγγραφείς, και μάλιστα οι καλοί – αυτό είναι λίγο αντιφατικό-, δεν δίνουν εύκολα ‘περάσματα’. Αυτοί που το κάνουν, συνήθως είναι και πιο φλύαροι και η φλυαρία δεν είναι καλή για το θέατρο. Η Χρύσα Σπηλιώτη δεν έδωσε αυτά τα περάσματα, οπότε πρέπει να τα φτιάξεις μόνος σου. Αυτό είναι καλό θέατρο. Κάποιος που σε πάει σιγά σιγά και σου δίνει το υλικό ‘μασημένο’ είναι φλύαρος. Συχνά, εξαιτίας αυτού, υπάρχουν τέτοια κενά στους ρόλους και αναρωτιέσαι πως θα πας από την μια κατάσταση στην άλλη. Αυτή είναι η δουλειά σου, να πας. Πως; Προσπαθώντας να κατανοήσεις και μετά να συνδέσεις τις διαχωριστικές γραμμές από τη μια φάση στην επόμενη. Επίσης, σε μια παράσταση βοηθάνε αυτά που δεν λέγονται, αυτά που δεν παίζονται, τα οποία είναι ένα άλλο κείμενο, από ‘κάτω’. Αν δεν υπάρχει, δεν μπορείς να παίξεις καλά στη σκηνή, μένεις στην επιφάνεια. Είναι δύσκολο.  

Ο Σαΐντ πονά πάρα πολύ. Θέλει να αποδείξει στον κόσμο γύρω του ότι αξίζει.  

Έτσι είναι. Αγάπησα πολύ τον ρόλο για αυτήν του την απόγνωση. Δεν αξίζει τον τρόπο που του έχουν φερθεί. Έχει έναν τεράστιο πολιτισμό πίσω του, ο οποίος επηρέασε και τον δυτικό πολιτισμό, σε πάρα πολλά πράγματα. Αλλά το κυριότερο, είναι άνθρωπος και αυτός. Είναι εδώ γιατί η χώρα του ζει έναν πόλεμο και κάπου έπρεπε να αναζητήσει καταφύγιο. Εξάλλου, το ίδιο έχουμε κάνει κι εμείς παλιότερα. Είναι έργο που με έκανε να βρεθώ στην ‘από κει όχθη’, να δω πως είναι τα πράγματα για αυτούς τους ανθρώπους. Γενικά ένας ηθοποιός οφείλει να βρίσκει τον τρόπο και τον λόγο να ερωτεύεται τους ρόλους που κάνει. Ακόμη κι αν είναι ο χειρότερος. Ο Σαΐντ είναι για μένα σα να διαβάζω έργο του Τσέχωφ. Μπορεί να είναι βίαιος μερικές φορές αλλά η ψυχή του είναι βούτυρο. Αξίζει να τον αγαπάς.    

Έχει να κάνει και με το κείμενο.  

Η Χρύσα γράφει πολύ ωραίο θέατρο. Είναι κρίμα που έφυγε τόσο νωρίς, είχε να δώσει πάρα πολλά πράγματα. Ήταν επίσης πολύ ωραία ηθοποιός, την είχα δει αρκετές φορές αν και δεν την γνώρισα ποτέ προσωπικά. Η γραφή της είναι έξυπνη θεατρικά. Ξέρει να γράφει θέατρο, τέλος. Μπλέκει πάρα πολύ ωραία το χιούμορ με την σοβαρότητα. Αυτό είναι ταλέντο, δεν γίνεται εύκολα. Έχω δοκιμάσει να γράψω, δεν μπορώ. Η δική της γραφή εκτός από έξυπνη είναι γρήγορη, – μεγάλο προσόν στο θέατρο – εύστοχη, περιεκτική. Να μην αναλύεις πολύ, να μην απαντάς, αλλά να θέτεις ερωτήματα κι αυτό κάνει στο ‘Φωτιά και Νερό’. Δεν δίνει καμία απάντηση. Ένα καλό έργο δεν προτείνει λύση, αφήνει ερωτηματικά. Η Τέχνη ρωτάει, δεν απαντά.  

 Τι ακούς από το κοινό;  

Πολύ ωραία πράγματα. Συγκινούνται όλοι, νιώθουν ένα ωστικό κύμα, σαν να τους χτυπά μια ωραία δύναμη. Περιμένουν να μας χαιρετήσουν, να μας μιλήσουν. Είναι πολύ ωραίο και δυνατό αυτό που παίρνουν, κι αυτό που παίρνουμε κι εμείς. Φαίνεται πως γίνεται κάτι όμορφο.  

Πιστεύεις πως έχουμε κάνει βήματα σαν κοινωνία να αποδεχτούμε το διαφορετικό;  

Λίγο ναι. Αλλά υπάρχει πολύς δρόμος ακόμη, δυστυχώς, πολλή άρνηση στα θετικά βήματα. Όμως υπάρχει και μια μεγάλη αντίδραση. Για παράδειγμα, τα γεγονότα της Θεσσαλονίκης. Τέτοια περιστατικά τα θεωρώ κινήσεις φοβισμένων ανθρώπων. Φοβούνται πως θα πάρουν τα ηνία κάποιοι που είναι μειονότητα ίσως. Πρόκειται για κινήσεις πανικού. Όταν το ζώο επιτίθεται, το κάνει επειδή φοβάται. Όταν βλέπεις τέτοιες επιθετικές συμπεριφορές, ασυνείδητα υπάρχει φόβος από πίσω, απειλή. Απειλούμαι από την μειονότητα άρα πρέπει να την πατάξω, να της επιτεθώ. Αυτό βλέπω.  


Το έργο πάντως δημιουργεί ένα άλλο επίπεδο στερεότυπου. Ο ‘ξένος’ είναι ο δυτικός.  

Η ιστορία αποδίδεται μέσα από τα μάτια της Ανατολής, του Σαΐντ. Η Χαγιάτ δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο. Κατά τη γνώμη μου, είναι σύμβολο. Ο ίδιος ο Πολιτισμός; Η ιδέα της Γυναίκας, της Φύσης; Και δυο που μάχονται ποιος θα την κερδίσει ενώ η ίδια επιβάλλεται ουσιαστικά, με την ηρεμία της. Είναι μια μορφή γαλήνια, πάρα πολύ ισορροπημένη και τελικά πολύ πιο δυνατή από τους άλλους δύο. Η Έλενα Τυρέα υποδύεται την Χαγιάτ και ο Στέλιος Καλαθάς είναι ο ‘ξένος’. Την σκηνοθεσία έχει κάνει ο Αυγουστίνος Ρεμούνδος, σκηνικά και κοστούμια η Τόνια Αβδελοπούλου, μουσική ο Νίκος Καρίμαλης ή Razastarr, η Αναστασία Γεωργαλά (συνονόματη, δεν έχουμε καμία συγγένεια!) επιμελήθηκε την κίνηση, τους φωτισμούς η Γέλενα Γκάγκιτς που ήταν και βοηθός σκηνοθέτη. Ο Γκόραν Γκάγκιτς έφτιαξε τα βίντεο. Το έργο παίζεται στο θέατρο Μικρό Γκλόρια κάθε Δευτέρα και Τρίτη, μέχρι τις 30 Απριλίου. Δεν είχα συνεργαστεί ξανά στο παρελθόν με κανέναν από την ομάδα, υπήρξε όμως πολύ ωραία χημεία από την αρχή. Είναι όλοι εξαιρετικοί. Είμαι ευτυχής γιατί ποτέ δεν μου έτυχε άσχημη συνεργασία.  

Πως αποφάσισες να ασχοληθείς με το θέατρο;  

Το ήθελα από μικρός. Ήταν η πρώτη μου επιθυμία, εκεί γύρω στα τέσσερα, πέντε χρόνια μου. Θυμάμαι πως αυτό ήθελα πάντα. Ασαφώς αλλά θυμάμαι. Η μίμηση με εξιτάριζε πάρα πολύ. Νομίζω πως ήταν ένα καταφύγιο, κάπως ένιωθα προστατευμένος μέσα σε αυτό. Τα παιδικά μου χρόνια δεν ήταν πολύ εύκολα οπότε μάλλον δημιουργήθηκε αυτή η ανάγκη από μέσα μου. Να πω εδώ πως δεν είχα δει παραστάσεις, κάτι που ίσως αποδεικνύει το πόσο έμφυτο είναι για τον άνθρωπο να μιμείται και να ‘οχυρώνεται’ πίσω από άλλες προσωπικότητες, να επινοεί καταστάσεις. Τα παιχνίδια μου ως παιδί ήταν ένας τεράστιος θεατρικός αυτοσχεδιασμός. Μεγαλώνοντας άρχιζα να βάζω και τους φίλους μου στο ‘παιχνίδι’, να τους στήνω, πως θα καθίσουν, τι θα πουν.. Σκηνοθετούσα δηλαδή. Έστηνα τα στρατιωτάκια μου όχι για να παίξω πόλεμο αλλά για περίεργες θεατρικές πράξεις. Έφτιαχνα τα φώτα, δοκίμαζα διάφορες  γωνίες, στο γραφειάκι που διάβαζα, που για μένα ήταν μια σκηνή. Αυτό ήθελα.  Όμως ξαφνικά αυτό σταμάτησε, αφήνοντας ένα τεράστιο κενό το οποίο γέμισε όταν ήρθε η σκηνοθεσία ξανά στη ζωή μου.. Πέρασα στη Φιλοσοφική, την τέλειωσα. Μου άρεσε πάρα πολύ, την αγάπησα, ήταν άλλωστε και η μόνη σχολή που δήλωσα. Όταν ήρθα στην Αθήνα, προσπάθησα να μάθω τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος για να γίνει ηθοποιός. Δεν ήξερα τίποτα, μόνο πως ήθελα να το κάνω και το έκανα. Όταν πέρασα στην Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, δεν το πίστευα. Ήταν μια μεγάλη έκπληξη και επιβεβαίωση ότι δεν έχω κάνει λάθος.   

 Ποια τα πρώτα σου βήματα;  

Τελείωσα τη Σχολή, πήγα φαντάρος και μετά έπαιξα στο ‘Υπηρέτης δυο αφεντάδων’ σε σκηνοθεσία Θέμη Μουμουλίδη. Ύστερα έκανε μια μεγάλη ακρόαση ο Κώστας Τσιάνος στο Θεσσαλικό Θέατρο για τους ‘Φοιτητές’ του Γρηγορίου Ξενόπουλου. Μου εμπιστεύτηκε τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Αυτή ήταν η δεύτερη μεγάλη επιβεβαίωση για μένα, με ξεχώρισε από ένα μεγάλο πλήθος συναδέλφων. Ανέβηκα στην Λάρισα για ένα χρόνο. Όταν τελείωσε η παράσταση γύρισα στην Αθήνα όπου με περίμενε ανώμαλη προσγείωση. Η σκληρή αυτή δουλειά έδειξε το  πραγματικό της πρόσωπο κι άρχισε ο αγώνας. Όμως αυτός ο αγώνας, τα δύσκολα χρόνια, με βοήθησαν να καταλάβω πως αυτό θα κάνω. Το αγαπάω και μέσα από τις δυσκολίες το αγάπησα ακόμη περισσότερο. Απογοητεύτηκα, υπήρξαν στιγμές που σκέφτηκα να τα παρατήσω αλλά αυτή ήταν μια ανυπόστατη σκέψη, χωρίς καμία δύναμη. Δεν το έκανα ποτέ. Μπορεί να δουλέψεις για μια ή δυο σαιζόν σε ένα νησί, κάτι που όλοι μας σχεδόν το έχουμε κάνει, αυτό όμως δεν σημαίνει πως αφήνεις τη δουλειά σου. Είναι απλά μια δουλειά που κατά καιρούς χρειάζεται να την ‘βοηθήσεις’ και με κάτι άλλο. Τώρα, ευτυχώς, ζω από αυτήν. Είμαι όμως πολύ συνειδητά σε αυτόν τον χώρο.  

Πέρα από πάρα πολύ καλός ηθοποιός είσαι και εξαιρετικός σκηνοθέτης. Ξεχωρίζω σίγουρα την ‘Μήδεια’ με την Τζούλη Σούμα και τον ‘Αγαμέμνονα’ του Γιάννη Ρίτσου.  

Ξεκίνησα να σκηνοθετώ με την Ε’ ραψωδία από την Οδύσσεια του Ομήρου, που έγινε στο Μικρό Θέατρο του Νέου Κόσμου. Η ιστορία ξεκίνησε με φίλους, όταν σκεφτήκαμε να κάνουμε ένα κείμενο. Ήταν η στιγμή που κάπως είχε ωριμάσει μέσα μου η ιδέα, γιατί το ήθελα χρόνια και δεν το τολμούσα. Ξεκίνησε πολύ δειλά αλλά είδα ξαφνικά πως άρχισα να σκέφτομαι αλλιώς κι αυτό μου άρεσε. Ένα κείμενο μου άνοιγε πόρτες και παράθυρα και με πήγαινε σε κάτι που λέγεται παράσταση. Οπότε εκεί πήρα ο ίδιος ένα credit από τον εαυτό μου και είπα ‘μου αρέσει και κάτι μπορώ να κάνω’. Σκηνοθεσία για μένα σημαίνει οπτική, σημαίνει πως έχω μια συγκεκριμένη αντίληψη για ένα κείμενο, όχι απλά το ‘στήνω’. Κείμενα που με αφορούν, όταν τα διαβάζω, μου ανοίγουν έναν κόσμο. Η πρόκληση είναι να μπορέσεις αυτόν τον κόσμο να τον κάνεις σαφή στον ηθοποιό που θα παίξει και στον θεατή. Να μεταδώσεις το όραμα, την δική σου οπτική, την δική σου ανάγνωση. Μάλλον τα καταφέρνω, μάλλον έχω μια μεταδοτικότητα, έτσι μου λένε και χαίρομαι για αυτό. Ίσως έχει σχέση και η Φιλοσοφική, αν δεν ήμουν ηθοποιός, θα ήμουν δάσκαλος. Μου αρέσει να μεταδίδω, πάρα πολύ. Με την σκηνοθεσία ‘συμπληρώθηκε’ το πράγμα. Το ανέβασμα της ραψωδίας δέχτηκε πολύ καλές κριτικές, την αγαπώ πολύ αυτήν την παράσταση. Προσπάθησα να την ξανακάνω αλλά δεν έχουν ευνοήσει οι συνθήκες. Τότε παίχτηκε μόνον για έναν μήνα. Μετά προέκυψε η ‘Μήδεια’ η οποία ήρθε από το πουθενά. Ο πολύ καλός μου φίλος Βασίλης Αποστολάτος, φωτιστής και σκηνογράφος, ζει στη Χάγη και με ενημέρωσε για ένα φεστιβάλ με θέμα την Μήδεια που θα γινόταν εκεί. Οι υπεύθυνοι ήθελαν και μια Μήδεια από την Ελλάδα. Κάναμε την σχετική πρόταση, την δέχτηκαν, δουλέψαμε εδώ και την πήγαμε εκεί, με την Μαριάνθη Σοντάκη στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Ενάμιση χρόνο μετά αποφασίσαμε να την κάνουμε και εδώ. Η διανομή άλλαξε, δεν μπορούσαν τα παιδιά, και Μήδεια ανέλαβε η Τζούλη Σούμα. Έκανα κι άλλες σκηνοθετικές δουλειές.  Μετά την ραψωδία ήρθε η ‘Φθορά’ του Δημήτρη Τσεκούρα. Και στην Πάτρα, αναλόγια για την Ελληνική Επανάσταση και μια πολύ ωραία παράσταση με τίτλο ‘Κάτοικος Πατρών’. Ανέβηκε από ερασιτεχνικό θίασο αλλά το αποτέλεσμα ήταν εξαιρετικό. Την ‘Έντα Γκάμπλερ’ και στην Πάτρα και εδώ. Μου αρέσει πολύ η σκηνοθεσία.  

Η ματιά σου πάνω στα κείμενα είναι ιδιαίτερη. Τα σέβεσαι απόλυτα αλλά έχεις την δυνατότητα, το ταλέντο να τα αποδίδεις τελείως διαφορετικά από ότι τα έχει ο θεατής στο μυαλό του.  

Αυτό κορυφώθηκε πολύ στη ‘Μήδεια’. Υπήρξαν άνθρωποι – και του χώρου – που είπαν πως κατάλαβαν πολύ καλύτερα την – καταπληκτική – μετάφραση του Χειμωνά που χρησιμοποίησα. Είναι έργο που λατρεύω από μικρός. Θεωρώ πως έχω εκπαιδευτεί στο να είναι ο Λόγος απόλυτα σεβαστός, σέβομαι τα κείμενα, αυτό το έμαθα στην Φιλοσοφική. Το αμέσως επόμενο μάθημα, έχει να κάνει με το ότι ο Λόγος πρέπει να είναι καθαρός – γιατί είναι η δίοδος – και μετά έρχεται η άποψη. Μπορούν να γίνουν επεμβάσεις, αλλά πρώτα πρέπει να δεις τι μπορείς να κάνεις με το ίδιο το κείμενο. Σαφώς μπορεί να βρεθούν αδυναμίες, φλυαρίες – επίτηδες σε πολλά παλαιότερα κείμενα, γιατί ενδεχομένως ήθελαν να αναλύσουν περισσότερο κάτι – και μπορείς να ‘κόψεις’, μπορείς να επέμβεις, είμαι υπέρ αυτού, αλλά μόνον μετά από μια βάσανο. Δεν μπορείς απλά να κόβεις. Προσωπικά, κατά έναν περίεργο τρόπο, η σκέψη μου πάνω στα κείμενα που διαβάζω ανοίγει ποιητικούς δρόμους. Μπλέκω λίγο τον ρεαλισμό με την ποίηση. Κάθε κείμενο που έχω σκηνοθετήσει είναι λίγο ή πολύ ποιητικό. Το μόνο καθαρό κείμενο πρόζας ήταν η ‘Εντα Γκάμπλερ’ κι εκεί όμως υπήρχαν τέτοιες στιγμές. Ήθελα να υπάρχουν πράγματα που ακουμπούσαν κάπως το επέκεινα.  

 Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να παίζεις και να σκηνοθετείς;  

 Πάρα πολύ δύσκολο. Οι πρόβες της ‘Έντα’ έγιναν με έναν βοηθό που έκανε τον ρόλο μου κι εγώ δούλευα πάνω του. Μετά μπήκα. Προσωπικά δεν θα μπορούσα να το κάνω αλλιώς. Το έκανα στη ‘Μήδεια’ της Χάγης, έπαιζα τον Κρέοντα. Βλέποντας μετά την μαγνητοσκόπηση, εντόπισα λάθη. Είπα στον εαυτό μου πως αν είναι να ξανακάνω κάτι τέτοιο, πρέπει να βρω μια συνθήκη που θα μου επιτρέπει να είμαι και  ‘απ΄έξω’, για να βλέπω. Αυτό έκανα στην ‘Έντα’. Συνεργαστήκαμε με έναν νέο ηθοποιό για το καλύτερο αποτέλεσμα. Αν ο Αλέξανδρος ήταν λίγο μεγαλύτερος σε ηλικία, όπως απαιτεί ο ρόλος, θα μπορούσε να ‘πάρει’ πάνω του κάποιες παραστάσεις. Ο στόχος ήταν να έχουμε τον ρόλο και οι δυο κι ο ένας να επεμβαίνει στον άλλον. Δεν μπορέσαμε σε αυτή την δουλειά αλλά με ενδιαφέρει πολύ σαν πείραμα, θα το έκανα. Προκύπτουν πράγματα κι έχω εμπιστοσύνη σε αυτά που φέρνει και παίρνει η ζωή. Αφήνομαι σε αυτό. Σαφώς έχω όνειρα και προσπαθώ να τα υλοποιήσω. Είναι δύσκολη εποχή, δεν βρίσκεις εύκολα την οικονομική στήριξη για να κάνεις αυτά που θέλεις. Βλέποντας και κάνοντας.  

Πληροφορίες για την παράσταση εδώ.