Γράφει η Άννα Παχή

Υπήρξε τρεις φορές Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Το κατά κόσμον  όνομά του, ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Γεννήθηκε το 1746 στη Δημητσάνα κι η οικογένειά του ήταν φτωχή.  Ο πατέρας του, Ιωάννης, δούλευε ως βοσκός.

Ο Γεώργιος, αφού έμαθε τα βασικά, πήγε στην Αθήνα να συνεχίσει τις σπουδές του. Δυο χρόνια αργότερα βρέθηκε στη Σμύρνη και σπούδασε στο ονομαστό Γυμνάσιο της πόλης.

Από μικρός έδειξε κλίση στη μοναχική ζωή κι έτσι, όταν επέστρεψε στις Στροφάδες χειροτονήθηκε στη Μονή Αγίου Διονυσίου, παίρνοντας το όνομα Γρηγόριος.  Τελειώνοντας τη θεολογία και τη φιλοσοφία στην Πατμιάδα Σχολή, γύρισε στη Σμύρνη. Η άνοδός του στην ιεραρχία ήταν σταθερή, φτάνοντας στο αξίωμα του πρωτοσύγκελου. Όλον αυτόν τον καιρό, αλληλογραφούσε με τον φίλο του επίσκοπο Μεθώνης Άνθιμο Καράκολο. Ο Άνθιμος προσπαθούσε να υποκινήσει εξεγέρσεις εναντίων των Τούρκων στην περιοχή και αναμείχθηκε στα ανεπιτυχή Ορλωφικά.

Όταν το 1785 εξελέγη Πατριάρχης ο Μητροπολίτης Σμύρνης Προκόπιος, ο Γρηγόριος χειροτονήθηκε Επίσκοπος κι ανέλαβε τη Σμύρνη. Έγινε γνωστός για την κοινωνική του δράση και υπήρξε πάντα δραστήριος,  κυρίως ως προς την παιδεία του ποιμνίου του, στην οποία έδινε εξαιρετική σημασία όλη του τη ζωή.

Έγινε Πατριάρχης, το 1797, εποχή που κυριαρχούσε το κήρυγμα του Ρήγα με το οποίο  καλούσε τον κόσμο σε εξέγερση. Ο Γρηγόριος φάνηκε συνετός. Δεν ενεπλάκη καθόλου. Ασχολήθηκε με την ανόρθωση της Εκκλησίας, ίδρυσε σχολεία καθώς και το Πατριαρχικό Τυπογραφείο. Αργότερα όμως, οργανώθηκε εκστρατεία με επικεφαλής τον ίδιο, και αφόριζε πρόσωπα όπως ο Ρήγας, που ήθελαν νεωτερισμούς.  Το πιθανότερο είναι απλά να υπάκουσε στις εντολές των Τούρκων, αυτοί ήταν που κανόνιζαν τους αφορισμούς, εξάλλου.

Όταν ο Μέγας Ναπολέων κατέλαβε τα Επτάνησα και κινήθηκε εναντίον Ρώσων και  Τούρκων,  ο Γρηγόριος κάλεσε με επιστολή τους κατοίκους να συνδράμουν υπέρ των Ρώσων, Τούρκων και Άγγλων. Υπάρχει μεγάλη πιθανότητα η επιστολή αυτή να γράφτηκε επίσης κατά παραγγελία των Τούρκων. Όταν οι Γάλλοι προσπάθησαν  να οργανώσουν εξέγερση στα παράλια της Ηπείρου, ο Γρηγόριος κατάφερε να πείσει τον σουλτάνο για το αντίθετο, σώζοντας την Αμβρακία από τον τουρκικό στρατό.

Ο θάνατος του Ρήγα, η ψυχρότητα των Ρώσων και η διαβολή από τους εχθρούς του, οδήγησαν τον Γρηγόριο σε εξορία. Χαρακτηρίστηκε βίαιος κι ανίκανος να κρατήσει τον λαό σε υποταγή. Βρέθηκε στη Χαλκηδόνα, στη Δράμα, στη Μονή Παναγιάς Εικοσιφοινίσσης και κατέληξε στη Μονή Ιβήρων του  Άγιου Όρους. Αντικατέστησε ρωσόφιλους με γαλλόφιλους Φαναριώτες, που κατάφεραν την επανεκλογή του ως Πατριάρχη, το 1806.

Με το ξέσπασμα του ρωσοτουρκικού πολέμου, ο σουλτάνος ζήτησε από τον Γρηγόριο να γράψει στους Έλληνες καλώντας τους υπέρ του σουλτάνου. Έτσι έγινε. Όταν έσκασε απροειδοποίητα ο αγγλικός στόλος στην Πόλη, ο Γρηγόριος βοήθησε στην κατασκευή οχυρωματικών έργων, πείθοντας πολλούς να τον ακολουθήσουν. Ο σουλτάνος τον γέμισε δώρα.

Όταν ο Ρώσος ναύαρχος Σενιάβιν, μαζί με τον Έλληνα Νικοτσάρα ξεκίνησαν επανάσταση, πάλι ο Γρηγόριος κάλεσε το ποίμνιό του να απέχει, πάλι κατά παραγγελία του σουλτάνου.  Στην Πόλη έγινε πραξικόπημα από Τούρκο αξιωματούχο κι ο Σελίμ βρέθηκε σε περιορισμό. Ένα μήνα μετά, Γαλλία και Ρωσία τα βρίσκουν. Ρώσοι εμφανίζονται στον Όλυμπο για νέα εξέγερση υπό τον παπά Ευθύμιο Βλαχάβα. Ο Γρηγόριος με γράμμα τον κάλεσε να σταματήσει κι έτσι έγινε. Ο Βλαχάβας όμως προδόθηκε, συνελήφθη από τον Αλή Πασά, βασανίστηκε και θανατώθηκε. (Του έσπασαν όλα τα κόκαλα και τον έκοψαν σε τέσσερα κομμάτια τα οποία κρέμασαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για παραδειγματισμό). Ο Γρηγόριος  δεν επηρεάστηκε από το γενικότερο κλίμα και συνέχισε τη δράση του. Μέριμνα των οικονομικών του Πατριαρχείου, κοινωνική φιλανθρωπία, οργάνωση της μοναχικής ζωής και κυρίως, παιδεία.

Μετά από νέο πραξικόπημα στην Πόλη, παραιτήθηκε. Αποσύρθηκε πάλι στο Άγιο Όρος. Μαθαίνοντας για την Φιλική Εταιρεία από τον Ιωάννη Φαρμάκη, ενθουσιάζεται προσωπικά αλλά έχει επιφυλάξεις που αφορούσαν την ασφάλεια του γένους. Είπε στον Φαρμάκη «εμένα μ’ έχετε που μ’ έχετε», θεώρησε όμως επικίνδυνο να σχετιστεί επίσημα το όνομά του με την Εταιρεία. Εκδήλωσε επίσης ανησυχία λέγοντας «να προσέξωσι πολύ οι Εταίροι, μήπως βλάψωσιν αντί να ωφελήσωσι την Ελλάδα».

Το 1819 ξαναγίνεται Πατριάρχης. Ίδρυσε φιλανθρωπικό ίδρυμα, βοήθησε τους οικονομικά ασθενείς και συνέδραμε ώστε να απελευθερωθούν όσοι βρέθηκαν στη φυλακή για χρέη, ενίσχυσε τα νοσοκομεία. Πάντα αντιδιαφωτιστής, με εγκύκλιό του έκλεισαν «επικίνδυνα» ιδρύματα  όπως οι Σχολές της Σμύρνης, των Κυδωνιών, της Χίου και της Μυτιλήνης. Πάντως, οι Φιλικοί χρησιμοποιούσαν το όνομά του για να χτίσουν ‘Σχολή’, εννοώντας την επανάσταση. Ο Γρηγόριος δεν έγινε ποτέ μέλος, ποτέ όμως δεν πρόδωσε τη Φιλική Εταιρεία.

Όταν ξέσπασε η επανάσταση του Υψηλάντη στη Βλαχία, αναγκάστηκε να εκδώσει αφορισμό αποκηρύσσοντας την κι άλλον έναν για τους χριστιανούς της αυτοκρατορίας. Λόγω πιέσεων, ο σουλτάνος εξέδωσε διαταγή για γενική σφαγή των Ελλήνων της Πόλης. Ο Γρηγόριος αρνήθηκε να την εκδώσει και τιμωρήθηκε με θάνατο. Παρά τις εκκλήσεις, δεν προσπάθησε να δραπετεύσει.

Στις 10 Απριλίου 1821, ανήμερα του Πάσχα, απαγχονίζεται στην πύλη του Πατριαρχείου, όπου η σορός του παρέμεινε επί τρεις ημέρες να διαπομπεύεται από τον όχλο. Κατόπιν, τρεις Εβραίοι  αγόρασαν το πτώμα του, το περιέφεραν στους δρόμους και το έριξαν στον Κεράτιο κόλπο. Ο  πλοίαρχος  Νικόλαος Σκλάβος βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε στην Οδησσό, όπου και ετάφη στον ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδος. Το γεγονός πήρε μεγάλη διάσταση.  Ο τσάρος Αλέξανδρος διέταξε επίσημη και μεγαλοπρεπή κηδεία, δηλώνοντας το ενδιαφέρον του. Τον συγκλονιστικό επικήδειο λόγο εκφώνησε ο ιεροκήρυκας Κωνσταντίνος Οικονόμος, και μεταφράστηκε στα Ρωσικά προκαλώντας αίσθηση στην Αγία Πετρούπολη. Για τους Έλληνες, ο ατιμωτικός του θάνατος έγινε σύμβολο και λάβαρο.

Το σκήνωμα του Πατριάρχη μεταφέρθηκε τιμητικά στην Αθήνα, 50 χρόνια μετά, κι έκτοτε φυλάσσεται σε μαρμάρινη λάρνακα στο Μητροπολιτικό Ναό Αθηνών.

Αναγνωρίσθηκε ως εθνομάρτυρας και άγιος από την Ορθόδοξη Εκκλησία. Τιμάται στις 10 Απριλίου.

Η κεντρική πύλη του Πατριαρχείου, όπου απαγχονίστηκε ο Γρηγόριος Ε΄, παραμένει  σφραγισμένη, σε ένδειξη τιμής. Στο Πατριαρχείο εισέρχεται κανείς μόνο από τις πλάγιες πύλες.