Με τη χώρα της Cocagne[1] ξεκινά μια σειρά από δέκα σύντομα κείμενα που θα φιλοξενούνται σε αυτόν τον ιστότοπο και θα έχουν ως θέμα τους τη διατροφή στον Μεσαίωνα. Εδώ και κάποιες δεκαετίες οι ιστορικοί δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη μελέτη της διατροφικής κουλτούρας της εποχής αυτής. Η ιστορία είναι επιστήμη που έχει ανάγκη να τεκμηριώνει όσα αφηγείται με βάση τα αρχειακά έγγραφα και τις γραπτές πηγές ή τα ευρήματα μιας αρχαιολογικής ανασκαφής. Αλλά η ιστορία έχει ένα «μειονέκτημα»: δεν είναι σε θέση να ανασυνθέσει τις ανθρώπινες αισθήσεις, όπως η όραση, η όσφρηση και η γεύση. Επομένως, για να μπορέσει να αφηγηθεί κανείς τέτοιες ιστορίες επιστρατεύει τη «φαντασία»· μια χρήσιμη «αίσθηση» για να κατανοήσουμε μη αισθητές πτυχές της ιστορίας.

Ο Μεσαίωνας χαρακτηρίστηκε από την αγροτική οικονομία και οι εκτάσεις γης δεν αποτελούν απλά τοπίο, το οποίο απολαμβάνει ποικιλότροπα ο μεσαιωνικός άνθρωπος, αλλά χώρο που προσφέρει την τροφή, την επιβίωση. Έτσι, όταν ήδη από τον 8ο αιώνα η Ευρώπη γνώρισε αρκετές επισιτιστικές κρίσεις (και επειδή ο άνθρωπος αποζητά συνήθως περισσότερα από εκείνα που μπορεί να του προσφερθούν), η έλλειψη «αφθονίας» τροφοδότησε τη φαντασία. Μια ιστορία που εντάσσεται στο φαντασιακό του «σκοτεινού» Μεσαίωνα (έτσι όπως λανθασμένα χαρακτηρίζεται ακόμη και σήμερα αυτή η εποχή) υπήρξε η ουτοπική χώρα της Cocagne. Πρόκειται για «ευτράπελο παραμύθι» (fabliau) του 13ου αιώνα γραμμένο σε στίχους που περιγράφει το ταξίδι που αναγκάστηκε να πραγματοποιήσει προς μια φανταστική χώρα με εντολή του Πάπα ο ανώνυμος συγγραφέας.

Ο Μεσαίωνας ως πραγματικότητα διαθέτει απλά και βασικά μέσα για την παραγωγή της τροφής και επομένως απαιτείται ο ανθρώπινος μόχθος για να μπορέσει να καρποφορήσει η γη. Αυτό απαιτείται ήδη από παλαιότερες εποχές, αν θυμηθούμε τα λόγια του αποστόλου Παύλου ο οποίος στην προς τους Θεσσαλονικείς δεύτερη επιστολή του (κεφ. γ΄ 8-10) αναφέρει ότι:

οὐδὲ δωρεὰν ἄρτον ἐφάγομεν παρά τινος, ἀλλ᾽ ἐν κόπῳ καὶ μόχθῳ, νύκτα καὶ ἡμέραν ἐργαζόμενοι, πρὸς τὸ μὴ ἐπιβαρῆσαί τινα ὑμῶν· Οὐχ ὅτι οὐκ ἔχομεν ἐξουσίαν, ἀλλ᾽ ἵνα ἑαυτοὺς τύπον δῶμεν ὑμῖν εἰς τὸ μιμεῖσθαι ἡμᾶς. Καὶ γὰρ ὅτε ἦμεν πρὸς ὑμᾶς, τοῦτο παρηγγέλλομεν ὑμῖν, ὅτι εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ ἐσθιέτω.

 

Όμως, η χώρα της Cocagne λέγεται πως είναι ευλογημένη από τον Θεό και τους αγίους ακόμη κι αν εκεί κανείς δεν εργάζεται· αντίθετα, επικρατεί η ιδέα πως όσο περισσότερο κοιμάσαι, τόσα περισσότερα χρήματα κερδίζεις – κι όποιος κοιμάται μέχρι το μεσημέρι κερδίζει ακόμη περισσότερα χρήματα! Στη γη της αφθονίας[2] το Πάσχα γιορτάζεται τέσσερις φορές, τα Χριστούγεννα επίσης. Τέσσερις φορές γιορτάζεται το Καρναβάλι – όπως και άλλες γιορτές, ενώ η Σαρακοστή με τη νηστεία και τους κανόνες εγκράτειας υπάρχει μόνο κάθε είκοσι χρόνια. Εκεί, δεν υπάρχουν απαγορεύσεις· αντίθετα, καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι επιθυμεί και κανένας δεν έχει δικαίωμα να απαγορεύσει κάτι σε άλλον! Ράφτες και υποδηματοποιοί μοιράζουν υπέροχα ρούχα και παπούτσια στον κόσμο. Στη χώρα της Cocagne το κλίμα είναι βροχερό· τρεις ημέρες κάθε εβδομάδα βρέχει! Δεν βρέχει, όμως, νερό αλλά ζεστό φαγητό…

Η σαρκική απόλαυση δεν θα μπορούσε να απουσιάζει από την Cocagne! Αλλά και οι διατροφικές συνήθειες αποτελούν μια ανάλογη απόλαυση που κάθε άνθρωπος επιθυμεί να βιώνει. Και η φανταστική χώρα αυτή προσφέρει κάθε λογής γευστικές απολαύσεις: Τα σπίτια έχουν τοίχους φτιαγμένους από διάφορα ψάρια, ενώ τα πατώματα στο εσωτερικό τους είναι από λουκάνικα και οι στέγες καλυμμένες με προσούτο. Τα χωράφια έχουν φράχτες από κρέας· στους δρόμους χήνες παχουλές ψήνονται μόνες τους, ενώ μια σάλτσα με σκόρδο βρίσκεται πάντα δίπλα τους. Παρατηρούμε πως δεν συναντά κανείς λαχανικά και φρούτα. Στην ουτοπία αυτή κυριαρχεί το κρέας (είτε είναι ψητό, είτε βραστό) και ιδιαίτερα το ελάφι, αλλά και πουλερικά, ψάρια, παστά κρέατα… Υπάρχουν, όμως και ποτάμια, ποτάμια στα οποία φυσικά ρέει άφθονο λευκό και κόκκινο κρασί άριστης ποιότητας, το οποίο μπορεί κανείς να πιεί με τις κούπες που βρίσκονται στις όχθες. Όλοι είναι ελεύθεροι να καθίσουν στα τραπέζια με τα λευκά τραπεζομάντηλα που βρίσκονται στα μονοπάτια και στους δρόμους και να καταναλώσουν όση τροφή επιθυμούν. Και το καλύτερο από όλα είναι πως κανείς, μα κανείς ποτέ δεν οφείλει να πληρώσει!

Η χώρα της Cocagne ως θεματολογία ενέπνευσε και άλλους συγγραφείς του Μεσαίωνα, όπως ο φημισμένος «παραμυθάς» Βοκκάκιος ο οποίος επίσης αναφέρεται σε έναν τόπο στον οποίο αφθονούν οι απολαύσεις. Με μια διαφορά: στη δική του εκδοχή δεν κυριαρχεί το κρέας ως είδος που αφθονεί, αλλά το τυρί το οποίο είναι συχνά στην κοινωνία του Μεσαίωνα το υποκατάστατο του κρέατος επειδή προσφέρει εξίσου πρωτεΐνη και λιπαρά. Έτσι, στη χώρα που ονομάζει Μπενγκόντι (Bengodi), υπάρχει ένα βουνό φτιαγμένο από τυρί παρμιτζάνο. Στην κορυφή του βρίσκεται μια χύτρα μέσα στην οποία βράζουν διαρκώς ζυμαρικά («μακερόνι» και «ραβιόλι») που τελειωμό δεν έχουν. Και δεν βράζουν απλά σε νερό, αλλά μέσα σε πλούσιο ζωμό από καπόνι. Όταν είναι έτοιμα, ξεπηδούν από τη χύτρα και κυλούν στις πλαγιές του βουνού παρασέρνοντας μαζί τους κομμάτια από το τυρί. Και όταν φτάσουν στη βάση, είναι διαθέσιμα για να καταναλωθούν από όποιον το επιθυμεί. Και όπως αναφέρει ο καθηγητής Μάσιμο Μοντανάρι, τέλος, ο Βοκκάκιος, κάνει λόγο για ζυμαρικά επειδή αυτά έχουν ενσωματωθεί στη διατροφική κουλτούρα της Ιταλίας ήδη από τον 14ο αιώνα.

Ενέπνευσε, όμως, και καλλιτέχνες που δημιούργησαν σε μεταγενέστερες εποχές, όπως ο Bruegel που ζωγράφισε τον 16ο αιώνα την ουτοπική αυτή «πραγματικότητα». Στον πίνακά του, ο ζωγράφος αναπαριστά ξαπλωμένους ανθρώπους, χορτασμένους και κουρασμένους από το υπερβολικό φαγητό να κοιμούνται στη σκιά ενός ιστού με τα εδέσματα και γύρω το σουρεαλιστικό σκηνικό: οι πίτες στη σκεπή, το γουρούνι που χρησιμοποιεί μόνο του το μαχαίρι στην ίδια του την πλάτη!

Στη χώρα αυτή αναφέρθηκε και ο διάσημος Βενετός θεατρικός συγγραφέας, Carlo Goldoni (1707-17) ο οποίος συνέγραψε το λιμπρέτο με τίτλο Il paese della Cuccagna που μελοποίησε ο Baldassare Galuppi. Το έργο παρουσιάστηκε στην πόλη του Αγίου Μάρκου το 1750. Αλλά δεν είναι μόνο η τέχνη που αναζητά τη γη της αφθονίας: η χώρα αυτή του παραμυθιού εγγράφηκε επίσης στην παράδοση, στο φολκλόρ με τη μορφή παιχνιδιού που ονομάστηκε ιστός της Cocaigne: στην κορυφή του κονταριού βρίσκεται το έπαθλο – τί άλλο παρά κάποιο έδεσμα – και όποιος κατορθώσει να ανέβει στον ιστό και να το φτάσει, δικαιούται και να το γευτεί.

Η χώρα της Cocagne – τόσο στην πρωτότυπη της μορφή όσο και στο αφήγημα του φλωρεντινού λογοτέχνη – αντιπροσωπεύει την ουτοπία που αναζητούσαν οι άνθρωποι που βίωναν μια όχι ιδιαίτερα ευνοϊκή πραγματικότητα, ιδιαίτερα αν συγκρίνουμε τις παλαιότερες εποχές με τη δική μας. Μια χώρα στην οποία η πείνα δίνει τη θέση της στην υπέρμετρη αφθονία, μια χώρα όπου δεν κυριαρχούν οι κανόνες και οι νόμοι και όπου οι επιθυμίες γίνονται πραγματικότητα.

 

[1] Διατηρείται ο γαλλικός όρος αφού γαλλικό είναι και το πρωτότυπο κείμενο του 13ου αιώνα. Απαντά, ωστόσο, ως Cuccagna στην ιταλική γλώσσα, Cokaygne στην αγγλική.

[2] Δανείζομαι τον τίτλο από το Jacques Le Goff, Ηρωες και θαυμαστά του Μεσαίωνα, μετάφραση Νίκος Γκοτσίνας, Κέδρος, Αθήνα, σσ. 110-119.

[1] Για τη χρήση της εικόνας και τα δικαιώματα: https://en.wikipedia.org/wiki/The_Land_of_Cockaigne_(Bruegel) και https://commons.wikimedia.org/wiki/File:Pieter_Bruegel_d._%C3%84._037.jpg

Αναγνώσματα

  • Massimo Montanari, I racconti della Tavola, Ρώμη-Μπάρι
  • Hilário Franco Júnior, Histoire d’un pays imaginaire, Παρίσι 2013.
  • Jacques Le Goff, «L’utopie médiévale : Le pays de Cocagne», Revue européenne des sciences sociales, τ. 27, no 85, 1989, σσ. 277-286.