Γράφει η Άννα Παχή

Η χιλιόχρονη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, λοιδορήθηκε για πολύ καιρό. Ειδικά ο Κλήρος, καλλιέργησε την νοοτροπία πως ο τουρκικός ζυγός στάλθηκε από το Θεό, ως τιμωρία για τις ακολασίες της. Με τη βοήθεια της συντριπτικής πλειοψηφίας του, ο ελληνικός λαός έσκυψε το κεφάλι για τετρακόσια χρόνια. Φυσικά υπήρχαν πάντα εστίες αντίστασης, αλλά μόνον εστίες. Με την πάροδο των ετών, η Βυζαντινή Ιστορία άρχισε να αναθεωρείται, να αποκαθίσταται η αλήθεια της. Ναι, πολλοί βυζαντινοί αυτοκράτορες ήταν κακοί. Πολλοί ήταν καλοί. Ειδικά σε σχέση με τη Δύση, ή την Ανατολή, σε πολλές περιπτώσεις ήταν σαφώς καλύτεροι. Κι όλοι τους έδρασαν έχοντας ως κέντρο την Πόλη..

Από την ίδρυσή της, το 330 μ.Χ.  η Κωνσταντινούπολη ενέπνευσε μεγάλα πάθη. Είχε ομορφιά, στρατηγική θέση, πλούτο, πολιτισμό, εξουσία, δύναμη. Η λαμπρότητά της ξεπερνούσε κατά πολύ τις πόλεις του τότε κόσμου, κι έτσι παρέμεινε μέχρι το τέλος της.

Χτίστηκε αρχικά με το όνομα Βυζάντιο, κάπου στα 667 π.Χ. από τον Βύζαντα των Μεγάρων. Αργότερα, το 197 μετά Χριστόν πια, ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Σεπτίμιος Σεβήρος, της άλλαξε όνομα, προς τιμήν του γιου του Αντώνιου. Ήταν όμως ο Κωνσταντίνος, το 330 μ.Χ. εκείνος που την έκανε αυτό που είναι. Ως Τετράρχης της Ρώμης, αντιλήφθηκε την πλεονεκτική της θέση. Την γέμισε επιβλητικά κτίρια, δημόσιου κυρίως χαρακτήρα, έργα τέχνης, κι εγκαταστάθηκε εκεί, δίνοντάς της με νόμο, το όνομα Νέα Ρώμη. Ουσιαστικά ήταν η πόλη του, έτσι, στο συλλογικό συνειδητό και ασυνείδητο κατοχυρώθηκε ως Κωνσταντινούπολη.

Την προστατεύουν οι εφτά λόφοι που βρίσκονται γύρω της. Έχει χτιστεί στις δυο πλευρές του Κεράτιου κόλπου, νότια του Βοσπόρου, του πορθμού που συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα με τη θάλασσα του Μαρμαρά. Βρίσκεται ταυτόχρονα σε Ανατολή και Δύση, κάτι που της έφερε πολλά βάσανα, όσο κι αν θαυμάστηκε για τον ίδιο λόγο. Έζησε τη Ρωμαϊκή, τη Βυζαντινή, τη Λατινική και τέλος την Οθωμανική αυτοκρατορία. Τις είδε να ακμάζουν και να πέφτουν, πάντα με την ίδια ως θύμα.

Κάθε ηγεμόνας που σεβόταν τον εαυτό του πόθησε να κυριεύσει την Κωνσταντινούπολη. Οι Σταυροφόροι, ήταν οι πρώτοι που την κατέλαβαν, το 1204, με πρόφαση την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β’ στο θρόνο της. Μέχρι το 1261 που την ανακατέλαβε ο Μιχαήλ Η’ Παλαιολόγος, οι δυτικοί έκλεψαν ότι μπόρεσαν, κατάστρεψαν ότι δεν μπορούσαν να μεταφέρουν και λεηλάτησαν την Πόλη με τρόπο κάθε άλλο παρά ‘πολιτισμένο’. Ίσως για αυτό οι κάτοικοί της στο τέλος προτιμούσαν τους άπιστους οθωμανούς. Από τον αλλόθρησκο περιμένεις τα αίσχη, από τον ομόθρησκο όχι.

Από τα μέσα του 14ου αι. οι Οθωμανοί είχαν καταλάβει ολόκληρη τη Μ. Ασία. Η βυζαντινή αυτοκρατορία είχε πια περιοριστεί στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη και το Δεσποτάτο του Μωρέως. Οι Οθωμανοί όμως ήθελαν την Πόλη, τελεία και παύλα. Μετά την νίκη της Καλλίπολης, το 1354, η προέλασή τους  ήταν ραγδαία και σχεδόν συνεχής.

Οι Παλαιολόγοι προσπάθησαν να βρουν συμμάχους, μέσω της ένωσης των δυο Εκκλησιών. Η υποταγή της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Καθολική, ήταν η απαραίτητη προϋπόθεση για να έρθει βοήθεια. Ο Ιωάννης Ε’ υπέκυψε στον πάπα για να σώσει ότι είχε απομείνει, η ορθόδοξη εκκλησία όμως δεν τον ακολούθησε κι έτσι, η προσπάθειά του απέτυχε παταγωδώς. Εκτός αυτού, προέκυψαν δυναστικά προβλήματα στην αυτοκρατορική οικογένεια, με αποτέλεσμα να εμπλακούν όλοι σε πολιτικές ίντριγκες με τους δυτικούς και να ηττηθούν ολοκληρωτικά, με όλους τους τρόπους…

Οι Σέρβοι που προσπάθησαν να ανακόψουν τους Τούρκους στο Κοσσυφοπέδιο, ηττήθηκαν κατά κράτος. Ο σουλτάνος Βαγιαζίτ τους υπερφαλάγγισε. Κατέλαβε τουρκικά εμιράτα, έδιωξε τους βυζαντινούς από τη Φιλαδέλφεια της Ασίας, κατέλυσε το βουλγαρικό κράτος, κατέλαβε τη Θεσσαλία, τη Θράκη ενώ πολιόρκησε και την Κωνσταντινούπολη. Όταν έφυγε, η Πόλη ήταν σχεδόν εντελώς κατεστραμμένη.

Οι Δυτικοί θορυβήθηκαν από τις επιτυχίες του και ξεκίνησαν νέα σταυροφορία. Στη μάχη της Νικόπολης νικήθηκαν παντελώς. Την κατάσταση έσωσε ο Μογγόλος Ταμερλάνος που νίκησε το Βαγιαζίτ σε μάχη κοντά στην Άγκυρα. Έληξε η πολιορκία της Πόλης και κυρίως, το οθωμανικό κράτος διασπάστηκε σε μικρές ηγεμονίες.

Οι έξι γιοί του Βαγιαζίτ έριζαν για την πρωτοκαθεδρία. Ο Σουλεϊμάν υπέγραψε σύμφωνο ειρήνης με το Βυζάντιο και στράφηκε στην Ασία για να ξαναφτιάξει το κράτος του πατέρα του. Το Βυζάντιο πήρε μια ανάσα.

Οι απόγονοι του Βαγιαζίτ συνέχισαν τις έριδες και στο τέλος επικράτησε ο Μωάμεθ Α’ που οδήγησε ξανά τους τούρκους στη δόξα. Εξουδετέρωσε τους εχθρούς κι αποκατέστησε την τάξη. Με το Βυζάντιο κράτησε καλές σχέσεις καθώς δεν ένιωθε έτοιμος για εχθροπραξίες.

Στη συνέχεια ανέλαβε ο Μουράτ Β’ και με τη βοήθεια της Γένοβας, πολιόρκησε κι εκείνος την Κωνσταντινούπολη, τον έδιωξε όμως ο Μανουήλ Β’. Ο Μουράτ συνέχισε τις εχθροπραξίες.  Ο αυτοκράτορας στράφηκε για βοήθεια στη Δύση και με τη συνθήκη της Συνόδου της Φερράρας – Φλωρεντίας ενώθηκαν οι δυο εκκλησίες. Όμως, ο κόσμος της  Κωνσταντινούπολης απέρριψε την ένωση.  Ακολούθησαν σταυροφορίες, πόλεμοι και συγκρούσεις. Στη μάχη της Βάρνα (1444) ο Μουράτ διέλυσε τους σταυροφόρους, κι έτσι οι δυτικοί συνειδητοποίησαν πως δεν μπορούσαν να ανακόψουν τους οθωμανούς.

Ο Μουράτ παρέδωσε το θρόνο στο γιό του, Μωάμεθ Β’ που τον έχασε λόγω πραξικοπήματος κι ο Μουράτ επανήρθε. Εκστράτευσε στην Πελοπόννησο και νίκησε.

Σχεδόν σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας Μωάμεθ Β’ και Μουράτ, βαλκανικοί συνασπισμοί, δυτικές σταυροφορίες και δυτικοί ηγεμόνες πρόβαλλαν αντίσταση. Το Βυζάντιο, πέρα από την προσπάθεια της ένωσης των εκκλησιών και κάποιες διπλωματικές ενέργειες δεν έκανε πολλά πράγματα. Το μόνο που έγινε, ήταν να καθυστερήσει το αναπόφευκτο.

Φτάνουμε σιγά – σιγά στο τέλος.

Αυτοκράτορας είναι ο Κωνσταντίνος ΙΑ’ Παλαιολόγος και σουλτάνος ο Μωάμεθ ο Β. Ο Μωάμεθ αρχικά υπήρξε συγκαταβατικός, αλλά όταν αμφισβήτησαν τη διαδοχή του, ξεκίνησε την πολλοστή πολιορκία της Πόλης, αποκόπτοντάς την το 1452 από τη θάλασσα. Λίγο αργότερα, ο Κωνσταντίνος έκλεισε τα τείχη. Ο σουλτάνος τακτοποίησε τα εσωτερικά του κι αφοσιώθηκε πλήρως στην κατάκτηση του στόχου του. Είχε τους ανάλογους πόρους, οπότε, απλά περίμενε.

Ο Κωνσταντίνος προσπάθησε εκ νέου να ενώσει τις ρημάδες τις εκκλησίες, προκειμένου να βοηθηθεί από τη Δύση. Ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης όμως θυμόταν πολύ καλά τι είχε γίνει στην Άλωση του 1204 κι υπήρχαν και διαφορές δόγματος, που ούτε καν ο φόβος των Οθωμανών δε μπορούσε να γεφυρώσει. Επικεφαλής των ανθενωτικών ήταν ο Γεώργιος Σχολάριος Γεννάδιος, σημαντική προσωπικότητα, που μετά την Άλωση έγινε πατριάρχης. Τα συμπεράσματα δικά σας.

Οι Παλαιολόγοι προσπάθησαν να αναστήσουν το ρημαγμένο κορμί της Πόλης και της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής τους αυτοκρατορίας. Δεν τα κατάφεραν. Το χρεοκοπημένο βασίλειο, ο διχασμός του λαού (σε σχέση με το Σχίσμα των Εκκλησιών όπου ο Κλήρος έπαιζε ξύλο για το αλάθητο του Πάπα κυριολεκτικά και μεταφορικά), η άρνηση της Δύσης για βοήθεια, καθώς και η άνοδος των Οθωμανών, δεν επέτρεψαν την ανάκαμψη.

Ο Μωάμεθ Β’ συγκέντρωσε τον τεράστιο για την εποχή στρατό των 100 με 150 χιλιάδων ανδρών, στρατολογώντας όποιον μπορούσε να πληρώσει (και ήταν πολλοί). Μετέφερε τα καράβια του μέσω στεριάς, για να κυκλώσει τον βυζαντινό στόλο. Προσέλαβε τον Orban, Ούγγρο χύτη μετάλλων που έφτιαξε την φονική Μπομπάρδα, ένα κανόνι μήκους εννέα μέτρων, η βολή του οποίου άνοιγε κρατήρα διαμέτρου διακοσίων μέτρων. Αντιλαμβάνεσθε τι σημαίνει αυτό.. Ο Orban είχε δεχτεί προσφορά και από τον Κωνσταντίνο,  ο Τούρκος σουλτάνος όμως έδινε περισσότερα. Για να είναι εντάξει με τον εαυτό του, ο Μωάμεθ Β’ είχε ζητήσει την παράδοση της Πόλης. Η απάντηση του αυτοκράτορα  “Η Πόλη δεν είναι δική μου για να σου τη δώσω” τον παραξένεψε. Όταν θα την έπαιρνε, η Πόλη θα ήταν δική του, κανενός άλλου…

Εντός της Κωνσταντινούπολης, η κατάσταση ήταν τραγική. Από τη μια, όσοι ήθελαν την ένωση με την Δύση, από την άλλη, εκείνοι που δεν την ήθελαν. Από δω, εκείνοι που έβλεπαν το κακό να έρχεται και προσπαθούσαν να σώσουν την κατάσταση, από κει, εκείνοι που ζούσαν στον μικρόκοσμό τους. Μέσα σε όλα αυτά, ο Κωνσταντίνος έκανε τα πάντα να σώσει ότι είχε μείνει. Προσπάθησε να παντρευτεί, για να αποκτήσει στρατό μαζί με προίκα. Καμιά δεν τον ήθελε. Δέχτηκε να τελεστεί κοινή λειτουργία ορθόδοξων και καθολικών, μήπως και κατάφερνε να λάβει μια – οποιαδήποτε – στρατιωτική βοήθεια. Τίποτα. Απλώς πήρε πάνω του το ανάθεμα των φανατικών ορθόδοξων που προτιμούσαν “το τουρκικό σαρίκι παρά την παπική καλύπτρα”. Κάθε φορά που ο Κωνσταντίνος σκεφτόταν εκείνη την ημέρα, 12 Δεκεμβρίου του 1452, ανήμερα του Αγίου Σπυρίδωνα, ακουγόταν στα αυτιά του ο εκκωφαντικός ήχος από τα κατσαρολικά που χτυπούσαν απέξω οι πολίτες της Κωνσταντινούπολης. Η Αγία Σοφία σφραγίστηκε τότε ως μολυσμένη.. Άνοιξε μόνον την παραμονή της Άλωσης, για να προσευχηθούν οι πιστοί και να ζητήσει συγγνώμη ο αυτοκράτορας που δεν κατάφερε να σώσει την Πόλη.

Η Κωνσταντινούπολη, εκείνη την Τρίτη, 29 Μαΐου 1453 είχε απομείνει μόνη, πιο μόνη από ποτέ.

Η στροφή προς τη Δύση δεν απέδωσε. Ο Ιταλός Τζοβάνι Τζουστινιάνι Λόνγκο ο μόνος δυτικός υπερασπιστής της, είχε πληγωθεί θανάσιμα κι αποχώρησε με τους στρατιώτες του. Η ενός έτους πολιορκία είχε εξαντλήσει τους λιγοστούς πόρους της πόλης. Η μπομπάρδα  χτυπούσε ανελέητα τα κάποτε “θεοφύλακτα” τείχη και τα πλήγωνε, όσο κι αν οι κάτοικοι δούλευαν μέρα – νύχτα για να διορθώσουν τις ζημιές τους. Οι  βυζαντινοί στρατιώτες, 6000 απέναντι στους πολλαπλάσιους Οθωμανούς έπεφταν ένας – ένας. Ο ίδιος ο αυτοκράτορας χτυπούσε με το σπαθί του όπου μπορούσε κι αναρωτιόταν αν θα βρισκόταν ένας χριστιανός να του πάρει το κεφάλι, δεν ήθελε να χαθεί από τουρκικό χέρι. Στο τέλος, έπεσε κι εκείνος.

Το τουρκικό λεφούσι εισέβαλλε με μένος στη νικημένη πόλη. Ο σουλτάνος τους είχε υποσχεθεί τριήμερο πλιάτσικο και δεν ήθελαν να χάσουν ούτε ώρα. Κατέσφαξαν όποιον βρήκαν, βίασαν, σκότωσαν, έκαψαν… Δεν υπολόγισαν ούτε τους ικέτες της Αγίας Σοφίας, βάφοντας με το αίμα τους τον ιερό της χώρο. Τρεις ολόκληρες μέρες ο θρήνος της πόλης υψωνόταν από τα ερείπια. Όταν πια, μπήκε θριαμβευτής ο Μωάμεθ Β’, ντράπηκε για το κακό που προξένησε σε κάτι τόσο όμορφο… Έψαξε παντού για το σώμα του Κωνσταντίνου, δεν μπόρεσε όμως να το βρει. Έτσι, ο Τελευταίος Αυτοκράτορας πέρασε στη σφαίρα του θρύλου, εκείνου του θρύλου που λέει πως Άγγελος Κυρίου τον έκανε πέτρα και τον έκρυψε, μέχρι να έρθει η ώρα να πολεμήσει ξανά, να ξαναπάρει το θρόνο του. Στην Πόλη.

Σώπασε κυρά Δέσποινα και μην πολυδακρύζεις. Πάλι με χρόνια, με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι”. Η απώλεια της Κωνσταντινούπολης είναι παντοτινό αγκάθι στην ψυχή κάθε Έλληνα που σέβεται την καταγωγή και την ιστορία του. Η λαϊκή ρήση παρηγορεί την Παναγία, προστάτιδα της Πόλης, μιλά ταυτόχρονα για την απελπισία που προκάλεσε ο χαμός της, αλλά και την ελπίδα πως θα επιστρέψει στους γονικούς κόλπους. Αν το καλοσκεφτώ όμως, η Πόλη δεν τούρκεψε ποτέ. Ακόμη και σήμερα, μπορεί τυπικά να ανήκει στην Τουρκία, όλοι όμως γνωρίζουν τις ρίζες της, την ιστορία, τα θαύματά της. Κανείς άλλος δεν μπόρεσε ποτέ να χτίσει μια πόλη σαν κι αυτήν. Ουσιαστικά, δεν πέρασε ποτέ σε άλλα χέρια, ήταν πάντα η Πόλη του Κωνσταντίνου κι έτσι θα παραμείνει. Κωνσταντινούπολη.