sontaki1

Της Άννας Παχή

Η Μαριάνθη Σοντάκη μιλά στο iART για το μονόλογο «Ισμήνη» σε ποίηση Γιάννη Ρίτσου, που ανεβαίνει στο θέατρο «Φούρνος».

Πείτε μας δυο λόγια για την «Τέταρτη Διάσταση» του Γιάννη Ρίτσου. Ποια ήταν η πρώτη επαφή σας με το έργο;

Ο Ρίτσος, στην «Τέταρτη Διάσταση» δημιούργησε δεκαεφτά μονολόγους από τους οποίους οι δεκατρείς είναι αρχαιόθεμοι. Οι περισσότεροι έχουν ήρωες δευτερεύοντα πρόσωπα της τραγωδίας, στα οποία προσπαθεί να δώσει φωνή κι επιχειρήματα, κάνοντας μια μικρή παραλλαγή του μύθου για να το πετύχει.

Το 2004 ανεβάζαμε με το σκηνοθέτη Βασίλη Νικολαΐδη και το Εθνικό Θέατρο στην Επίδαυρο, τον «Ιππόλυτο». Ο Βασίλης μου χάρισε το έργο με την αγάπη και την εκτίμησή του.  Ήταν απίστευτο. Δεν το γνώριζα κι όταν το διάβασα μου ενέπνευσε μεγάλο πάθος. Σκεφτόμουν όμως να το κάνω αργότερα, να μεγαλώσω κάπως, γιατί στο έργο η Ισμήνη είναι δυο χιλιάδων ετών. Κάποια στιγμή όμως είπα «όχι, θα το κάνω τώρα γιατί τώρα το έχω ανάγκη». Και να που συνέβη.

Θυμάμαι όταν είπα στον Πλάτωνα τον Ανδριτσάκη για αυτό το έργο και συζητούσαμε για τη μουσική, συμφώνησε αμέσως. Αργότερα μου εξομολογήθηκε ότι απόρησε με την επιλογή μου. Διαβάζοντας το κείμενο που δεν το γνώριζε μέχρι τότε (και είναι ένας άνθρωπος πολύ μορφωμένος, πολύ ψαγμένος) σε κάθε σελίδα έμενε έκπληκτος με το τι έχει γραφτεί. Όπως κι εμείς. Κάναμε μια προετοιμασία κοντά τριών μηνών και  συνεχώς βρίσκαμε με το Βασίλη Νικολαΐδη καινούρια πράγματα.  Δεν έχει τέλος το μέγεθος αυτού του κειμένου, κάθε μέρα βυθίζεσαι και πιο πολύ μέσα του, το ίδιο μου συμβαίνει και στη σκηνή. Μου έλεγε η τσελίστα της παράστασης Καίτη Πάντζαρη, «τι περίεργο, είναι κάθε μέρα και διαφορετικό». Το κείμενο είναι το ίδιο αλλά κάθε μέρα ανακαλύπτω και κάτι άλλο.

Σε αντίθεση με την ηρωίδα Αντιγόνη, η Ισμήνη πέρασε στην ιστορία ως άβουλη, πάντα υπάκουη, περισσότερο παρατηρητής των γεγονότων. Τι αλλάζει στο ποίημα του Ρίτσου σχετικά με το χαρακτήρα της;

Η Ισμήνη είναι η τελευταία της γενιάς των Λαβδακιδών, έχει «ξεμείνει» σε ένα σπίτι, μόνη, σε αόριστη ηλικία. Φαίνεται πως μένει εκεί από πάντα και για πάντα. Με την έλευση ενός νεαρού αξιωματικού σε αυτό το σπίτι, της δίνεται η ευκαιρία να πει επιτέλους τα δικά της πιστεύω πάνω στο μύθο και την ιστορία.

Εδώ ο ποιητής θέλει να «βγάλει» και τη θέση αυτής της αφανούς ηρωίδας, τη θέση της για ζωή. Η Ισμήνη όχι μόνο δεν ενδιαφέρεται για άσκοπους ηρωισμούς, αλλά είναι πολύ αρνητική σε αυτό το θέμα, δεν την αφορά καθόλου ο ηρωισμός, η δόξα, η εξουσία κι όλα αυτά τα πράγματα.

Πιστεύει πως πρέπει «να γευτεί τη ζωή» το σημαντικότερο πράγμα που μας έχει δοθεί, δηλαδή το σώμα μας, ο έρωτας, πράγματα που θα έπρεπε όλοι να χαιρόμαστε μια και ήρθαμε στον κόσμο και που οι περιστάσεις δε μας αφήνουν. Το ίδιο συνέβη και με εκείνη, τελικά βασανίζεται από τη μοίρα που κατατρέχει όλη της την οικογένεια, όλη της τη γενιά. Βιώνει μια, όπως λέει ο Ρίτσος στο τέλος του έργου, «απέραντη Κυριακή με κλεισμένα παράθυρα». Ζει και ταυτόχρονα δε ζει.

Πρόκειται για την ιστορία που βίωσε η ίδια ως παρατηρητής;

Ναι μεν, αλλά. Ο Βασίλης Νικολαΐδης, μου ανέφερε τα λόγια κάποιου σοφού: «στην Ιστορία δε μπορείς να μείνεις παρατηρητής, κάποια στιγμή θα σε τραβήξει μαζί της».

Στο ξεκίνημα του έργου ο ποιητής προσπαθεί να την «αποδώσει» ανάλαφρα αλλά σιγά – σιγά βγαίνει η οργή αυτής της γυναίκας για τη δυστυχία που της έχει προκαλέσει το πάθος των άλλων για εξουσία και δόξα. Εκεί φαίνεται και η βαθιά πολιτική θέση του Ρίτσου. Μέσα στην οργή της, λέει ότι «είναι όλα τα ίδια και τα ίδια τελικά. Ξανά και ξανά χύνεται αίμα, γίνονται πόλεμοι, κάποτε οι άνθρωποι καίνε κι αυτούς που πριν τους ονόμαζαν ήρωες. Έρχεται μια στιγμή που λες – όταν ξεχύνονται τα ποτάμια και παρασέρνουν τα πάντα – πως κάτι θα αλλάξει. Όμως βγαίνει πάλι ο ήλιος, στεγνώνουν όλα και δεν αλλάζει τίποτα». Δε μαθαίνουμε ποτέ από τα λάθη μας, αυτό λέει ο Ρίτσος. Κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όπως κάνουν όλοι οι σπουδαίοι διανοητές.

Η Ισμήνη δεν κατάφερε να ζήσει όπως ήθελε. Νιώθει, όχι ακριβώς μίσος, αλλά ένα φθόνο για την αδερφή της και μέμφεται μετά βδελυγμίας όλους αυτούς τους ηρωισμούς. Βαθιά μέσα της όμως, θα ήθελε να είναι η Αντιγόνη, άλλωστε στο τέλος αυτού το μονολόγου ενδύεται τα ρούχα της αδερφής της και πεθαίνει όπως εκείνη.

ismini1Θεωρείτε πως υπήρχε μια αντιπαλότητα με την Αντιγόνη, μια ζήλεια επειδή η ίδια δε μπορούσε να είναι τόσο επαναστάτρια, τόσο δυναμική;

Ούτε μπορούσε, ούτε ξέρω αν ήθελε. Εκείνο που ξέρω είναι ότι μετά από τόσα χρόνια, θεωρεί ότι η αδελφή της είναι ο άνθρωπος που της έχει σφραγίσει τη μοίρα.

Η Ισμήνη δε δημιουργούσε συγκρούσεις, δεν έπαιρνε μέρος σε αυτές. Θεωρείτε ότι το έκανε λόγω «σοφίας» ξέροντας πως δε θα νικούσε ποτέ σε μια ανδροκρατούμενη κοινωνία, απλώς δεν την ένοιαζε ή μήπως ήταν αδύναμη σα χαρακτήρας;

Αν πάρουμε τη δευτεραγωνίστρια του Σοφοκλή, σίγουρα δεν είχε τον απαραίτητο ηρωισμό που χρειαζόταν για να προχωρήσει μαζί με την αδελφή της σε μια πράξη καθήκοντος. Αλλά η θέση του Ρίτσου εδώ είναι διαφορετική. Δίνοντάς μας επιχειρήματα, «απαλύνει» αυτήν την εικόνα της άβουλης, κι όπως λέει η ίδια σε κάποια στιγμή «θαρρώ πως κάθε δόξα οπωσδήποτε βασίζεται στην άρνηση της ζωής. Τι να την κάνεις; » Εκεί στέκεται. Πιστεύει ότι το σώμα που μας έχει δοθεί είναι αγιασμένο και είναι καθήκον μας να το υπερασπίσουμε. Όλα τα άλλα είναι άσκοποι ηρωισμοί και παιχνίδια ματαιότητας.

Ποια η σχέση της με τον αξιωματικό που εμφανίζεται και ταράζει τη ζωή της;

Η παρουσία του της δίνει την ευκαιρία να πει πράγματα. Στους περισσότερους αν όχι όλους τους δεκαεφτά μονολόγους, ο Ρίτσος χρησιμοποιεί ένα βουβό πρόσωπο ως ακροατή, στην παράσταση αυτό το πρόσωπο δεν είναι τελείως βουβό. Αυτόν τον εξαιρετικά δύσκολο ρόλο έχει αναλάβει ο Στράτος Χατζηηλίας. Βρίσκεται  αμίλητος στη σκηνή για πάρα πολλή ώρα, είναι φοβερό αυτό που κάνει.

Η Ισμήνη, πέρα από τα πράγματα που του λέει, βλέπει σε αυτόν την τελευταία της ευκαιρία ίσως, για να ζήσει, να ερωτευτεί. Γνωρίζει ότι δεν μπορεί, αλλά μιλάμε απλά για σώμα. Μεταθέτει σε αυτόν το ερωτικό της πρότυπο που κατά το Ρίτσο είναι ο Αίμονας. Ο ποιητής, αυθαιρετώντας πάντα, προβάλλει μια κρυφή ερωτική αντιζηλία μεταξύ Αντιγόνης και Ισμήνης, μάλλον η Ισμήνη επιβουλεύεται ερωτικά τον αρραβωνιαστικό της αδερφής της. Είναι ο κρυφός της πόθος και μεταθέτει αυτό το μαράζι με τα λόγια της «η μνήμη κάνει διάφορα παιχνίδια και κρατάει ακέραια την αίσθηση που έχουμε για τον άλλον, κι ας έχει χαθεί». Σε μια στιγμή μάλιστα το λέει ευθέως, «έχετε κάτι από τον Αίμονα»..

Τόσα χρόνια μετά, ο έρωτάς της δεν έχει σβήσει.

Όχι, όπως δε σβήνει τίποτα αληθινό. Το λέμε κι εμείς: «ο έρωτας της ζωής μου». Μπορεί να ερωτευτούμε κι άλλους αλλά ο πραγματικός έρωτας συμβαίνει μια – δυο φορές, όχι παραπάνω.

Είπατε ότι ο Ρίτσος διαφοροποιεί κάπως το μύθο. Το κάνει για να δώσει περισσότερο λόγο στην Ισμήνη ή για να φωτίσει τα πράγματα από ένα άλλο πρίσμα;

Θεωρώ πως προσπαθεί μέσω της άποψης που δίνει στην Ισμήνη να πει κάποια πράγματα πιο προσωπικά, δικά του. Αν και ηρωική φυσιογνωμία ο ίδιος, πέρασε όπως ξέρουμε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Μακρόνησο, αναγνωρίζει τη ματαιότητα όλων αυτών και ζητά να ζήσουμε, κάποια στιγμή. Αυτό είναι  πολύ σημαντικό, δε θα μπορούσε να γράψει κάτι τέτοιο ένας άνθρωπος που δεν έχει τα δικά του βιώματα, ειδικά αν σκεφτούμε πως το έργο ξεκίνησε να γράφεται το 1966, μεταξύ Εμφυλίου και δικτατορίας. Χρησιμοποιεί το μύθο του αρχαίου πολέμου  ανάμεσα σε Ετεοκλή και Πολυνείκη για να βγάλει κάποια συμπεράσματα για την κατάσταση που ζούσε τότε, που συνεχίζεται μέχρι τώρα. Ο εμφύλιος είναι αυτό που μας κατατρέχει.

Ο Ρίτσος έχει κατοχυρωθεί στη συλλογική μνήμη ως πολιτικός ποιητής.

Η «Ισμήνη» κατά τη γνώμη μου είναι βαθιά πολιτικό κείμενο. Νομίζω ότι ο Ρίτσος αποφάσισε ότι πρέπει να γράψει καταυτόν τον τρόπο – αναφέρομαι στην πολιτική του ποίηση –  επειδή η εποχή το καλούσε κι κάποια πράγματα έπρεπε να περάσουν άμεσα στη συνείδηση του λαού. Όμως ήξερε ότι η μεγάλη του ποίηση είναι σε πράγματα που θα ανακαλυφθούν αργότερα, όπως η «Τέταρτη Διάσταση». Το λέει μάλιστα, κρυμμένο σε κάποια ποιήματά του. Είμαι βέβαιη ότι το γνώριζε γιατί ήταν σπουδαίος δημιουργός και μπορούσε να διακρίνει τις διαβαθμίσεις της ποίησης.

Έχετε ξανακάνει μονόλογο;

Ναι, τον «Ορλάντο» της Βιρτζίνια Γουλφ για πρώτη φορά πριν από εφτά χρόνια και τη δεύτερη πρόπερσι, ένα επίσης σπουδαίο κείμενο. Έχω παίξει επίσης και το «Θαυματοποιό» του Φρίελ, τρεις μονολόγους ισάριθμων ανθρώπων που δίνουν τη δική τους εκδοχή για μια συγκεκριμένη ιστορία.

Ποια είναι η διαφορά τους με την Ισμήνη; Αναφέρομαι στο γεγονός ότι ο Ρίτσος είναι Έλληνας ποιητής.

Ναι, έχει σημασία αυτό, παίζει σίγουρα ρόλο η ελληνικότητα του κειμένου. Αγαπώ πολύ τον «Ορλάντο», αλλά οφείλω να ομολογήσω ότι αυτό το έργο και αυτήν την ηρωίδα την καταλαβαίνω πολύ βαθιά μέσα μου, πολύ περισσότερο από ο,τιδήποτε ίσως. Πολύ.

Τι νομίζετε πως έχει να πει η Ισμήνη σήμερα; Ποιο είναι το μήνυμά της και του Ρίτσου μέσα από αυτήν;

sontaki2Πρέπει να μάθουμε από το παρελθόν μας. Πέρα από το ότι δίνει μια άλλη οπτική για ένα πρόσωπο που θεωρούμε οριστικά απαθές, ταυτόχρονα, μέσα από την πολιτική του ματιά ρωτάει: Τι θα γίνει; Συμβαίνουν τόσα, ξανά και ξανά και ξανά, δε θα μάθουμε ποτέ; Το 1966 ήταν ταραγμένη περίοδος, το ίδιο ταραγμένη είναι κι αυτή που ζούμε. Θεωρώ πολύ σημαντικό το γεγονός ότι ανεβαίνει αυτό το έργο σήμερα. Είναι ένα καμπανάκι που μόνο η Τέχνη μπορεί να κρούσει.

Όπως όλα τα σπουδαία έργα, έχει να πει πράγματα σε όλες τις γενιές. Πιστεύω ότι ο 21ος αιώνας είναι ο αιώνας του Ρίτσου, θα ανακαλυφθεί εκ νέου το μέγεθος και το μεγαλείο της ποίησής του. Γιατί, τον γνωρίζουμε μέσα από την επική του ποίηση που έχει τραγουδηθεί, είναι σπουδαία αλλά όχι τόσο σπουδαία όσο η άλλη κατά τη γνώμη μου. Αυτή πλευρά του έχει μείνει στην – ας πούμε – αφάνεια δεν την ξέρουν ακόμη και άνθρωποι που ασχολούνται με το αντικείμενο.

Ζούμε περίοδο κρίσης αλλά τα θέατρα είναι πάρα πολλά, οι παραστάσεις είναι επίσης πολλές κι ο κόσμος πηγαίνει στο θέατρο. Ίσως για να «παιδευτεί» λίγο, ή για να βρει καταφύγιο στην Τέχνη.

Κι αυτό το λέει ο Ρίτσος σε ένα παράξενο απόσπασμα: «ακούστηκε ένα απόγευμα ένα φλάουτο. Γυναίκες κατέβηκαν στο δρόμο, ο τρελός άνοιξε το στήθος του και φώναζε, φώναζε..  πέρασε ένα καμιόνι σκεπασμένο και μετά όλοι έφυγαν, ο τρελός ούρησε στη μέση του δρόμου, όλα σταμάτησαν, οι άνθρωποι αποχώρισαν σφιγμένοι». Δεν θέλαμε να κόψουμε αυτό το σημείο με το Βασίλη, αλλά αναρωτιόμασταν τι θέλει να πει.

Είναι η ανάγκη των ανθρώπων σε ταραγμένες εποχές να καταφύγουν στην Τέχνη για να μπορέσουν να πάνε παρακάτω να συνεχίσουν τη ζωή τους που σε περιόδους  κρίσης φαίνεται σχεδόν μάταιη.

Λέτε πως οι άνθρωποι καταφεύγουν στα θέατρα, βλέπουν παραστάσεις. Είναι οι ίδιοι που υποφέρουν, δεν έχουν δουλειά, δε μπορούν να δημιουργήσουν και αυτό είναι τόσο σημαντικό.. η μόνη τους καταφυγή είναι η Τέχνη για αυτό και το θέατρο ας πούμε ότι ανθεί, δεν πιστεύω όμως πως η άνθηση είναι πραγματική. Γίνονται σπασμωδικές κινήσεις, ξαφνικά έχουμε φτάσει στα 1600 θέατρα και η Πολιτεία μας αφήνει στο έλεος του Θεού.

Ο Ρίτσος τα λέει όλα.  Ότι και να με ρωτήσετε υπάρχει στο κείμενο. Είναι συγκλονιστικό και είμαι πολύ περήφανη γιατί ήταν δική μου επιλογή το ανέβασμα αυτής της παράστασης. Πήρα μαζί όλους τους αγαπημένους μου συνεργάτες το Βασίλη Νικολαΐδη στη σκηνοθεσία, τον Πλάτωνα Ανδριτσάκη στη μουσική, το Δημήτρη Τάσιο που έκανε τα σκηνικά και τα κοστούμια, την Έφη Καρακώστα που έφτιαξε τις χορογραφίες. Οφείλω επίσης να μιλήσω  για τα δυο παιδιά που υποστηρίζουν την παράσταση. Την Καίτη Πάντζαρη που παίζει βιολοντσέλο και το Στράτο Χατζηηλία που είναι μαζί μου στη σκηνή. Αισθάνομαι πολλή χαρά που όλοι αυτοί οι τόσο ταλαντούχοι άνθρωποι ήρθαν μαζί μου σε αυτό το ταξίδι. Τους ευγνωμονώ κι ελπίζω να δικαιώθηκαν για την επιλογή που έκαναν.

Είμαι πολύ περήφανη για αυτήν τη δουλειά. Με τον ίδιο τρόπο που οι θεατές «πιάνονται από την Τέχνη», με τον ίδιο τρόπο και για μας, σε αυτούς τους καιρούς, το να συνομιλούμε με τέτοια κείμενα είναι σπουδαίο για την καλλιτεχνική μας συνέχεια αλλά και την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς μας.

ismini2

INFO

Στον ρόλο της Ισμήνης, η Μαριάνθη Σοντάκη.
Δίπλα της, στον ρόλο του νεαρού αξιωματικού, αποδέκτη του ποιητικού παραληρήματος της ηρωίδας, ο νέος ηθοποιός, Στράτος Χατζηηλίας.
Βιολοντσέλλο παίζει «ζωντανά» στην παράσταση η Καίτη Πάντζαρη.

Σκηνοθεσία: Βασίλης Νικολαίδης
Σκηνικός χώρος, κοστούμια: Δημήτρης Ντάσιος
Μουσική σύνθεση: Πλάτων Ανδριτσάκης
Κινησιολογική επιμέλεια: Έφη Καρακώστα
Φωτισμοί: Αποστόλης Τσατσάκος
Βοηθός σκηνοθέτη: Σταυρούλα Πετρέλλη
Φωτογραφίες: Σωτηρία Ψαρρού
Ειδικό μακιγιάζ: Κατερίνα Πεφτίτση

Παραστάσεις κάθε Σάββατο και Κυριακή, στις 21.00
Έως την Κυριακή 24 Απριλίου 2016

Θέατρο Φούρνος, Μαυρομιχάλη 168