cat-and-dog

Της Σοφίας Βαρβιτσιώτη

Παιδιόθεν θυμάμαι ότι η σχέση μου με τα ζώα αντιπροσωπεύεται από το ρητό «από μακριά κι αγαπημένοι», όπερ σημαίνει ότι στα μεγάλα μου κέφια μπορεί να πετάξω ένα: «καλό σκυλάκι» ή «τι γλυκιά γατούλα» στον ιδιοκτήτη ενός συμπαθούς τετράποδου, τη στιγμή που αυτό που πραγματικά θέλω είναι να φωνάξω «παρακαλώ, μη με αγγίξει».

Ναι, καλά καταλάβατε, δεν είμαι ζωόφιλη. Ομολογώ ότι δεν αντέχω καθόλου να μου κάνει χαρές ένα σκυλί, όσο μικρό και γλυκούλι κι αν είναι, ούτε να τρίβεται πάνω μου μια κατά τα άλλα συμπαθέστατη γάτα. Για μένα αυτό σημαίνει σκόνες, χώματα, τρίχες και επομένως μικρόβια πάνω στα ρούχα μου, πόσο μάλλον όταν αυτά είναι φρεσκοπλυμένα.

Για να το περιγράψω αλλιώς, ένα σκυλί που πηδάει πάνω μου για να παίξει (δική του άποψη αυτή) κάνει το ίδιο εφέ με κάποιον που πατά στα ρούχα μου με τα παπούτσια του.

Δεν ξέρω πόσοι συμπάσχοντες με μένα υπάρχουν, αλλά έχω τη φρικτή υποψία ότι ανήκω σε μια ομάδα ανθρώπων την οποία οι περισσότεροι αντιμετωπίζουν ως είδος προερχόμενο από άλλον πλανήτη. Hello, από τη Γη είμαστε κι εμείς. Ζούμε ανάμεσά σας.

Επειδή φοβάμαι ότι θα παρεξηγηθώ (και δεν θα ήθελα να προσθέσω αυτήν την έγνοια στις ήδη υπάρχουσες), ξεκαθαρίζω ότι ούτε μισώ τα ζώα ούτε υποστηρίζω αυτούς που τα κακομεταχειρίζονται. Θεωρώ επίσης από απαράδεκτο έως απάνθρωπο το να αποκτά κάποιος ένα ζώο και ύστερα από λίγο καιρό, βλέποντας ότι το ζώο δεν είναι λούτρινο παιχνίδι αλλά μια ύπαρξη ζωντανή με ανάγκες και απαιτήσεις και ότι η συμβίωση μαζί του θέλει χρόνο, χρήμα, εκπαίδευση και ασχολία, το εγκαταλείπει στο δρόμο.

Τουλάχιστον εγώ, έχω τη στοιχειώδη αυτογνωσία να παραδέχομαι ότι είμαι ο πλέον ακατάλληλος άνθρωπος για να φροντίσω ένα ζώο. Οι μόνες ζωντανές υπάρξεις που φροντίζω είναι τα φυτά στις γλάστρες μου (γεράνια, λεβάντες, δεντρολίβανα και άλλα του ιδίου βαθμού δυσκολίας).

Για να ακριβολογήσω, το πρόβλημά μου δεν είναι ακριβώς τα ζώα, αλλά περισσότερο οι ζωόφιλοι. Διότι συνήθως έχουν μια εντελώς διαφορετική αντίληψη των πραγμάτων, η οποία ουδόλως συμβαδίζει με τη δική μου και αυξάνει την πιθανότητα να χαρακτηριστώ από στριμμένο άντερο έως κέρατο βερνικωμένο.

Ο ζωόφιλος θεωρεί πολύ φυσιολογικό, για να μην πω χαριτωμένο, (άχου το, καλέ)  να επιτρέπει στο κατοικίδιό του να ανεβαίνει σε καρέκλες/καναπέδες/κρεβάτια (!!!) και επίσης κρίνει υποχρεωτικό για τους επισκέπτες του να το ανέχονται. Γι’ αυτόν δεν υπάρχει πρόβλημα να έχει χαϊδέψει το κατοικίδιο (μπόνους αν αυτό του έχει γλύψει ή ψευτοδαγκώσει –παίζει, καλέ- τα χέρια) και ΑΜΕΣΩΣ μετά (χωρίς δηλαδή να σαπουνίσει τα χέρια του) να σου σερβίρει τον καφέ σου, να σου δώσει κάτι ή να σε αγγίξει (αν ο δεσμός σου έχει κατοικίδιο και εσύ είσαι σαν εμένα, απλώς την πάτησες)… Πράγματα γι’ αυτόν πολύ καθημερινά, αλλά σε τέτοιες περιστάσεις εγώ τουλάχιστον πραγματικά υποφέρω. Συν τοις άλλοις, ο ζωόφιλος ενίοτε δεν έχει κανένα πρόβλημα να κυκλοφορεί σαν λέτσος, με ρούχα γεμάτα τρίχες, σκόνες και χώματα. Αυτό βέβαια είναι πρόβλημά του. Το δικό μου πρόβλημα αρχίζει όταν πρέπει να έρθει στο σπίτι μου ή να μπει στο αυτοκίνητό μου.

Σε αυτοκίνητο ιδιοκτήτη ζώου απλούστατα δεν μπαίνω. Μου πρότεινε μια φορά κάποιος από την παρέα, ιδιοκτήτης τριών τεράστιων σκύλων, τα οποία ταξίδευαν στο αυτοκίνητό του, να με γυρίσει σπίτι. Δόξα τω Θεώ που υπάρχουν και οι ταξιτζήδες, άνθρωποι είναι και αυτοί, κλέφτες θα γίνουν;

Μια άλλη φορά, άλλος φίλος τον οποίο θα γύριζα στο σπίτι του εγώ, καθώς πηγαίναμε να ξεπαρκάρουμε, είδε ένα αδέσποτο σκυλί (μάλιστα, αδέσποτο) και πήγε να το χαϊδέψει. Με όλη τη δημοκρατικότητα που με χαρακτηρίζει, του είπα: «Ώπα, μια στιγμή. Ή θα μπεις στο αυτοκίνητό μου ή θα χαϊδέψεις το σκύλο. Διάλεξε και πάρε.» Η λογική υπερίσχυσε της ζωοφιλίας.

Ας μη σχολιάσω καλύτερα όλους αυτούς που παίρνουν τα ζώα τους μαζί όπου πάνε και τα βάζουν να καθίσουν σε παγκάκια/ξαπλώστρες/καθίσματα στα Μ.Μ.Μ.. Πολιτισμός, σίγουρα.

Ενδεικτικό της ιδιόμορφης σχέσης πολλών ιδιοκτητών σκύλου με την καθαριότητα είναι το θέαμα των πεζοδρομίων. Πρέπει να περπατάς με βλέμμα σεμνό και ταπεινό και με το κεφάλι χαμηλωμένο, ειδάλλως κινδυνεύεις να πατήσεις τα μυρωδάτα ενθύμια που αφήνουν οι σκύλοι στις πλάκες. Διότι το να κυκλοφορείς με ένα σκύλο είναι σικ (θεωρείται και μέσο απόκτησης νέων γνωριμιών, κοινώς γκομενοπαγίδα), αλλά το να κρατάς σακούλα και φτυαράκι για να εξαφανίσεις τα βιολογικά του παράγωγα πώς να το κάνουμε, είναι άχαρο και άκομψο… Είπαμε, πολιτισμός.

Εκείνο που επίσης δεν αντέχω με τίποτα ν’ ακούω είναι η ατάκα «μα είναι καθαρό το ζώο μου». Ή το «καλέ, μη φοβάστε, δε δαγκώνει». Ούτε ξέρω ούτε με ενδιαφέρει, φίλε. Μπορείς να σεβαστείς το γεγονός ότι απλούστατα δεν θέλω να με αγγίξει; Σεβάσου τον προσωπικό μου χώρο, αν μη τι άλλο, και αν δεν ξέρεις τι σημαίνει αυτό, ψάξ’ το.

Όχι, δεν είμαι ζωόφιλη, το παραδέχομαι. Είναι ένα από τα πράγματα που δε μ’ ενδιαφέρει να αλλάξω στον εαυτό μου.

Πάντως έχω σταμπάρει μια ασπρόμαυρη γατούλα που κυκλοφορεί στη γειτονιά μου και ουκ ολίγες φορές την έχω πετύχει έξω από το σπίτι μου. Τις προάλλες κατέβηκα στον κήπο, έβαλα λίγη γατοτροφή σε ένα μπολάκι και της φώναξα «ψι, ψι, ψι». Κοντοστάθηκε λίγο, αλλά τελικά ήρθε και έπεσε με τα μούτρα στο φαγητό. Φέρθηκα διακριτικά και δεν την ενόχλησα. Σεβάστηκα το χώρο της. Και εκείνη, όχι μόνο με ξαναεπισκέφθηκε νιαουρίζοντας διακριτικά, αλλά και κέρδισε επάξια το όνομά της: Σιλβεστρίνα.