Θυμάμαι παλαιότερα δελτία ειδήσεων. Εκείνα που ξεκινούσαν με την είδηση της ημέρας κι ύστερα περνούσαν σε άλλα θέματα της επικαιρότητας. Χωρίς ‘εκτενή’ ρεπορτάζ, χωρίς απόψεις του κάθε διψασμένου για 15΄λεπτά δημοσιότητας, χωρίς θεατρινισμούς και φανφάρες.

Θυμάμαι στη σχολή Δημοσιογραφίας τους καθηγητές να μιλούν για αντικειμενικότητα απέναντι στην είδηση. Για την αποστασιοποίηση του δημοσιογράφου από αυτήν. Για την ανάγκη να μένουμε στα γεγονότα.

Θυμάμαι να μαθαίνουμε Ιστορία, ελληνική και εξωτερική, Διεθνείς Σχέσεις, Θέατρο κι ένα σωρό άλλα ωραία πράγματα, ταυτόχρονα με τεχνικές συνέντευξης. Ήταν απαραίτητο να έχουμε μια όσο το δυνατόν πιο σφαιρική εκπαίδευση, για να μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε καλύτερα το θέμα μας, ή τον άνθρωπο που θα είχαμε απέναντί μας. Έτσι μας έλεγαν.

Θυμάμαι εκπομπές όπως του Φρέντυ Γερμανού, ιστορικές εκπομπές πολιτισμού όπου οι κουβέντες είχαν ουσία, νόημα και δεν περιορίζονταν στο ντύσιμο, το μακιγιάζ, την προσωπική ζωή και τις πλαστικές του καλεσμένου.

Θυμάμαι εκπομπές όπως του Διακογιάννη που έβλεπε ο μπαμπάς μου κι ο λόγος του (του Διακογιάννη) ήταν τόσο ελκυστικός που άκουγα για ποδόσφαιρο εγώ η άσχετη και μου άρεσε.

Κι ύστερα ήρθε η ιδιωτική τηλεόραση. Το υπέρμετρο glamour, αυτό το φτηνό, όπου αρκούσαν τα υπερβολικά σκηνικά, τα φώτα και οι φωνές για να γίνουν οι δημοσιογράφοι stars. Τα δελτία ειδήσεων εμπλουτίστηκαν με απόψεις, αναλύσεις, καυγάδες και παράθυρα. Η εξέλιξη που υποσχέθηκε έμεινε γράμμα κενό. Πίσω πήγαμε, όχι μπροστά.

Προσπαθώ να δω τηλεόραση. Δεν τα καταφέρνω. Όταν στην οθόνη μου εμφανίζονται έξι παράθυρα με ισάριθμους ‘ειδικούς’ που δεν έχουν καμία σχέση με την ευγένεια και τον ορθό λόγο, δεν τα καταφέρνω. Δεν καταλαβαίνω τι λένε. Άλλα τους ρωτάνε, άλλα απαντάνε. Οι δημοσιογράφοι γίνονται διαιτητές κι αγωνίζονται να τηρήσουν μια τάξη. Ο αγώνας τους είναι στημένος, βέβαια. Όσο πιο μεγάλος ο τσακωμός, τόσο πιο μεγάλα τα νούμερα. Όσο πιο ασαφής ο καλεσμένος, τόσο πιο μεγάλη η ανάλυση ‘τι εννοεί ο ποιητής’ και τόσο περισσότερα τα σενάρια.  Δεν μπορώ, κουράζομαι.

Τα τελευταία χρόνια ζούμε τη μόδα του ενός θέματος. Δεν θα το πάρω από την αρχή του, προσωπικά δεν θέλω να σας εξουθενώσω, ξέρετε τι εννοώ. Παίρνεις ένα θέμα και το ξεσκίζεις, το ανεβάζεις στην κορυφή, μετά το πετάς σαν στημένη λεμονόκουπα και δεν ασχολείσαι ξανά με αυτό.

Ας πούμε ο κορονοϊός. Άνθρωποι εξέφραζαν απόλυτες γνώμες για ένα θέμα που δεν μπορεί να είναι απόλυτο. Αντικρουόμενες πληροφορίες, αντικρουόμενες απόψεις κι ο καθένας πεισμένος για το ατομικό του δίκαιο.

Ύστερα ήρθε ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας. Πάλι απόλυτες απόψεις χωρίς να υπάρχει επαρκής πληροφόρηση. Το μόνο σίγουρο είναι οι θάνατοι κι ο εκπατρισμός όσων δεν έχουν καμία εξουσία πάνω στην ίδια τους τη ζωή, κάτι που γίνεται από την αρχή του κόσμου. Πέραν τούτου, δεν είμαστε στα αρχηγεία των στρατών, ούτε στις πολιτικές αίθουσες.

Τώρα έχουμε την τραγωδία της δολοφονίας τριών παιδιών. Η αστυνομία δεν έχει ολοκληρώσει τις έρευνες, καμία δίκη δεν έγινε ακόμη, αλλά ο καθένας έχει άποψη. Οι δημοσιογράφοι είναι ντετέκτιβ, δικηγόροι, εισαγγελείς. Το κοινό παίρνει τη θέση του δικαστή κι εκφράζει κρίσεις και καταδίκες.

Δεν υπάρχει ψυχραιμία, υπομονή, κατανόηση για τίποτα. Κανείς δεν περιμένει να δει όλη την εικόνα πριν κρίνει.

Οι ειδήσεις που φτάνουν στο παντοδύναμο γυαλί είναι λίγες και ελεγχόμενες. Η δημοσιογραφία έγινε θέατρο και μάλιστα πουλημένο. Ο δημοσιογράφος θυμώνει, κλαίει, φωνάζει, ενίσταται μπροστά στο κοινό για τα νούμερα. Είμαστε όλοι νούμερα έτσι κι αλλιώς.

Λένε πως κάθε λαός έχει τους ηγέτες που του αξίζουν. Και τους δημοσιογράφους, θα συμπληρώσω.

Όταν στηρίζεις ένα σάπιο οικοδόμημα, είσαι σάπιος κι εσύ.