Γράφει η Άννα Παχή

Για αρκετούς αιώνες οι σοφιστές θεωρούνταν απατεώνες, υπονομευτές των ηθικών αξιών και εχθροί της αγάπης για την πραγματική σοφία. Η αποκατάστασή τους προέκυψε μόλις τους δυο τελευταίους αιώνες. Η αξία της μελέτης των σοφιστών είναι πλέον αποδεδειγμένη, υπάρχουν όμως αντικρουόμενες γνώμες για μια σειρά ερωτημάτων:

 

  • Πρέπει να θεωρηθούν ως αυτόνομης αξίας πνευματική κίνηση;
  • Πρέπει να θεωρηθούν ως “μια στιγμή” στην ιστορία της φιλοσοφίας;
  • Πρέπει να μιλάμε για διδασκαλία, κίνηση ή επάγγελμα των Σοφιστών;
  • Είναι πρέπον να βλέπουμε σε αυτούς τον προάγγελο του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού;
  • Μπορούμε να δώσουμε ορισμό για τους Σοφιστές και να εξηγήσουμε τις διαφορές τους από τους “φιλοσόφους”;

 

Οι πηγές είναι επίσης ένα ζήτημα. Τα περισσότερα κείμενα Σοφιστών που έφτασαν ως εμάς, έχουν τη μορφή αποσπασμάτων. Όσον αφορά στην ποιότητά τους, πολλές πληροφορίες προέρχονται από έργα μεταγενέστερων, που αναφέρονται στις σοφιστικές θεωρίες για να υποστηρίξουν τις δικές τους. Εδώ θα δούμε μερικούς μόνο Σοφιστές καθώς αφήσαμε στην απ’ έξω αρκετούς άλλους.

 

Ποιοι είναι

Με τον όρο “σοφιστές” περιγράφονται οι στοχαστές του 5ου αι. και τους αποδίδεται μια  κοινή ταυτότητα που οι ίδιοι δεν σκέφτηκαν ποτέ ότι έχουν. Η εικόνα τους ως ομάδα είναι αποτέλεσμα αυτών που αναφέρουν άλλοι φιλόσοφοι όπως ο Πλάτων,  όχι αυτό που θεωρούσαν οι ίδιοι οι Σοφιστές για τον εαυτό τους.

 

Κυριαρχούν στον ελλαδικό χώρο κατά το 2ο μισό του 5ου αι. Η εμφάνισή τους συνδέεται με την άνθηση της ρητορικής και η φήμη τους προήλθε από τους επιτυχημένους λόγους που εκφωνούσαν σε δημόσιες εορτές. Η διδασκαλία τους δεν περιορίστηκε στη ρητορική. Τα κείμενά τους δείχνουν εύρος γνώσεων (ηθικές, πολιτικές, ανθρωπολογικές) ενώ η ενασχόλησή τους με το λόγο διατυπώνει τα πρώτα ζητήματα της φιλοσοφίας της γλώσσας. Επίσης, κάποιοι από αυτούς ασχολούνται με πιο τεχνικά ζητήματα, όπως η αστρονομία ή τα μαθηματικά.

 

Η υποτιμητική σημασία του όρου οφείλεται τόσο στις προκλητικές ή ακόμα και ηθικά ή πολιτικά επικίνδυνες θεωρίες τους, όσο και στην προκατάληψη που μας κληρονόμησαν ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης. Η λέξη “σοφιστής” σήμαινε εκείνον που κατείχε κάποια πρακτική τέχνη ή σοφία και χρησιμοποιούνταν για ποιητές, όπως ο Όμηρος και ο Ησίοδος, ή για επιφανή άτομα όπως ο Σόλων και οι Επτά Σοφοί. Ο μόνος που χρησιμοποίησε τον τίτλο για να περιγράψει το επάγγελμά του ήταν ο Πρωταγόρας, το κακό παιδί των Σοφιστών,  που ισχυρίζεται ότι διδάσκει στους ανθρώπους να αντιμετωπίζουν σωστά τις υποθέσεις του σπιτιού τους και της πόλης.

 

Ο ορισμός δεν βοηθά να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα και πολλοί από αυτούς που  θεωρούμε σοφιστές, εστίασαν την προσοχή τους σε ζητήματα γλώσσας και τη διδασκαλία της ρητορικής.

 

Κοινό χαρακτηριστικό τους  είναι ο πόλεμος που τους άσκησαν οι διάδοχοί τους κυρίως σε ότι έχει να κάνει με την πληρωμή τους. Η αμοιβόμενη διδασκαλία επέτρεπε στον καθένα να αποκτήσει γνώση, άσχετα από τον χαρακτήρα και το κοινωνικό του υπόβαθρο. Ο Πλάτων ορίζει τους Σοφιστές ως “έμμισθους κυνηγούς εύπορων νεαρών”. Δεν πληρώνονταν όμως μόνον οι Σοφιστές για τις υπηρεσίες τους, το ίδιο έκαναν και οι γιατροί.

Άλλο χαρακτηριστικό τους που επιδέχεται έρευνας, είναι το ότι ήταν περιοδεύοντες δάσκαλοι. Πολλοί από αυτούς ταξίδευαν, αυτό όμως ίσως οφείλεται στο γεγονός ότι προέρχονταν από λιμάνια, που ήταν χώροι ανταλλαγής γνώσεων και υλικών αγαθών. Όπως και να’ χει, σοφιστές θεωρούνται οι περιοδεύοντες δάσκαλοι αλλά και άλλοι που δεν ταξίδευαν δεξιά κι αριστερά.

 

Εν κατακλείδι, ο όρος “σοφιστής” δεν είχε συγκεκριμένη σημασία. Επίσης, δεν γνωρίζουμε αν οι άνθρωποι αυτοί αισθάνονταν μέλη μιας ενιαίας ομάδας.

Κυριότεροι καταγεγραμμένοι Σοφιστές είναι οι : Πρωταγόρας ο Αβδηρίτης, Γοργίας ο Λεοντίνος, Πρόδικος ο Κείος, Ιππίας ο Ηλείος, Θρασύμαχος ο Χαλκηδόνιος. Σημαντικότεροι Αθηναίοι σοφιστές ήταν ο Αντιφώντας και ο Κριτίας.

 

Ιστορικό και Κοινωνικό Υπόβαθρο

Η κυριότερη σκηνή που δείχνει την πνευματική και υλική ευημερία της Αθήνας καταγράφεται στο σπίτι του πλούσιου Καλλία, που φιλοξενεί σοφιστές και φιλοσόφους. Στο ίδιο κείμενο, η Αθήνα αναφέρεται ως “πρυτανείο της σοφίας”.

 

Η δημοκρατία ευνοεί την εμφάνιση των σοφιστών, που προσέφεραν σε κάθε πολίτη τη δυνατότητα να επηρεάσει με το λόγο του τις πολιτικές αποφάσεις. Η διδασκαλία της ρητορικής κάλυπτε την ανάγκη να αποκτήσουν την πολιτική αρετή κι άλλοι, πέραν των αριστοκρατών. Το γεγονός πως η αρετή αυτή μπορούσε και έπρεπε να γίνει αντικείμενο διδασκαλίας και κτήμα όλων των ανθρώπων, εξασφάλιζε και προϋπέθετε την κινητικότητα μεταξύ των κοινωνικών στρωμάτων.  Ταυτόχρονα, καθιέρωνε εκείνους που τη δίδασκαν. Ο Πρωταγόρας λέει πως η διδασκαλία χρειάζεται τόσο τα φυσικά χαρίσματα όσο και την άσκηση. Οι σοφιστές εξέφρασαν επίσης την τολμηρή άποψη ότι Έλληνες και βάρβαροι είναι από τη φύση τους ίσοι.

 

Αναρωτιέται κανείς, κατά πόσον η αθηναϊκή δημοκρατία οδήγησε στην ανάπτυξη πολιτικών και ηθικών σοφιστικών αντιλήψεων, ή αν αυτές οι αντιλήψεις αναπτύχθηκαν αυτόνομα κι απλώς εκφράστηκαν και διασώθηκαν μέσω αυτής της δημοκρατίας. Δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για την απάντηση, οι πηγές όμως μεροληπτούν σαφώς υπέρ της Αθήνας για αυτό και πολλοί μελετητές τη συνδέουν (την Αθήνα) με τη σοφιστική.

 

Μια άλλη παράμετρος που επισκιάζουν οι πηγές, είναι η εμπειρική παρατήρηση. Καταγράφεται από ιστορικούς όπως ο Ηρόδοτος, που είχαν επαφή με άλλους λαούς, αλλά και από γιατρούς που εντοπίζουν και μελετούν τις διαφορετικές λειτουργίες διαφορετικών οργανισμών. Η εμπειρική γνώση αποτελεί κοινή τάση των σοφιστών, που όμως δεν τους διαφοροποιεί από άλλες επαγγελματικές ομάδες, όπως οι γιατροί.

Τι διδάσκουν 

Δεν διδάσκουν όλοι οι σοφιστές τα ίδια πράγματα. Η προτίμησή τους στη ρητορική μπορεί απλά να οφείλεται στο ενδιαφέρον των μεταγενέστερων φιλοσόφων για τη σημασία και τη νομιμότητά της, ως τέχνη. Η εικόνα που έχουμε για τον Πρωταγόρα οφείλεται στον Πλάτωνα, καθώς τα λίγα σωζόμενα αποσπάσματα του, δεν αρκούν για να καταλάβουμε τι θέλει να πει ο σοφιστής.

 

Έλλειψη ομοφωνίας υπάρχει και στην σχετική συζήτηση για την προτεραιότητα νόμου ή φύσης. Οι σοφιστές ασχολούνται με το ζήτημα, οι απόψεις τους όμως δεν συγκλίνουν. Το ίδιο συμβαίνει με την κριτική της θρησκείας, ούτε εκεί συγκλίνουν οι απόψεις.

Ωστόσο, συνέβαλλαν σημαντικά στη διδασκαλία και τη θεωρητική θεμελίωσή της.

 

Αντιπροσωπευτικό κείμενο είναι το “Ελένης Εγκώμιον” του Γοργία. Ο συγγραφέας προσπαθεί να υποστηρίξει πως η Ωραία Ελένη δεν είναι υπεύθυνη για τον Τρωικό πόλεμο. Το σκεπτικό του είναι το εξής: Η θεά Αφροδίτη “έδωσε” την Ελένη ως έπαθλο στον Πάρη. Πως θα μπορούσε η ωραία της παρέας να αντιταχθεί στο θεϊκό θέλημα; Άρα, ήταν σωστό αυτό που έκανε η Ελένη. Υποστηρίζει –πιο σοβαρά τώρα – πως η Ελένη παρασύρθηκε από τα λόγια, πράγμα  που αποδεικνύει ότι η βία του λόγου δεν διαφέρει και τόσο από την σωματική. Οι άνθρωποι μπορούν να πεισθούν για κάτι χωρίς τη θέλησή τους. Το παράδοξο αυτό, έχει να κάνει με την αντίληψη του Γοργία για το Λόγο. Τον χαρακτηρίζει “μεγάλο δυνάστη” κι έρχεται στο δέκτη απ’ έξω, ενώ με τους κατάλληλους χειρισμούς, ο ρήτορας καλλιεργεί μια ορισμένη ψυχολογική κατάσταση. Εδώ λοιπόν η ευθύνη του δέκτη δεν είναι μεγαλύτερη από αυτήν του ασθενούς που ακολουθεί την αγωγή του ιατρού του. Όπως και στην περίπτωση των φαρμάκων, έτσι και οι λόγοι λειτουργούν διαφορετικά σε κάθε άνθρωπο. Άρα, δεν υπάρχει “αντικειμενικά” σωστός ή ορθός λόγος που να απευθύνεται με τον ίδιο τρόπο σε όλους. Η αλήθεια υποχωρεί μπροστά στην αποτελεσματικότητα και την επιτυχία του λόγου. Ο ρήτορας δεν ενδιαφέρεται για αυτό που λέγεται αλλά για αυτό που επιτυγχάνεται όταν κάτι ειπωθεί.

 

Για τον Γοργία, σημασία δεν έχει η Αλήθεια, αλλά η αποτελεσματικότητα του λόγου στην ψυχή του ακροατή. Δεν πιστεύει πως υπάρχει κάποια αλήθεια που ο ρήτορας απλά δεν ανακοινώνει. Υποστηρίζει ότι οι λέξεις δεν αντιστοιχούν στα πράγματα κι ακόμη κι όταν συμβαίνει αυτό, η αντιστοιχία αυτή δεν θα μπορούσε να μεταφερθεί από ομιλητή σε ομιλητή. Η θέση ότι ο λόγος δεν αναφέρεται στην πραγματικότητα, φαίνεται να υπονομεύει το επάγγελμα του ρήτορα. Καθώς όμως ο Γοργίας ήταν πονηρός, δεν είμαστε σίγουροι πως η δήλωση αυτή πηγάζει από ειλικρίνεια, ή αν είναι απλά μια επίδειξη της δύναμης και των ορίων της τέχνης του. Αν συμβαίνει αυτό, τότε πρόκειται για “πυροτέχνημα” προκειμένου να θαυμάσουν οι άλλοι τις “μαγικές” ικανότητες του λόγου.

Η Ρητορική στην Πράξη

Ο λόγος απέκτησε συγκεκριμένη εφαρμογή στη δημοκρατία. Μαρτυρίες τοποθετούν τη γένεση της ρητορικής στις αρχές του 5ου αι. στη Σικελία, λόγω των δικών που έγιναν εκείνη την εποχή εκεί. Ο Γοργίας είναι σε θέση να προσαρμόσει την επιχειρηματολογία του στο ακροατήριό του. Στο λόγο του «Υπέρ Παλαμήδους Απολογία» δείχνει πως ένα σωστό επιχείρημα λειτουργεί ικανοποιητικά αν δεν υπάρχουν μάρτυρες. Η εύλογη εικασία αντικαθιστά μια «άτεχνη» μαρτυρία. Εδώ, η αλήθεια επισκιάζεται από την αληθοφάνεια. Μπορούμε βέβαια να σκεφτούμε πως ένας ικανός ρήτορας μπορεί ωραιότατα να κατασκευάσει επιχειρήματα υπέρ της αλήθειας, η ικανότητα όμως αυτή έχει συμβάλλει τα μέγιστα στην προκατάληψη εναντίον των σοφιστών. Ο Πρωταγόρας υποστήριξε ότι για κάθε πράγμα υπάρχουν δυο γνώμες, αντίθετες μεταξύ τους.

 

Εκτός από τη ρητορική τέχνη, υπάρχει ενδιαφέρον και για τη γλώσσα. Ο Πρωταγόρας διαθέτει ορθοέπειαν, σύμφωνα με τον Πλάτωνα, ενώ τα ρητορικά σχήματα του Γοργία γίνονται ξακουστά ή περιβόητα.  Ο Πρόδικος, δίνει σημασία στις αποχρώσεις και τις διαφοροποιήσεις των λέξεων.

 

Η Γνωσιολογική Θεμελίωση του Σχετικισμού: η περίπτωση του Πρωταγόρα 

«Για όλα τα πράγματα μέτρο είναι ο άνθρωπος. Για όσα υπάρχουν ότι υπάρχουν και για όσα δεν υπάρχουν ότι δεν υπάρχουν»

 

Έτσι ξεκινά το έργο του «Αλήθεια ή Καταβάλλοντες Λόγοι». Πρόκειται για προκλητικό συμπέρασμα, ότι δηλαδή όλες οι υποκειμενικές αντιλήψεις ευσταθούν. Η πρόταση αυτή δέχεται πολλές ερμηνείες, ανάλογες στις απαντήσεις των κάτωθι ερωτημάτων:

 

  1. Για τι είδους πράγματα γίνεται λόγος (τα αισθητά, τις αξίες;)
  2. Τι εννοεί ο Πρωταγόρας όταν μιλά για τον άνθρωπο (αντιδιαστέλλει έναν άνθρωπο σε έναν άλλον, ή προς τα ζώα, τους θεούς κλπ;)
  3. Τι σημαίνει ότι τα πράγματα υπάρχουν;

 

Οι απαντήσεις προκύπτουν από τα κείμενα του Πρωταγόρα. Το μεγαλύτερο είναι ο «Θεαίτητος» του Πλάτωνα. Ο Σωκράτης κι ο Θεαίτητος εξετάζουν την άποψη ότι η γνώση είναι αίσθηση και αναφέρονται στον Πρωταγόρα και την άποψή του πως ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων. Π.χ. ο αέρας δημιουργεί διαφορετικές εντυπώσεις σε διαφορετικά υποκείμενα. Για όποιον αισθάνεται κρύο ο αέρας είναι κρύος, για κάποιον άλλον, όχι. Τελικά τα πράγματα είναι για τον καθένα έτσι όπως αυτός τα αισθάνεται.

 

Αν περιοριστούμε στον Πλάτωνα, το συμπέρασμα είναι πως ο Πρωταγόρας αναφέρεται στα αισθητά πράγματα. Κάποιοι θεωρούν τον Πρωταγόρα πρόδρομο των αισθησιοκρατικών αντιλήψεων, σύμφωνα με τις οποίες η γνώση βασίζεται αποκλειστικά στις αισθήσεις. Ο Πλάτωνας όμως, προσαρμόζει απόψεις άλλων στα δικά του επιχειρήματα.

 

Στην πραγματικότητα, ο Πρωταγόρας δεν εννοούσε μόνον τα αντικείμενα αισθητηριακής αντίληψης, αλλά κάθε κρίση που μπορεί να εκφέρει ένα υποκείμενο για ένα ζήτημα.

Αυτό μας οδηγεί σε προβληματισμό. Τι σημασία είχε ο άνθρωπος στη θέση του Πρωταγόρα; Αν δεχτούμε ότι με τον όρο “άνθρωπος” ο Πρωταγόρας εννοεί όχι το γένος αλλά κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, βρισκόμαστε αντιμέτωποι με την άποψη ότι το δίκαιο, το ωφέλιμο κλπ, είναι διαφορετικά για διαφορετικούς ανθρώπους. Έτσι όμως η παρουσία των σοφών είναι περιττή. Το ίδιο συμβαίνει και με όσα θεωρεί πρέποντα η ίδια η πόλη. Εδώ ο Πρωταγόρας όφειλε να πει ότι σημασία δεν έχει η υποκειμενική δοξασία του κάθε ανθρώπου, αλλά η κοινή γνώμη που διαμορφώνεται σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα από συγκεκριμένη ομάδα ανθρώπων.

 

Με τα παραπάνω απαντάμε στο τρίτο ερώτημα: τι σημαίνει ότι τα πράγματα υπάρχουν; Αν κινηθούμε με βάση τον «Θεαίτητο», το πράγμα του οποίου η ύπαρξη διακυβεύεται δεν είναι ο αέρας αλλά αυτά που οι άνθρωποι θεωρούν ως αέρα. Η διάκριση ανάμεσα σε ένα πράγμα και σε αυτό που αποδίδουμε στο πράγμα δεν έχει αναλυθεί πριν τον Πλάτωνα. Άρα δεν είχε απασχολήσει τον Πρωταγόρα.

 

Χρησιμοποιούμε τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη για να καταλάβουμε τον Πρωταγόρα κι έτσι υποθέτουμε ότι ο σχετικισμός του δεν είναι τόσο ριζικός ώστε να αφορά την ύπαρξη των πραγμάτων που βρίσκονται γύρω μας, αλλά πιο περιορισμένος στις εκτιμήσεις για τα πράγματα που αντικειμενικά υπάρχουν γύρω μας. Παραφράζοντας τον Πρωταγόρα, μπορούμε να πούμε ότι ο αέρας που αντικειμενικά υπάρχει γύρω μας, υπάρχει για τον κάθε έναν με διαφορετικό τρόπο (ψυχρός, θερμός). Κατ’ αυτήν την έννοια, είναι κάτι διαφορετικό για τον καθένα μας.

 

Η Ηθική της αντίθεσης νόμω – φύσει

Ο σχετικισμός εντοπίζεται και στο χώρο της ηθικής. Στη διαμάχη γύρω από τη διάκριση και την απόσταση της φύσεως από το νόμο.

 

Παράδειγμα:

«Οι νόμοι θεσπίζονται από αδύνατους ανθρώπους και το πλήθος, ανάλογα με τις αντιλήψεις και το συμφέρον τους. Φοβίζοντας αυτούς που είναι ισχυρότεροι και μπορούν να αποκτήσουν περισσότερα, λένε πως είναι άσχημο και άδικο να έχει κανείς περισσότερα και πως είναι αδικία να προσπαθεί κανείς να έχει περισσότερα από τους άλλους. Λέγεται πως σύμφωνα με το νόμο, αδικία είναι να επιδιώκει κανείς να έχει περισσότερα από τους πολλούς. Η φύση όμως, φανερώνει ότι το δίκαιο είναι να πλεονεκτεί ο καλύτερος σε σχέση με το χειρότερο και ο δυνατότερος σε σχέση με τον αδύναμο. Αυτό φαίνεται στα ζώα και τους ανθρώπους. Το ίδιο έκανε και ο Ξέρξης. Άνθρωποι όπως αυτός ενεργούν σύμφωνα με τη φύση κι όχι με τους νόμους που θεσπίσαμε».

 

Στο απόσπασμα μειώνεται η αξία του ανθρώπινου νόμου σε σχέση με το νόμο της φύσης (ή νόμο της ζούγκλας). Η έκφραση “νόμος της φύσης” δεν απαντάται σε κανένα άλλο κείμενο, αναφέρεται απλά ως “φύση” και ταυτίζεται με την πραγματικότητα αυτού που συμβαίνει, ανεξάρτητα από ότι πιστεύεται ή νομίζεται. Η διάκριση αυτή έχει ένα παρελθόν. Ο Δημόκριτος είχε επισημάνει τη διαφορά της πραγματικότητας από αυτό που νομίζουν οι άνθρωποι ως πραγματικότητα. Στις Νεφέλες του Αριστοφάνη, ο Άδικος Λόγος προτρέπει τον ακροατή να υποταχθεί στη φύση του και να απολαύσει, χωρίς να θεωρεί τίποτα κακό.

 

Τους Σοφιστές όμως, τους απασχολεί το ηθικό και πολιτικό ζήτημα μεταξύ αυτού που υπάρχει πραγματικά και αυτού που εκλαμβάνεται με συγκεκριμένο τρόπο από τους ανθρώπους. Όπως το θέμα που προέκυψε με την εκπαίδευση, τον 5ο αι. Η τάξη των ευγενών έπαψε να έχει την αποκλειστικότητα στα προνόμια λόγω καταγωγής, κάτι που θεωρούνταν “φύση”. Στην πραγματικότητα ήταν μια σύμβαση που καθόριζε την κοινή γνώμη, δηλαδή νόμος. Οπότε αν τα πράγματα είναι διαφορετικά από αυτό που νομίζουμε, τι αξία έχουν οι νόμοι;

 

Ο Πλάτων κατάλαβε τον πολιτικό κίνδυνο αυτής της άποψης κι εμφανίζει διαφορετικές όψεις της. Στον «Πρωταγόρα» του, ο Ιππίας υποστηρίζει ότι ο νόμος παραβιάζει τη φύση, ενώ στην «Πολιτεία» εμφανίζονται ανάλογα επιχειρήματα. Ο Θρασύμαχος λέει πως το δίκαιο είναι το συμφέρον του ισχυρότερου. Ο Γλαύκων υποστηρίζει πως οι άνθρωποι δέχονται κάποια πράγματα ως δίκαια, το κάνουν όμως επειδή φοβούνται τις συνέπειες μιας άλλης συμπεριφοράς. Αν μπορούσαν να είναι αόρατοι θα αποκάλυπταν την αληθινή τους φύση χωρίς να υπακούν στο νόμο.

 

Όπως είδατε, μέχρι τώρα βασιζόμασταν στους διαλόγους του Πλάτωνα, καθώς εκεί βρίσκονται αποκρυσταλλωμένα αρκετά φιλοσοφικά επιχειρήματα. Η διαμάχη νόμος – φύση περιγράφεται επίσης στον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη, τον Θουκυδίδη. Καταλαβαίνουμε έτσι την επίδραση αυτού του θέματος στην πνευματική ζωή. Όμως, σε ότι έχει να κάνει με τους Σοφιστές, οι κυριότερες μαρτυρίες προέρχονται από το έργο του Αντιφώντα «Περί Αληθείας». Εκεί διατυπώνονται αρκετές προκλητικές δηλώσεις, όμως τα πολλά κενά του κειμένου δεν μας επιτρέπουν να κρίνουμε σωστά τις δηλώσεις αυτές. Για αυτό είμαστε περιληπτικοί και ιδιαιτέρως προσεκτικοί:

 

Οι νόμοι θεωρούνται ανθρώπινο προϊόν κι ως εκ τούτου δεν έχουν την αναγκαιότητα και την καθολικότητα της φύσης. Άρα, η ισχύς τους είναι συμβατική και μπορούμε να θεωρήσουμε ότι “δικαιοσύνη είναι να μην παραβαίνεις τα νόμιμα του κράτους στο οποίο ανήκεις. Αφού όμως οι επιταγές της φύσης είναι ισχυρότερες, τότε είναι πιο ωφέλιμο να ακολουθεί κανείς τη φύση. Η παράβαση του νόμου συνεπάγεται μεγαλύτερες κυρώσεις από την απόλαυση του να ακολουθούμε τη φύση. Για αυτό τείνουμε να ακολουθούμε το νόμο, αν κι έτσι, θίγουμε τις επιταγές της φύσης, που είπαμε ήδη πως είναι πιο ωφέλιμες. Αν όμως καταφέρουμε να παραβιάσουμε το νόμο απαρατήρητοι, είναι καλύτερο να ακολουθούμε τη φύση”.

 

Από τα αποσπάσματα δεν προκύπτει ξεκάθαρα αν ο συγγραφέας προτρέπει στο δρόμο της φύσεως ή αν απλά ζητά καλύτερο νόμο. Το παράδειγμα της συμπεριφοράς των παιδιών στους γονείς είναι ενδεικτικό. Η φύση του ανθρώπου είναι να εκδικείται αυτόν που τον βλάπτει, ακόμη κι αν είναι γονιός του. Η κοινή αντίληψη λέει πως τα παιδιά πρέπει να σέβονται τους γονείς τους no matter what. Αυτό όμως είναι μια σύμβαση, ένας νόμος χωρίς πραγματικό αντίκρισμα.

 

Αυτό δε σημαίνει πως όλοι οι νόμοι αντιστρατεύονται ή πρέπει να αντιστρατεύονται τη φύση. Το κείμενο λέει ότι τα περισσότερα πράγματα που θεωρούνται δίκαια σύμφωνα με το νόμο, αντιστρατεύονται τη φύση, αλλά όχι όλα. Ο Αντιφώντας δείχνει να αρκείται σε μια διατύπωση απόψεων, σε θεωρητικό επίπεδο και επίπεδο ρητορικής άσκησης χωρίς να παίρνει σαφή θέση. Καθώς δεν έχουμε ολόκληρο το κείμενο δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι για τίποτα.

 

Μέχρι τώρα είδαμε τις προσπάθειες των Σοφιστών να κρίνουν ή και να υπονομεύσουν την αξία του νόμου ως αποτέλεσμα ανθρώπινης σύμβασης και πολιτισμού, σε αντιδιαστολή με τη φύση. Αυτό το θέμα απασχόλησε αρκετούς αλλά όχι όλους. Η σοφιστική σκέψη δεν είναι μονολιθική, κάτι που φαίνεται στον Πρωταγόρα όταν αφηγείται το μύθο του Προμηθέα, λέγοντας ότι ο σεβασμός για τους άλλους και η δικαιοσύνη είναι δώρα των θεών, για να αντισταθμίζουν τη φυσική δύναμη των άλλων ζώων.

 

Η κριτική της θρησκείας

Στη σοφιστική διατυπώνεται για πρώτη φορά η άποψη πως η ύπαρξη του θεού είναι ένα τέχνασμα της εξουσίας για να κυβερνά αποτελεσματικότερα. Αν και δεν φαίνεται εκ πρώτης όψεως, υπάρχει μια παρόμοια θέση με το νόμο-φύση. Η φύση των πραγμάτων είναι διαφορετική από τους κανόνες της ανθρώπινης κοινωνίας. Ο Πρόδικος είναι πιο μετριοπαθής. Αμφισβητεί το κατά πόσον αυτά που ονομάστηκαν θεοί είναι όντως θεοί. Ο Πρωταγόρας διατύπωσε μια άποψη που οδήγησε τον ίδιον στην εξορία και τα βιβλία του στην πυρά. Είπε πως δεν γνωρίζει τίποτα για τους θεούς, ούτε αν υπάρχουν, ούτε τι μορφή έχουν, καθώς πολλά πράγματα εμποδίζουν αυτήν τη γνώση, όπως το άδηλον του ζητήματος και η μικρή διάρκεια της ανθρώπινης ζωής. Στο επιχείρημά του αυτό κυριαρχεί η αμφισβήτηση της γνώσης που μπορούν να έχουν οι άνθρωποι για τους θεούς. Αν για τους αρχαίους εμφανιζόταν ως άθεος, εμείς μπορούμε να διακρίνουμε το σκεπτικισμό του για το θέμα κι όχι την πλήρη άρνησή του.

 

Εν κατακλείδι

Οι Σοφιστές εμφανίζονται τον 5ο αι. και η ομαδοποίησή τους είναι μεταγενέστερο “φρούτο”. Τα παραδοσιακά κριτήρια που ορίζουν τι είναι οι Σοφιστές, πλέον αμφισβητούνται. Ο όρος δεν χρησιμοποιείται τον 5ο αι. μόνο για αυτούς. Η διδασκαλία επί πληρωμή γινόταν κι από άλλους “πνευματικά” εργαζόμενους. Ο χαρακτήρας του περιοδεύοντος δασκάλου έχει να κάνει με τη γενική κινητικότητα της εποχής. Η σχέση τους με τη δημοκρατία είναι επίσης διφορούμενη. Οι δημοκρατικοί θεσμοί σίγουρα ευνόησαν τη σοφιστική σκέψη, δεν είναι όμως αποτέλεσμά τους. Ως κοινή στάση των σοφιστών μπορεί να θεωρηθεί το ενδιαφέρον τους για την εμπειρική γνώση.

 

Η επαγγελματική τους ενασχόληση με τη ρητορική, τους οδήγησε στην ενασχόληση με τη γλώσσα και τη λειτουργία της. Ο Γοργίας μιλά για την ψυχολογική επίδραση του λόγου στους ακροατές και τους απαλλάσσει από την ηθική ευθύνη, όταν παρασύρονται από τη ρητορική δεινότητα. Η θεωρία του αδιαφορεί για τη μετάδοση της αλήθειας, καθώς για το ρήτορα προέχει η επιτυχία ενός λόγου, ακόμη κι όταν αυτός είναι ψευδής. Η αντίληψη αυτή εφαρμόζεται στο πλαίσιο της ανάγκης για επαγγελματική υπεράσπιση στα δικαστήρια. Πολλοί σοφιστές ήταν σε θέση να επιχειρηματολογούν υπέρ και κατά οποιασδήποτε άποψης, συχνά πιο αποτελεσματικά από αυθόρμητες καταθέσεις μαρτύρων. Ο Πρωταγόρας, με την άποψη πως ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, θεμελιώνει το σχετικισμό σε σχέση με τη γνωσιολογία. Άλλη έκφραση του σκεπτικισμού είναι η διαμάχη για το αν ο άνθρωπος πρέπει να ακολουθεί τους νόμους της φύσης ή των ανθρώπων. Για πολλούς σοφιστές η φύση ισοδυναμεί με την αλήθεια, που καταστρατηγείται από τους ανθρώπινους, συμβατικούς νόμους. Ο αντίλογος λέει ότι ο νόμος και ο πολιτισμός ξεπερνά την “άγρια” φύση του ανθρώπου. Τέλος, η σοφιστική δίνει τα πρώτα δείγματα της αμφισβήτησης των θεών και αυτών που γνωρίζουμε για αυτούς.

Προσωπικά θεωρώ πως επρόκειτο για μορφωμένους, ταλαντούχους ανθρώπους, που τους άρεσε να “παίζουν” με το μυαλό των άλλων. Λογικά, πρέπει να διασκέδαζαν πολύ με αυτό…