Της Μαρίας Καστρινάκη
Λίγα υποδήματα σε όλο τον κόσμο έχουν τέτοια παράδοση και ιστορία όσο τα στιβάνια, οι παραδοσιακές χειροποίητες μπότες που συντροφεύουν τα «πατήματα» του λαού της Κρήτης, για περισσότερο από εκατό χρόνια.
Τα στιβάνια ξεκίνησαν να φοριούνται στις αρχές του 19ου αιώνα από τους χωρικούς που ήθελαν να προστατεύουν τα πόδια τους από τους κακοτράχαλους δρόμους και τα δύσβατα όρη, όμως στη συνέχεια ταυτίστηκαν με την κρητική παραδοσιακή ενδυμασία και πρόσδιδαν λεβεντιά στον κρητικό.
Παρακολουθώντας έναν παλιό στιβανά να δουλεύει νομίζεις ότι βρίσκεσαι σε μιαν άλλην εποχή. Τα «νούμερα» δεν έχουν θέση στο λεξιλόγιο του. Ούτε 43, ούτε 44. Το κάθε πόδι είναι ιδιαίτερο, έχει το σχήμα και το μέγεθός του.
Τα πρώτα στιβάνια κατασκευάζονταν από δέρμα ζώου, το οποίο αφού το επεξεργάζονταν για μερικές ημέρες ξεκινούσε η διαδικασία κατασκευής τους. Ο πελάτης έβγαζε τα παλιά στιβάνια του, πατούσε σε ένα καθαρό στρατσόχαρτο, και ο στιβανάς έπαιρνε το «χνάρι» του, δηλαδή το περίγραμμα της πατούσας αλλά και τα μέτρα για το καλούπι κάθε ποδιού με σκοπό να καλυφθεί και η γάμπα γύρω – γύρω. Στη συνέχεια έραβαν με χοντρό σύρμα το λάστιχο όπου ήταν η σόλα του υποδήματος. Μια διαδικασία που κρατούσε ακόμη και μια εβδομάδα καθώς τα πάντα κατασκευάζονταν στο χέρι.
Σήμερα η κατασκευή τους, είναι πιο εύκολη διαδικασία, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι είναι και απλή. Πλέον ο κατασκευαστής προμηθεύεται ότι δέρμα θέλει από βιοτεχνίες, στη μορφή που ο ίδιος επιθυμεί και απλά το ράβει σύμφωνα με τις ανάγκες του πελάτη. Όλη η διαδικασία γίνεται πάλι στο χέρι με τη διαφορά ότι στις μέρες μας υπάρχουν αρκετά μηχανήματα που διευκολύνουν τους υποδηματοποιούς μειώνοντας το χρόνο κατασκευής τους στις 2 ημέρες περίπου. Η τιμή ενός ζευγαριού κυμαίνεται στα 140 – 150 ευρώ.
Το iART βρέθηκε στην οδό Σκρύδλωφ, στα Χανιά, έναν από τους εμπορικότερους δρόμους της πόλης. Στο σημείο που συναντιέται με την οδό Χάληδων, την κεντρική οδό της παλιάς πόλης, η περιοχή έχει το χαρακτηριστικό όνομα «Στιβανάδικα». Όλα ξεκίνησαν στις αρχές περίπου του 20ού αιώνα, όταν οι πρώτοι τσαγκάρηδες άρχισαν να ανοίγουν εδώ τις μικρές τους επιχειρήσεις κατασκευάζοντας αυτό το μοναδικό στο είδος του υπόδημα. Παλιότερα εδώ κυριαρχούσε ο ήχος του σφυριού, οι φωνές και οι πλάκες των στιβανάδων, η μυρωδιά του δέρματος. Η περιοχή διατηρεί και σήμερα την ίδια ονομασία, παρά το γεγονός ότι οι μαστόροι του δέρματος είναι ελάχιστοι.
Ανάμεσα τους και ο 84χρονος σήμερα κ. Λευτέρης Πιρπινάκης στην Σκρύδλωφ 28-30 που κατασκευάζει χειροποίητα παπούτσια και στιβάνια από δέκα χρονών. Στα χρόνια που διατηρεί το κατάστημα του έχει πουλήσει χιλιάδες ζευγάρια από αυτά. Ανάμεσα στα δέρματα, στα παπούτσια και στα μηχανήματα ξεχωρίζουν δημοσιεύματα του ξένου και του ελληνικού Τύπου με τον ίδιο.
«Έχουν περάσει αμέτρητοι δημοσιογράφοι και συγγραφείς από όλο τον κόσμο. Όλοι τους με φωνάζουν με το όνομα μου, πριν καν συστηθούμε. Λίγο μετά την κατοχή έφυγα από τα Περιβόλια και ήρθα στα Χανιά, χωματόδρομος 5 χιλιόμετρα απόσταση, ξυπόλυτος μέσα στο κρύο και υπό το φόβο να μη με σκοτώσουν καθώς ήταν ανταρτοπόλεμος. Ήμουν μόλις 10 ετών αλλά ήθελα να μάθω τη τέχνη για να ζήσω και να βοηθήσω την οικογένεια μου. Με πήρε ένας μάστορας στο μαγαζί του, παραγιό. Έτσι άρχισα να μαθαίνω την τέχνη σιγά – σιγά» μας λέει ο κ. Λευτέρης και θυμάται το πρώτο του μισθό, μετά από έναν ολόκληρο χρόνο μαθητείας. «Πέντε καρβέλια ψωμί, ο πρώτος βδομαδιάτικος μισθός μου. Ήταν τόσο μεγάλη η χαρά μου, λες και μου χαν χαρίσει κανένα υπουργείο!»
«Έφτιαχνα στιβάνια και παπούτσια με πολύ μεράκι. Μου άρεσε να σχεδιάζω και να κάνω διαφορετικά σχέδια. Πήγαινα στην Ιταλία, έβλεπα μοντέλα και γύρναγα στην Ελλάδα και τα έφτιαχνα. Δούλευα μέρα νύχτα και μετά τα πωλούσα σε μεγάλα καταστήματα των Χανίων. Ο κόσμος όμως τότε δεν είχε λεφτά και αγόραζε με δόσεις τα παπούτσια», θυμάται.
«Μιλούν σήμερα για δύσκολες καταστάσεις αλλά τότε πάλευες να μη πεθάνεις από τη πείνα. Και τι δουλειά ρίχναμε, δεν θυμάμαι τον εαυτό μου να έχω καθίσει ποτέ Κυριακή σπίτι μου. Χρειάστηκε να πάω 17 ετών για να βάλω παπούτσια. Εγώ που δούλευα μέσα στα στιβανάδικα. Κομματάκια δέρμα, τα ένωσα και έκανα παπούτσια».
Όπως μας διηγείται ο κ. Πιρπινάκης, μόνο οι δικηγόροι και οι γιατροί φόραγαν παπούτσια από μαλακά και ακριβά δέρματα. Ο υπόλοιπος κόσμος μόνο όταν παντρευότανε έφτιαχνε δερμάτινα νυφικά παπούτσια και με αυτά πέθαινε. Η ανάπτυξη άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με την εμφάνιση των πρώτων ξένων τουριστών στην περιοχή. «Τότε μαζί με άλλα τέσσερα μαγαζιά εδώ στη Σκρύδλωφ αρχίσαμε να κάνουμε τα πρώτα πέδιλα και βέβαια περισσότερα στιβάνια που ως αναπόσπαστο κομμάτι της παραδοσιακής ενδυμασίας είχε μεγάλη ζήτηση ειδικά από τους ξένους επισκέπτες».
Πολλοί από τους κατοίκους των ορεινών οικισμών επιμένουν να φορούν στιβάνια, μας λέει ο κ. Λευτέρης. «Φτιάχνω στιβάνια σε πελάτη από όταν ήμουν 15 χρονών. Μια ζωή ολόκληρη και δεν είναι ο μόνος. Σήμερα η αγορά δερμάτινων στιβανιών περιορίζεται ως επί το πλείστον στους Κρητικούς παραδοσιακούς συλλόγους αλλά και στα νέα παιδιά που επιστρέφουν κοντά στην Κρητική παράδοση» μας λέει και θυμάται τον Γιαπωνέζο που μπήκε στο μαγαζί του με ένα περιοδικό της χώρας του που είχε φωτογραφία με τον κ. Λευτέρη να φτιάχνει ένα ζευγάρι λευκές μπότες και του ζήτησε να του φτιάξει τις ίδιες. «Με το πέρασμα του χρόνου έχουμε ανάγει τα στιβάνια σε υπόδημα υψηλής ποιότητας και αισθητικής χάρη στην βοήθεια των φανατικών θαυμαστών του από κάθε γωνιά του κόσμου. Αυτό μας έχει κάνει υπερήφανους και μας δίνει κουράγιο για να συνεχίσουμε με μεράκι και αγάπη».
Ο κ. Λευτέρης Πιρπινάκης μας εκμυστηρεύεται μία από τις μεγάλες αγάπες της ζωής του, το μπουζούκι του. Ένα δώρο που έκανε στον εαυτό του πριν από 65 χρόνια. «Το πήρα 90 φράγκα με δόσεις. Χάρη σε αυτό έγινα γνωστός καθώς είχα πολύ ταλέντο και αναδείχτηκε και η δουλειά μου ως υποδηματοποιός. Ερχόταν καλλιτέχνες από όλη την Ελλάδα και όχι μόνο. Υπήρχαν τραγουδίστριες και θεατρίνες που έβαζαν παπούτσια και μπότες μόνο από τα χεράκια μου».