Συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Σύρμο

Οι πολλά υποσχόμενοι Damirah, το μουσικό group από την Πάτρα, εισήλθαν δυναμικά στον χώρο της εγχώριας μουσικής σκηνής. Ο πρώτος τους δίσκος: “Lights And Guns And Fire”, σε συνθέσεις psychedelic post rock, συνοδευόμενες από ψυχορραγικά samples σε ορισμένα από τα κομμάτια τους, «αφηγείται» μια ζοφερή ιστορία, που μας προκαλεί να την ακούμε ξανά και ξανά. Στην συνέντευξη που ακολουθεί, δίνουν το προσωπικό τους στίγμα αλλά ταυτόχρονα, σηματοδοτούν μια νέα γενιά καλλιτεχνών, που πειραματίζεται και φτιάχνει τις δικές της πορείες, με το  iART να είναι εδώ για να τους στηρίζει.

Ακούγοντας το “Lights and Guns and Fire”, το πρώτο σας album που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2017, είχα την αίσθηση πως τα κομμάτια είναι αμέτρητα, ενώ το album απαρτίζεται από  συνολικά έξι. H συναρπαστική εναλλαγή πολλαπλών μουσικών μοτίβων μέσα σε κάθε σας σύνθεση, αφήνει μια μοναδική  αίσθηση. Τι σας οδήγησε σε αυτήν την επιλογή;

Συνθετικά, τα τρία πρώτα δεκατριάλεπτα κομμάτια πατάνε στις κλασικές φόρμες του post rock, στο χωρισμό δηλαδή των συνθέσεων σε διαφορετικά μοτίβα. Τα τρία τελευταία, είναι αρκετά διαφορετικά ως προς το ηχόχρωμά τους και πιστεύουμε ότι προθέτουν ποικιλία στο τελικό άκουσμα. Επίσης, όλο το υλικό κινείται σε κοντινές μουσικές κλίμακες. Διαμορφώσαμε το tracklist κατά τέτοιο τρόπο, ώστε η ροή του δίσκου να είναι όσο το δυνατόν πιο συμπαγής και ενιαία.

Όταν οι Damirah, ακούνε Damirah, τι αισθάνονται;

Αισθανόμαστε το “Lights and Guns and Fire” ως το μουσικό μας παιδί. Ως κάτι που ξεκίνησε από το μηδέν, που μας βασάνισε -με την καλή έννοια- μέχρι να βγει, ως κάτι που αγαπάμε πάρα πολύ και είναι αποτέλεσμα συλλογικής προσπάθειας.

Είναι η πρώτη φορά που συναντώ δισκογραφική δουλειά βασισμένη σε ιστορικά γεγονότα και σε ζοφερές ιστορίες ανθρώπων. Τι σας μαγνήτισε σε αυτήν την ιδέα, τι προκλήσεις είχε το να συνθέσεις για ένα τέτοιο εγχείρημα;

Το sample που βρίσκεται στο τέλος του track “Dotted Bright Lights”, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό το concept του δίσκου και τους περισσότερους τίτλους των κομματιών. Προέρχεται από απομαγνητοφωνημένες συνομιλίες  μελών της “Peoples Temple”, θρησκευτικής σέκτας  γνωστής για τη “Σφαγή του Jonestown”, την ομαδική δηλαδή αυτοκτονία 918 μελών της οργάνωσης στη Γουιάνα το 1978. Το sample είναι απόσπασμα από συνομιλία μεταξύ μιας μάνας και της μικρής της κόρης, που ήταν μέλη της συγκεκριμένης σέκτας. Η μάνα ζητάει από το κοριτσάκι να πει ένα παραμύθι. Το κοριτσάκι ξεκινάει να αφηγείται ένα τυπικό παιδικό παραμύθι, αλλά στην πορεία το αλλάζει και περιγράφει ένα λουτρό αίματος. Το «παραμύθι» που ακούγεται στο κομμάτι και το background πίσω από αυτό, είναι κατά τη γνώμη μας ανατριχιαστικά, ένας συνδυασμός αθωότητας, βίας και πλύσης εγκεφάλου, για αυτό αποφασίσαμε να αποτελέσει τον κορμό του concept. Το όλο concept το διαμορφώσαμε πλήρως αφού είχε ολοκληρωθεί η ηχογράφηση του δίσκου.

Ήδη το κοινό έχει αγκαλιάσει το πρώτο σας album, ενώ είναι πολλά τα θετικά σχόλια στο youtube, ακόμη και από ανθρώπους διαφορετικών χωρών. Περιμένατε αυτήν την ένθερμη ανταπόκριση;

Πραγματικά δεν περιμέναμε το ντεμπούτο μας να έχει τόσο καλή αποδοχή και ευχαριστούμε πάρα πολύ τον κόσμο για τη στήριξη. Είναι και για μας κάτι πρωτόγνωρο που δυσκολευόμαστε να το εξηγήσουμε.

Ποια είναι τα πιστεύω κι η ιδεολογική «φόρμα» του group για την τέχνη και την μουσική;

Εκτιμούμε πρώτα από όλα ότι χρειάζεται συνέπεια ως προς τη δουλειά, και ειλικρίνεια και τιμιότητα ως προς τις προθέσεις. Τουλάχιστον εμείς αυτό προσπαθήσαμε να κάνουμε με το “Lights and Guns and Fire”. Δίνουμε επίσης ιδιαίτερο βάρος, στην ευρύτερη αισθητική πρόταση και ταυτότητα, κάτι που επιχειρήσαμε να αποτυπώσουμε μέσα από το concept, το artwork και τα videos με τα οποία επενδύουμε οπτικά τα κομμάτια μας. Προσπαθούμε επίσης να αποφύγουμε την επιτήδευση και τις αγκυλώσεις. Πιστεύουμε τέλος, ότι με οποιαδήποτε μορφή τέχνης κι αν  ασχολείται κάποιος, θα πρέπει να αφουγκράζεται τα όσα συμβαίνουν γύρω του.

Στο κομμάτι “As a Child, I Always Dreamed of Fire”, την σπαρακτική μουσική συνοδεύουν στίχοι από την ποιητική συλλογή «Aντάρτικο2» των Δημήτρη Γκιούλου και Κωνσταντίνου Παπαπρίλη – Πανάτσα. Πως προέκυψε αυτή η συνεργασία; Πως είναι να γράφεις μουσική πάνω σε μια απαγγελία;

Η απαγγελία προστέθηκε αφού είχε ολοκληρωθεί η σύνθεση του συγκεκριμένου κομματιού. Σκεφτόμασταν στη διάρκεια των ηχογραφήσεων να βάλουμε μια απαγγελία ποιήματος. Ο Κώστας, ο κιθαρίστας μας, είναι φίλος με τον Δημήτρη και τον Κωνσταντίνο και πρότεινε την συγκεκριμένη ποιητική συλλογή. Τους ευχαριστούμε πάρα πολύ για την παραχώρηση της ποίησής τους, η οποία δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι «απογείωσε» το κομμάτι. Οι στίχοι, όχι απλά μας άρεσαν, αλλά αποτέλεσαν εν τέλει μέρος του concept που περιγράφτηκε παραπάνω. Με την προσθήκη τους, το “Lights and Guns and Fire” είναι το δύσβατο και βίαιο ταξίδι της ενηλικίωσης της Damirah.

Τι έφερε κοντά και τι ένωσε τον Κώστα, τον Άκη, την Φραντζέσκα και τον Αλέξανδρο στο να γίνουν μια ομάδα;

Η δυνατότητα να «ξεδίνουμε» και να εκφραζόμαστε δημιουργικά. Είμαστε τέσσερις διαφορετικοί άνθρωποι, που μέσα από τη μπάντα αναπτύσσουμε κώδικες επικοινωνίας και μαθαίνει συνεχώς ο ένας από τον άλλο.

Εκπροσωπείτε μια νέα γενιά που λοιδορείται για την υποτιθέμενη απραξία της, ενώ  παράλληλα δεν τις δίνονται οι στοιχειώδεις προϋποθέσεις για να δημιουργήσει, ποια είναι η γνώμη σας;

Τα τελευταία χρόνια, τόσο η νεολαία όσο και συνολικότερα η ελληνική κοινωνία, βιώνουν μια συστηματική προσπάθεια συλλογικής ενοχοποίησης. Στην προσπάθεια αυτή επιστρατεύονται η παραχάραξη της συλλογικής μνήμης και η χρήση πλήθους στερεοτύπων, τα περισσότερα εκ των οποίων, όχι απλά δεν έχουν βάση, αλλά και καμία επαφή με την πραγματικότητα. Δεν μπορούμε να δεχθούμε ότι οι μόνες επιλογές που έχει η νέα γενιά είναι ο επιβιωτισμός και ο στυγνός ατομικισμός. Είναι κάτι με το οποίο διαφωνούμε ριζικά και απόλυτα.

Υπάρχει μια άνθηση και στο συνθετικό είδος που εκπροσωπείτε (psychedelic post rock), αλλά και στο αγγλόφωνο rock στην Ελλάδα. Πιστεύετε πως μπορεί να έρθει μια μεγάλη αλλαγή στην μουσική σκηνή της χώρας μας;

Από τη δεκαετία του ’80, υπάρχουν πάρα πολλά δείγματα εξαιρετικών αγγλόφωνων εγχώριων συγκροτημάτων που, δεν έχουν να ζηλέψουν σε τίποτα αντίστοιχες μπάντες του εξωτερικού. Εδώ και αρκετά χρόνια το διαδίκτυο και η συσσώρευση τεχνογνωσίας, έχουν βοηθήσει πολύ το ελληνικό αγγλόφωνο rock. Το κλισέ «πολύ καλό για ελληνικό» έχει καταρριφθεί εδώ και καιρό και είναι πολύ πιο εύκολο για τα ελληνικά συγκροτήματα να κάνουν ανοίγματα εκτός Ελλάδας. Υπό αυτή την έννοια, έχουν γίνει μεγάλα βήματα σε σχέση με το παρελθόν.

Τα μελλοντικά σας σχέδια;

Εξετάζουμε την κυκλοφορία του άλμπουμ σε βινύλιο, καθώς και επιλεγμένες κινήσεις για live.